Η εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ έχει προκαλέσει αναστάτωση στον κόσμο.
Της Άννα Φαλτάιτς
Ανάλυση Stratfor
Οι σύμμαχοι των ΗΠΑ σε Ευρώπη, Ασία και Μέση Ανατολή, με ζορισμένα χαμόγελα, ελπίζουν πως η Ουάσινγκτον θα διατηρήσει τις δεσμεύσεις της στον τομέα της ασφάλειας. Οι Ρώσοι προσπαθούν να ξεκινήσουν διαπραγματεύσεις, προειδοποιώντας ταυτόχρονα πως αναμένουν πραγματικές παραχωρήσεις από τον Λευκό Οίκο του Τραμπ. Ένα αβοήθητο -σε μεγάλο βαθμό- Μεξικό και άλλοι μεγάλοι εμπορικοί εταίροι των ΗΠΑ προσπαθούν να αντέξουν τη «φουρτούνα» της αβεβαιότητας αναφορικά με τη μελλοντική εμπορική πολιτική των ΗΠΑ. Οι επόμενοι μήνες θα «δοκιμάσουν» την πραγματικότητα πίσω από τη ρητορική του Τραμπ σε σημαντικά ζητήματα πολιτικής.
Οι αναλυτές του Stratfor παραθέτουν τις σκέψεις τους για μερικά από τα πιο «καυτά» θέματα που θα επηρεαστούν από την προεδρική θητεία του Τραμπ.
Ο χειρισμός της Ρωσίας και της διχασμένης Ευρώπης
Δεδομένης της φιλικής ρητορικής κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας (και της έμμεσης βοήθειας προς την εκστρατεία του Τραμπ από τις υποτιθέμενες ρωσικές κυβερνοεπιθέσεις), ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν περιμένει να κάτσει στο τραπέζι με τον Τραμπ για μια σοβαρή διαπραγμάτευση. Ο Αμερικανός πρόεδρος θα έχει την εκτελεστική εξουσία να χαλαρώσει κυρώσεις, και η Ρωσία έχει περιθώριο να αποκλιμακώσει τη στρατιωτική της εκστρατεία στη Συρία, προκειμένου να προχωρήσει ο διάλογος.
Όμως υπάρχουν όρια στο πόσο μακριά μπορεί να φτάσει η κάθε πλευρά. Το αμερικανικό στρατιωτικό κατεστημένο, οι αμερικανικές υπηρεσίες πληροφοριών, οι Ρεπουμπλικάνοι βουλευτές του Κογκρέσου, ακόμα και πιθανά μέλη του υπουργικού συμβουλίου του Τραμπ, τηρούν «επιθετική» στάση έναντι της Ρωσίας και αντιλαμβάνονται το υψηλό στρατηγικό κόστος της ενθάρρυνσης μιας επέκτασης και περιχαράκωσης της σφαίρας επιρροής της στην πρώην σοβιετική σφαίρα. Επίσης, ο Πούτιν δεν θα κάνει σημαντικούς συμβιβασμούς στη θέση της Ρωσίας σε κρίσιμης σημασίας κράτη όπως η Ουκρανία. Επιπλέον, το όλο και πιο «πουτινοποιημένο» ρωσικό κράτος έχει αντεπεξέλθει στις εγχώριες προκλήσεις δαιμονοποιώντας τη Δύσηκαι ισχυριζόμενο ότι υπάρχει αμερικανική συνωμοσία για να διαλυθεί η Ρωσία. Αν το Κρεμλίνο δεν μπορέσει να εξασφαλίσει μεγάλες στρατηγικές παραχωρήσεις για το εγχώριο κοινό του, τότε θα χρειαστεί να συνεχίσει να δαιμονοποιεί τη Δύση, προκειμένου να διατηρήσει την εθνικιστική στήριξη.
