Ακόμα και με ολοκλήρωση της β’ αξιολόγησης του ελληνικού προγράμματος, όπως φαίνεται απ’ την επί της Αρχής συμφωνία μεταξύ ελληνικής κυβέρνησης και πιστωτών, δεν πρόκειται να προχωρήσουμε σε αναβάθμιση του αξιόχρεου της Ελλάδας, διεμήνυσαν οι αναλυτές του οίκου Standard & Poor’s στο webcast της παρουσίασης της τελευταίας έκθεσης τους για την κατάσταση σε Ελλάδα, Ισπανία και Πορτογαλία. Όπως τονίζουν θα περιμένουν πρώτα να πειστούν ότι μπορεί να διατηρηθεί μία σημαντική οικονομική ανάκαμψη. Προειδοποιούν δε πως χωρίς ένα «σημαντικό κούρεμα του χρέους» η χώρα δεν θα μπορέσει να χρηματοδοτηθεί απ’ τις αγορές και ως εκ τούτου «είναι πολύ πιθανό να χρειαστεί ένα τέταρτο πρόγραμμα».
Την ίδια ώρα σε δημοσκόπηση που διοργάνωσαν μεταξύ οικονομολόγων τραπεζών προκύπτει πως πάνω από ένας στους δύο (επί συνόλου 132 συμμετεχόντων) θεωρεί όνειρο την ένταξη φέτος των ελληνικών ομολόγων στο QE της ΕΚΤ αλλά και την επιτυχή έξοδο στις αγορές με τη λήξη του τρίτου προγράμματος στήριξης, το καλοκαίρι του 2018, αναφέρει το newmoney.
Η ανάπτυξη κρίνει και την… αξιολόγηση
Στην έκθεση οι αναλυτές υποβάθμιζαν τις προοπτικές ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας για φέτος στο 1,5%, από 2,5%, που περίμεναν τον περασμένο Ιανουάριο, θεωρώντας πως η καθυστέρηση της αξιολόγησης και η παράταση της αβεβαιότητας (σε συνάρτηση πάντα και με το αδύναμο τραπεζικό σύστημα) έχουν σημαντικό κόστος στην οικονομία.
«Η ολοκλήρωση της αξιολόγησης θα βάλει τέλος στην αβεβαιότητα των τελευταίων μηνών που είχαν αρνητικές συνέπειες στην επιχειρηματική και καταναλωτική εμπιστοσύνη και κατ’ επέκταση στην ανάκαμψη της πραγματικής οικονομίας. Ωστόσο μία τέτοια εξέλιξη δεν θα τη θεωρήσουμε ως λόγο που θα ενεργοποιήσει μία αναβάθμιση», σημειώνουν οι αναλυτές του οίκου υπό τον επικεφαλής Ευρώπης Marko Mrsnik.
Συμπληρώνουν δε πως «η αξιολόγηση ‘Β-‘ που διατηρούμε για την Ελλάδα ήδη αποτιμά την προσδοκία μας ότι η Ελλάδα θα συνεχίσει να χρηματοδοτείται δια μέσω των δόσεων – έστω με πιθανές καθυστερήσεις – του τρίτου προγράμματος οικονομικής προσαρμογής έως ότου αυτό λήξει τον Αύγουστο του 2018».
Οι αναλυτές του οίκου μάλιστα δηλώνουν ότι θα εξετάσουν σοβαρά μία αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας «εφόσον πιστέψουμε ότι μπορεί να διατηρηθεί μία σημαντική οικονομική ανάκαμψη».
Όπως σημειώνουν η ενδυνάμωση των προοπτικών ανάπτυξης της Ελλάδας αλλά και της ικανότητας της ελληνικής οικονομίας να δημιουργεί θέσεις εργασίας συνδέεται με την ανάκαμψη του προβληματικού τραπεζικού συστήματος, το οποίο έχει χάσει σχεδόν τις μισές καταθέσεις στα χρόνια της κρίσης ενώ τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια έχουν φθάσει σχεδόν στο μισό του δανειακού τους χαρτοφυλακίου.
Ως εκ τούτου, επαναλαμβάνουν οι αναλυτές, για την ανάκαμψη της οικονομίας και της προοπτικής των επενδύσεων, θα πρέπει να επιστρέψουν η εμπιστοσύνη και οι καταθέσεις στο τραπεζικό σύστημα καθώς και να μειωθούν τα προβληματικά περιουσιακά στοιχεία των τραπεζών.
Κάτι εξάλλου που καταδεικνύει σήμερα και η έρευνα της ΤτΕ για τις χορηγήσεις δανείων με τα τραπεζικά στελέχη να μην θεωρούν ότι μπορεί να αλλάξει κάτι και το επόμενο τρίμηνο στη χώρα.
