Μόλις επτά εβδομάδες μετά την απόφαση των Βρετανών ψηφοφόρων να φύγουν από την Ευρωπαϊκή Ένωση, έχουν αρχίσει να φαίνονται τα ρήγματα στις περιφερειακές γραμμές του μπλοκ. Σύμφωνα με τα ελληνικά ΜΜΕ, η κυβέρνηση της χώρας επιχειρεί να οργανώσει σύνοδο των χωρών της Νότιας Ευρώπης στις αρχές Σεπτεμβρίου, λίγες μόλις ημέρες πριν την προγραμματισμένη πανευρωπαϊκή σύσκεψη στην Μπρατισλάβα.
Μέχρι τώρα, η Ελλάδα έχει στείλει προσκλήσεις τους ηγέτες της Γαλλίας, της Ιταλίας, της Ισπανίας, της Πορτογαλίας, της Κύπρου και της Μάλτας.
Η ελληνική πρωτοβουλία είναι μια μόνο ένδειξη μιας τάσης που αναδύεται σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η απόφαση για Brexit έχει εγείρει ερωτήματα ως προς το μέλλον του μπλοκ, και τα μέλη του στρέφονται στους γείτονές τους, και όχι στις Βρυξέλλες, για να βρουν απαντήσεις. Χώρες της Κεντρικής Ευρώπης –τα μέλη της Ομάδας Βίσεγκραντ Πολωνία, Ουγγαρία, Σλοβακία και Τσεχία- πραγματοποίησαν τη δική τους σύσκεψη τον Ιούλιο για να αποτιμήσουν την επίπτωση του δημοψηφίσματος και να καταρτίσουν προτάσεις για μεταρρύθμιση της ΕΕ.
Οι λύσεις τους, που θα παρουσιαστούν στη σύνοδο της Μπρατισλάβα, πιθανότατα θα επικεντρώνονται στο αίτημα για «επαναπατρισμό» ορισμένων εξουσιών από τις Βρυξέλλες, στις εθνικές κυβερνήσεις. Έτσι, η ελληνική σύσκεψη θα είναι η δεύτερη προσπάθεια που κάνει μια ευρωπαϊκή περιοχή για να εδραιώσει μια κοινή θέση πριν τη Σύνοδο Κορυφής του Σεπτεμβρίου – μια ανησυχητική ένδειξη για την ικανότητα της ΕΕ να καταλήξει σε ομοφωνία για ζητήματα που απειλούν την ύπαρξή της.
Για τη Νότια Ευρώπη, η ενότητα δεν είναι αρκετή
Γενικότερα, η Ελλάδα και οι νοτιοευρωπαίοι εταίροι της έχουν κοινές απόψεις ως προς το ποιος θα πρέπει να είναι ο δρόμος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όλες οι χώρες αυτές στηρίζουν την ευρωπαϊκή ενοποίηση, αν αυτή σημαίνει πως το μπλοκ θα χρηματοδοτεί τις αγροτικές και αναπτυξιακές επιδοτήσεις, μοιράζεται το τραπεζικό ρίσκο και το ρίσκο του δημοσίου χρέους, και στηρίζει την επεκτατική νομισματική πολιτική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για να αυξηθεί η ανταγωνιστικότητα της ΕΕ. Οι περισσότερες χώρες της Νότιας Ευρώπης, έχοντας βρεθεί στο επίκεντρο της ευρωπαϊκής οικονομικής κρίσης και έχοντας εφαρμόσει αντιλαϊκά μέτρα λιτότητας, θέλουν επίσης οι Βρυξέλλες να δώσουν στις κυβερνήσεις περισσότερο περιθώριο να δαπανούν και να δανείζονται όπως κρίνουν αυτές απαραίτητο.
Οι χώρες της Νότιας Ευρώπης ενδιαφέρονται επίσης και για τα γεγονότα που εκτυλίσσονται στη Μεσόγειο. Η αστάθεια στη Βόρεια Αφρική και τη Μέση Ανατολή αποτελεί πηγή ανησυχίας για τις χώρες αυτές, πολλές από τις οποίες έχουν επηρεαστεί βαθύτατα από την μεταναστευτική κρίση της Ευρώπης. Η Ελλάδα, η Ιταλία και η Μάλτα για παράδειγμα, αποτελούν πρώτα σημεία εισόδου για τους αιτούντες άσυλο και τους οικονομικούς μετανάστες που αναζητούν μια καλύτερη ζωή στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Δεν αποτελεί έκπληξη ότι οι χώρες της Νότιας Ευρώπης είναι οι πιο ηχηροί υπέρμαχοι της πρότασης για κατανομή των προσφύγων σε όλη την Ευρώπη.