Ωστόσο, η Ρωσία μπορεί να αξιοποιήσει την ενδιάμεση περίοδο ώστε να «πατήσει» πάνω στην αντίληψη και μόνο ότι ίσως καταλήξει σε μια σημαντική συμφωνία με την Ουάσινγκτον, που θα μπορούσε να εκθέσει τους συμμάχους των ΗΠΑ στο ανατολικό μέτωπο της Ευρώπης. Αυτό θα δώσει στη Μόσχα κάτι παραπάνω από μιαευκαιρία να «παίξει» με τις ανασφάλειες των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης, ώστε να προσπαθήσει να καθοδηγήσει τις πολιτικές τους προς έναν συμβιβασμό με τη Ρωσία σε θέματα όπως είναι ο περιορισμός της επιρροής του ΝΑΤΟ. Ορισμένες χώρες θα είναι πιο ευάλωτες στη ρωσική επιρροή από άλλες, ιδιαίτερα η Πολωνία και οι χώρες της Βαλτικής, που θα προσπαθήσουν να ενωθούν και να ενισχύσουν τις άμυνές τους σε αυτούς τους αβέβαιους καιρούς. Η Ευρώπη επίσης αντιμετωπίζει σημαντικές εκλογές το 2017 στη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ολλανδία και ενδεχομένως και στην Ιταλία.
Ο κατακερματισμός της Ευρώπης και η ανάδυση εθνικιστικών και ευρωσκεπτικιστικών κομμάτων, που είναι πιο πιθανό να μαλακώσουν τη στάση τους έναντι της Ρωσίας, θα είναι προς όφελος του Πούτιν, καθώς θα προετοιμάζεται για τις διαπραγματεύσεις με τον Τραμπ.
Η θολή εικόνα στη Μέση Ανατολή
Ο Τραμπ υποσχόταν καθ’ όλη την προεκλογική του εκστρατεία μια σκληρή μάχη κατά του ισλαμιστικού εξτρεμισμού στης ΗΠΑ και στο εξωτερικό -και μια ακόμα σκληρότερη στάση στην καταπολέμηση του Ισλαμικού Κράτους ειδικότερα. Όταν αναλάβει ο Τραμπ τη θέση του αρχιστράτηγου τον Ιανουάριο, οι στρατιωτικές επιχειρήσεις στο Ιράκ και στη Συρία για την καταπολέμηση του πυρήνα του Ισλαμικού Κράτους θα έχουν ήδη προχωρήσει, ιδιαίτερα στο Ιράκ. Η στήριξη των ΗΠΑ προς τους Κούρδους μαχητές πιθανότατα θα συνεχιστεί, απομακρύνοντας ακόμα περισσότερο την Τουρκία από τις ΗΠΑ, όμως η Τουρκία βρίσκεται ήδη στον δρόμο της μονομερούς αύξησης της παρουσίας της στη βόρεια Συρία και στο Ιράκ.
Η μεγαλύτερη αλλαγή στο πεδίο της μάχης θα προκύψει από μια διαπραγμάτευση ΗΠΑ-Ρωσίας, όπου οι ΗΠΑ θα συμφωνήσουν να μειώσουν τη στήριξη προς τους Σύρους αντάρτες. (Ο Τραμπ έχει ήδη εκφράσει αμφιβολίες για την πολιτική της στήριξης ανταρτών που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως Ισλαμιστές εξτρεμιστές). Αυτό θα ενίσχυε τη θέση του Σύρου προέδρου Μπασάρ αλ Άσαντ και του Ιράν, κάτι που θα ενοχλούσε ιδιαίτερα το σουνιτικό μπλοκ του οποίου ηγούνται η Τουρκία και η Σαουδική Αραβία. Μια απόσυρση της αμερικανικής στήριξης προς τους Σύρους αντάρτες θα οδηγούσε σε αύξηση της εμπλοκής της Τουρκίας και της Σαουδικής Αραβίας, εντείνοντας συνεπώς την ευρύτερη εθνο-σεχταριστική μάχη εντός του Ιράν.