Για τα κράτη γύρω από τη Μεσόγειο, το Brexit έχει δημιουργήσει μια ευκαιρία να προωθήσουν την ατζέντα τους, παίρνοντας τον έλεγχο της πολιτικής διαδικασίας του μπλοκ. Όταν φύγει το Ηνωμένο Βασίλειο, η Ευρωπαϊκή Ένωση θα χάσει ένα μέλος φιλικό προς τις αγορές και προς τις μεταρρυθμίσεις που, ιστορικά, στήριξε την σύσφιξη του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού και τη διατήρηση της εσωτερικής αγοράς της έναντι της δημιουργίας μιας ομόσπονδης Ευρώπης. η Γερμανία δεν θα έχει πλέον έναν από τους σημαντικότερους συμμάχους της στη «χαλιναγώγηση» των ευρωπαϊκών δαπανών ή στον έλεγχο των τάσεων προστατευτισμού της Νότιας Ευρώπης. ομοίως, οι χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης εκτός ευρωζώνης, που από καιρό αντιστέκονται στην εκχώρηση μεγαλύτερων εξουσιών στις Βρυξέλλες, δεν θα έχουν πια έναν από τους πιο σθεναρούς υποστηρικτές τους.
Το πρόβλημα για τη Νότια Ευρώπη, όμως, είναι πως το να έχει παρόμοιες θέσεις για ευρωπαϊκά ζητήματα, δεν θα αρκεί για να αμφισβητηθεί το status quo. Πολλές από τις χώρες της περιοχής αντιμετωπίζουν εγχώρια ζητήματα που έχουν αποδυναμώσει τη θέση τους στο μπλοκ. Η λαϊκή στήριξη για την γαλλική σοσιαλιστική κυβέρνηση έχει υποχωρήσει σε ιστορικό χαμηλό, κάτι που δεν αποτελεί καλό οιωνό για τις πιθανότητες της κυβέρνησης να εξασφαλίσει τη νίκη στις επερχόμενες προεδρικές εκλογές. Στα ανατολικά, η ιταλική κυβέρνηση έχει συνδέσει το πολιτικό της μέλλον με το δημοψήφισμα του Νοεμβρίου για τη συνταγματική μεταρρύθμιση, το οποίο υπάρχουν πιθανότητες να το χάσει.
Εν τω μεταξύ, τα πολιτικά κόμματα της Ισπανίας εξακολουθούν να προσπαθούν να σχηματίσουν κυβέρνηση μετά από τις δυο ατελέσφορες εκλογικές αναμετρήσεις, ενώ δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο και τρίτης εκλογικής αναμέτρησης.
Οι κυβέρνησης της Ελλάδας και της Πορτογαλίας δεν τα πάνε πολύ καλύτερα, και οι οικονομίες τους είναι πολύ μικρές για να εγγυηθούν στην Αθήνα ή τη Λισαβώνα ότι θα έχουν «βαρύτητα» στις Βρυξέλλες. Οι συνεισφορές της Κύπρου και της Μάλτας στη διαδικασία λήψης αποφάσεων της ΕΕ είναι ακόμα πιο αμελητέες.
Η κατάσταση χειροτερεύει, καθώς οι χώρες του ευρω-νότου είναι σίγουρο πως θα αντιμετωπίσουν σκληρή αντίσταση από
τους ευρωπαίους εταίρους τους στις όποιες προτάσεις για ουσιαστική μεταρρύθμιση. Η Βόρεια Ευρώπη αναμφίβολα θα αντιταχθεί σε όποια μέτρα μεταφέρουν πλούτο προς τον Νότο, ενώ η Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη είναι συναινέσουν σε παραχώρηση μεγαλύτερων εξουσιών στις Βρυξέλλες.
Έτσι, στη σύνοδο της Μπρατισλάβα, τα μέλη της ΕΕ ίσως συζητήσουν τα αντιτρομοκρατικά μέτρα και ίσως ακόμα και να συζητήσουν τα ευρωπαϊκά προγράμματα για την καταπολέμηση της ανεργίας, όμως είναι εξαιρετικά απίθανο να συζητηθεί κάποια ουσιαστική αλλαγή στο πώς λειτουργεί το μπλοκ και στο ποιες είναι οι προτεραιότητές του.