Η νίκη του Τραμπ εγείρει επίσης ερωτήματα αναφορικά με τις προεδρικές εκλογές στο Ιράν τον ερχόμενο Μάιο και την τύχη της πυρηνικής συμφωνίας. Ο Τραμπ είναι απίθανο να απορρίψει αμέσως τη συμφωνία. Το Ιράν, παρά τον πολιτικό διχασμό του, συμφωνεί ευρύτερα στην ανάγκη αποφυγής κλιμάκωσης με τις ΗΠΑ και της προσέλκυσης επενδύσεων, ενόσω ασχολείται με τους άλλους πολέμους δι’ αντιπροσώπων του στην περιοχή. Η Τεχεράνη θα συνεχίσει να στέλνει μήνυμα στη διεθνή κοινότητα ότι τηρεί πλήρως τις κατευθυντήριες γραμμές της Διεθνούς Υπηρεσίας Ατομικής Ενέργειας. Θα απευθύνει επίσης έκκληση στους Ευρωπαίους υπογράφοντες της πυρηνικής συμφωνίας για να προσπαθήσει να διασφαλίσει ότι δεν θα αποχωρήσουν από τη συμφωνία οι ΗΠΑ, ή θα προσπαθήσουν να επαναφέρουν τις κυρώσεις.
Οι σκληροπυρηνικοί αντίπαλοι του προέδρου Χασάν Ρουχανί έχουν χρησιμοποιήσει δοκιμές βαλλιστικών πυραύλων και παρενοχλήσεις αμερικανικών πλοίων για να στηρίξουν τη στρατιωτική ισχύ του Ιράν και να διαφοροποιήσουν το δικό τους «στρατόπεδο» από αυτό των μετριοπαθών Ιρανών. Όμως, υπό την προεδρία του Τραμπ και του Ρεπουμπλικανικού Κογκρέσου, οποιαδήποτε παράβαση της πυρηνικής συμφωνίας ή επιθετικότητα πέραν της πυρηνικής συμφωνίας, μπορεί δυνητικά να οδηγήσει σε επιπλέον κυρώσεις. Το Ιράν θα το ερμήνευε αυτό ως μια παραβίαση της γενικότερης συνεννόησης με τις ΗΠΑ για τις κυρώσεις, δημιουργώντας έτσι ισχυρές πιέσεις στην πυρηνική συμφωνία.
Ακόμα και αν οι ΗΠΑ δεν θέσουν άμεσα σε κίνδυνο τη συμφωνία, είναι πιθανό οι Ευρωπαίοι επενδυτές να προχωρήσουν με επιφυλάξεις τις επενδύσεις στο χρηματοοικονομικό σύστημα του Ιράν, διότι η αμερικανική κυβέρνηση υπό τον Τραμπ δεν θα είναι τόσο συνεργάσιμη ούτε ως προς τις ανησυχίες του Ιράν ούτε ως προς πιθανές παραβιάσεις του.
Ακόμα λιγότερο δυναμική η στάση στην περιοχή Ασίας-Ειρηνικού
Κατά κάποιον τρόπο, η νίκη του Τραμπ αντιπροσωπεύει μια επέκταση αντί για αναδίπλωση των πρόσφατων τάσεων της αμερικανικής πολιτικής για την περιοχή Ασίας-Ειρηνικού. Όπως έχει υποστηρίξει το Stratfor, τα επόμενα χρόνια οι ΗΠΑ θα αρχίσουν να μεταφέρουν μεγαλύτερο μέρος του βάρους της περιφερειακής ασφάλειας σε εταίρους όπως η Ιαπωνία και η Νότια Κορέα. Η διαδικασία αυτή, όσο ασταθής και αν είναι, πιθανότατα θα συνεχιστεί υπό την προεδρία Τραμπ.