Αντιθέτως, το καλύτερο που μπορεί να περιμένουν οι χώρες της Νότιας Ευρώπης εντός του επόμενου έτους, είναι μικρές νίκες τακτικής, η επίπτωση των οποίων στην καλύτερη περίπτωση θα είναι περιορισμένες. Η πρόσφατη απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να μην επιβάλει κυρώσεις στην Ισπανία και την Πορτογαλία για τα υπερβολικά τους ελλείμματα, για παράδειγμα, είναι το είδος του αποτελέσματος που θα πρέπει να περιμένουν οι χώρες της Νότιας Ευρώπης μέσω της συνεργασίας. (Σημειώνεται πως λόγω αντιδράσεων από Γαλλία και Ιταλία, η Γερμανία αποφάσισε πως το να τιμωρήσει τα κράτη μέλη της ΕΕ μόλις έναν μήνα μετά την ψήφο των Βρετανών για έξοδο από την ΕΕ, δεν θα έκανε τίποτα για να αμβλυνθεί η δυσαρέσκεια στο μπλοκ). Τέτοια αποτελέσματα, όμως, είναι προσωρινά, και δεν αποτρέπουν την επανεμφάνιση των ίδιων ζητημάτων αργότερα.
Το δίλημμα της Γαλλίας
Στην πραγματικότητα, ευρείες μεταρρυθμίσεις μπορούν να υπάρξουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση μόνο αφού διενεργηθούν οι εκλογές στη Γαλλία και στη Γερμανία το 2017. Όμως, μέχρι τότε, η Νότια Ευρώπη θα δυσκολευτεί να επιβάλει την άποψή της στο μπλοκ. Η μεγαλύτερη γεωπολιτική προτεραιότητα της Γαλλίας είναι να κρατήσει υπό έλεγχο τη Γερμανία. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αυτό σήμαινε διατήρηση στενών πολιτικών και οικονομικών δεσμών με το Βερολίνο μέσω του σχηματισμού της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας.
Μετά την ενοποίηση της Γερμανίας το 1990, η εισαγωγή ενός κοινού νομίσματος εξυπηρέτησε στο να δεθούν ακόμα πιο στενά Γαλλία και Γερμανία, αναγκάζοντάς τες να συντονίσουν πολιτικές και να βρουν συμβιβασμούς.
Αυτό δεν σημαίνει πως το Παρίσι είναι ικανοποιημένο με την σημερινή κατάσταση της Ευρώπης. Η εισαγωγή του ευρώ «έκλεψε» από τη Γαλλία την ικανότητα να χρησιμοποιεί τη νομισματική πολιτική για να αντιμετωπίσει κρίσεις, ενώ η υποτονική οικονομική ανάπτυξη της χώρας, οι ανεπαρκείς διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και οι πολιτικοί περιορισμοί έχουν επιβεβαιώσει τον ρόλο της Γερμανίας ως του ισχυρότερου «παίκτη» του μπλοκ. Όμως το Παρίσι δεν είναι ακόμα πρόθυμο να ταχθεί στο πλευρό των πολιτικών και των οικονομολόγων που «έριξαν» την ιδέα του πιθανό διαχωρισμού της ευρωζώνης –σε ένα βόρειο μέρος του οποίου θα ηγείται η Γερμανία και σε ένα νότιο του οποίου θα ηγείται η Γαλλία- από τότε που ξέσπασε η οικονομική κρίση στην Ευρώπη πριν από σχεδόν μια δεκαετία.
Από ξεκάθαρα χρηματοοικονομικής απόψεως, μια τέτοια κίνηση θα είχε λογική για τη Γαλλία. Αν «έσπαγε» η νομισματική ένωση σε δυο μικρότερα μπλοκ, το Παρίσι θα είχε τη δυνατότητα να υποτιμήσει το νόμισμά του, να ανακτήσει το ανταγωνιστικό του πλεονέκτημα και να ξαναγυρίσει στο εμπορικό της έλλειμμα. Όμως, από γεωπολιτικής απόψεως, ο διαχωρισμός της ευρωζώνης θα ήταν πιο επικίνδυνος για τη Γαλλία απ’ ότι θα ήταν η πλήρης διάλυσή της. Αν και δεν είναι απαραίτητο ότι η γαλλο-γερμανική συμμαχία θα διαλύονταν, ωστόσο σίγουρα θα αποδυναμώνονταν καθώς η Γερμανία θα έστρεφε την προσοχή της στους εταίρους της στα Βόρεια. Το Βερολίνο θα είχε λιγότερο πιεστική ανάγκη να συνεργαστεί με το Παρίσι και, με την πάροδο του χρόνου, θα επανέρχονταν η αμοιβαία έλλειψη εμπιστοσύνης και ο φόβος μεταξύ των δυο χωρών. Την ίδια ώρα, η Γαλλία θα έπρεπε να ηγηθεί των πολιτικά ασταθών και οικονομικά εύθραυστων κρατών της Μεσογείου, που πιθανότατα θα χρειαστούν μελλοντικά επιπλέον οικονομική βοήθεια.
Οι βασικοί διεκδικητές της γαλλικής προεδρίας αντανακλούν αυτό το δίλημμα. Από τη μια πλευρά, το κεντροδεξιό Ρεπουμπλικανικό Κόμμα είναι διχασμένο ως προς την Ευρωπαϊκή Ένωση. Κάποιες ομάδες τάσσονται υπέρ της προώθησης της ευρωπαϊκής ενοποίησης αρκεί αυτό να γίνει με τους όρους της Γαλλίας, ενώ άλλοι ζητούν να περιοριστούν οι εξουσίες του μπλοκ και να επιστρέψουν στα κράτη μέλη. Και οι δυο ομάδες, ωστόσο, συμφωνούν στην ανάγκη η Γαλλία να διατηρήσει τη συμμαχία της με τη Γερμανία, ακόμα και αν αυτό σημαίνει πως θα «χαθούν» κάποια μέλη της ΕΕ στη διαδικασία.
Από την άλλη πλευρά, το Εθνικό Μέτωπο, το δεύτερο δημοφιλέστερο κόμμα της Γαλλίας, προσεγγίζει διαφορετικά τα ευρωπαϊκά ζητήματα. Έχει προτείνει τη διεξαγωγή δημοψηφισμάτων για την συμμετοχή της Γαλλίας σε ΕΕ και ευρωζώνη, υποστηρίζοντας πως η χώρα πρέπει να ανακτήσει την εξουσία να ελέγχει το νόμισμά της και να προστατεύει την βιομηχανία της με εμπορικούς περιορισμούς. Ακόμα και το Εθνικό Μέτωπο, όμως, δεν έχει φτάσει να προτείνει αντικατάσταση της γαλλο-γερμανικής συμμαχίας με μια ένωση χωρών της Μεσογείου.
Το κόμμα έχει ενώσει τη φωνή του με ομοϊδεάτες, όπως η Λέγκα του Βορρά στην Ιταλία, που τάσσονται κατά της μετανάστευσης, επικρίνουν την ευρωπαϊκή πολιτική για την Ελλάδα και «τα βάζουν» με τους γραφειοκράτες των Βρυξελλών. Όμως κατά την άποψή του, η συνεργασία στην Ευρώπη θα πρέπει να υπάρχει μεταξύ κυρίαρχων κρατών, όχι μεταξύ μελών μιας ομοσπονδίας –ακόμα και μιας ομοσπονδίας Μεσογειακών χωρών με παρόμοιους στόχους.
Απομακρύνονται οι ευρωπαίοι ηγέτες
Στα επόμενα χρόνια, η Γαλλία θα συνεχίσει να βασίζεται στην αρμονική σχέση που έχει με τους γείτονές της στη Νότια Ευρώπη προκειμένου να διαμορφώνει τη διαδικασία χάραξης πολιτικής της ΕΕ –και να πιέζει τη Γερμανία- όσο καλύτερα μπορεί. Όμως αυτή η στρατηγική έχει τα ρίσκα της. Υπάρχουν δυνάμεις στη Γερμανία που θέλουν το Βερολίνο να γίνει πιο απομονωτικό, συνεργαζόμενο μόνο με μια αποκλειστική ομάδα «αξιόπιστων» εταίρων στον Βορρά. Οι δυνάμεις αυτές θα κάνουν πιο δύσκολο για το Παρίσι να επηρεάσει την κατεύθυνση του μπλοκ στηριζόμενο στο Νότο, χωρίς να αποξενώσει στη διαδικασία τη Γερμανία.
Εν τω μεταξύ, καθώς ο ευρωσκεπτικισμός θα γίνεται πιο έντονος στην γαλλική και γερμανική πολιτική σκηνή, θέματα όπως η επαναφορά των συνοριακών ελέγχων ή ο «επαναπατρισμός» εξουσιών από τις Βρυξέλλες θα τίθενται πιο συχνά στις συζητήσεις μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας. Ακόμα και έτσι όμως, καμία από τις δυο χώρες δεν είναι έτοιμη να βάλει τέλος στη συμμαχία τους, παρά τα σημεία τριβής που προκύπτουν, τα οποία απειλούν να οδηγήσουν Γαλλία και Γερμανία στο να «τα σπάσουν». Εν τούτοις, η αποτροπή μιας ρήξης στις σχέσεις τους θα γίνει πιο δύσκολη καθώς οι ευρωσκεπτικιστικές δυνάμεις θα αποκτήσουν πιο σίγουρα «πατήματα» στις εκλογές των δυο χωρών.
Την ώρα που οι μεγαλύτεροι «παίκτες» της Ευρώπης θα εργάζονται για να μην διαλυθούν οι τεταμένες σχέσεις τους, οι εντάσεις μεταξύ των συνεργατών τους σε Βόρεια και Νότια Ευρώπη θα αυξάνονται σταθερά. Και η Γαλλία, καθώς είναι και βορειοευρωπαϊκή αλλά και μεσογειακή χώρα, θα «παγιδευτεί» στη μέση.