Καθώς οι ΗΠΑ θα έχουν μια σχετικά λιγότερο δυναμική στάση στην Ανατολική Ασία, η Ιαπωνία, η Νότια Κορέα και άλλα μέλη της αμερικανικής συμμαχίας θα καλύψουν το «κενό». Στην Ιαπωνία και τη Νότια Κορέα, αυτό θα εκδηλωθεί με την επιτάχυνση των στρατιωτικών επενδύσεων και ενδεχομένως ακόμα και της σταδιακής ανάπτυξης πυρηνικού οπλοστασίου στην περίπτωση που υπάρξει μεγάλη αναδιάρθρωση των αμερικανικών δεσμεύσεων για την ασφάλεια στην περιοχή. Επιπλέον, τα επόμενα χρόνια πιθανότατα θα δούμε το Τόκιο να προχωρά πιο επιθετικά στην αναθεώρηση των συνταγματικών περιορισμών για τον στρατό -διαδικασία που θα δει την Ιαπωνία να αναδύεται ως ο κορυφαίος περιφερειακός «παίκτης» στην προσπάθεια να περιοριστεί η άνοδος της Κίνας.
Η Κίνα πιθανότατα θα προσεγγίσει την κυβέρνηση Τραμπ με επιφυλακτική αισιοδοξία. Από τη μια πλευρά, η έλλειψη διπλωματικού ιστορικού του Τραμπ και η τάση του για επιδεικτικές πολιτικές παρατηρήσεις τον καθιστά «άγνωστο x» -κάτι που θα μπορούσε να προκαλέσει νέες εντάσεις στις σχέσεις των ΗΠΑ με την Κίνα. Από την άλλη πλευρά, οι ηγέτες της Κίνας θεωρούν τον αυτοαποκαλούμενο πραγματισμό του Τραμπ -και τη σχετική αδιαφορία του για ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο εξωτερικό- ως μια πιθανή «γέφυρα» που θα αυξήσει τη συνεργασία των ΗΠΑ με την Κίνα, ή τουλάχιστον θα οδηγήσει σε λιγότερο «εριστικές» σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών. Ωστόσο, το Πεκίνο θα προφυλαχθεί έναντι οποιασδήποτε προσπάθειας της κυβέρνησης Τραμπ να επιβάλει τιμωρητικά οικονομικά μέτρα, όπως οι περιοριστικοί δασμοί στα κινεζικά προϊόντα.
Οι πιθανότητες επικύρωσης από τις ΗΠΑ της συμφωνίας TPP είναι εξαιρετικά χαμηλές υπό την κυβέρνηση Τραμπ, εκτός και αν υπάρξει μια ξαφνική και παντελής στροφή σε μια από τις βασικές θέσεις του Τραμπ καθ’ όλη τη διάρκεια της προεκλογικής του εκστρατείας. Και χωρίς τη συμμετοχή των ΗΠΑ, η TPP είναι «νεκρή»: η συμφωνία προβλέπει πως τουλάχιστον έξι υπογράφοντες με συνολικό ΑΕΠ ίσο με το 85% του συνολικού ΑΕΠ της συμφωνίας θα πρέπει να την επικυρώσουν, προκειμένου να τεθεί σε ισχύ. Η αποτυχία της TPP αποτελεί πλήγμα για βασικούς εταίρους των ΗΠΑ στην περιοχή, και ιδίως για την Ιαπωνία.
Το Τόκιο όχι μόνο έχει στηρίξει μεγάλο μέρος των εγχώριων πολιτικών και οικονομικών μεταρρυθμίσεών του στην TPP, αλλά έχει επίσης μιλήσει ανοικτά για τη στρατηγική σημασία της συμφωνίας για τους δεσμούς ΗΠΑ-Ιαπωνίας και για την ευρύτερη θέση της Ουάσινγκτον στην περιοχή.
Με το πιθανό «ναυάγιο» της TPP, η Κίνα θα κινηθεί γρήγορα ώστε να προωθήσει πιο ενεργά την Περιφερειακή Ολοκληρωμένη Συμφωνία για την Οικονομική Εταιρική Σχέση και την Περιοχή Ελεύθερου Εμπορίου Ασίας-Ειρηνικού.