To QE της ΕΚΤ
Αναφορικά με την ένταξη των ελληνικών ομολόγων οι αναλυτές του οίκου θεωρούν ότι η ολοκλήρωση της β’ αξιολόγησης θα είναι και ο «σύνδεσμος» εκείνος που θα ανοίξει το δρόμο. «Αντιλαμβανόμαστε ότι το ΔΣ της ΕΚΤ θα πρέπει να συντάξει μία εσωτερική ανάλυση για τη βιωσιμότητα του χρέους. Θεωρούμε ότι για να καταλήξει η Κεντρική Τράπεζα στο συμπέρασμα της διατηρησιμότητας τότε η Ελλάδα θα πρέπει να λάβει περαιτέρω ελάφρυνση του χρέους της στη μορφή της περαιτέρω επέκτασης των ωριμάνσεων του χρέους προς τους επίσημους δανειστές και μίας συμβιβαστικής φόρμουλας για τα επιτόκια. Θεωρούμε ότι μία απομείωση της ονομαστικής αξίας του ελληνικού χρέους είναι απίθανη φέτος με δεδομένη την πολιτική ευαισθησία που υπάρχει για το ζήτημα αυτό στις χώρες – δανειστές».
Σύμφωνα με τους αναλυτές του οίκου εκτός απ’ την προφανή μείωση των αποδόσεων των κρατικών ομολόγων, η ένταξη στο QE θα μπορούσε να προσφέρει έμμεση βοήθεια στην πραγματική οικονομία μέσω της τόνωσης της εμπιστοσύνης, ιδίως εάν αυτό μεταφραστεί σε μία ταχύτερη επιστροφή των καταθέσεων στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα. Επίσης μία ένταξη στο QE θα αυξήσει τις πιθανότητες ότι η Ελλάδα θα είναι σε καλύτερη θέση να προσεγγίσει τις Κεφαλαιαγορές ώστε να χρηματοδοτηθεί πριν τη λήξη του τρέχοντος προγράμματος τον επόμενο Αύγουστο. Ωστόσο εξακολουθούμε να πιστεύουμε ότι η ωρίμανση και οι όροι χρηματοδότησης δεν θα είναι τόσο ευνοϊκοί όσο αυτούς που απολαμβάνει σήμερα η Ελλάδα μέσω της επίσημης στήριξης.
Τι θα πυροδοτήσει την ανάπτυξη
Οι αναλυτές της S&P εκτιμούν ότι η ελληνική οικονομία μπορεί να αναπτυχθεί με ρυθμό 3% την τριετία 2018 – 2020. Κάτι που σημαίνει, όπως υπογραμμίζουν, ότι το 2020 το ελληνικό ΑΕΠ θα εξακολουθεί να είναι κατά 20% πιο μικρό σε σχέση με αυτό που ήταν το 2008. Επίσης θεωρούν ότι το μεγαλύτερο ποσοστό της ανάπτυξης θα στηριχθεί σε εξωγενείς παράγοντες με πρώτο απ’ όλα τις αφήξεις τουριστών στη χώρα. Επίσης η ανάκαμψη της ναυτιλίας θα μπορούσε να ενισχύσει τις προοπτικές της χώρας. «Επίσης περιμένουμε κάποια εισροή άμεσων ξένων επενδύσεων σε περιουσιακά στοιχεία που θα αποκρατικοποιηθούν απ’ το ελληνικό Δημόσιο. Παράλληλα οι επιστροφές φόρων και η μείωση των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου θα μπορούσαν να ενισχύσουν την ρευστότητα της οικονομίας».
Και πάλι όμως οι επιφυλάξεις για όλα αυτά απ’ τους αναλυτές του οίκου είναι αρκετές. Τονίζουν ότι προβλέψεις τους στηρίζονται στην υπόθεση: επιστροφής των καταθέσεων, έστω και με πιο βραδύ ρυθμό και απουσίας αναταραχών είτε στο εγχώριο πολιτικό σκηνικό είτε στις σχέσεις με τους δανειστές. Εάν αυτές οι προϋποθέσεις δεν υπάρξουν, σύμφωνα με τους αναλυτές, τότε η εισροή καταθέσεων στο σύστημα μπορεί να αντιστραφεί ή ακόμα και να πυροδοτηθεί νέος γύρος στρατηγικών στάσεων πληρωμών στον ιδιωτικό τομέα, συμπεριλαμβανομένων και των φορολογικών υποχρεώσεων. Επίσης οι εκτιμήσεις εξαρτώνται απ’ την επιτυχή αντιμετώπιση των αβεβαιοτήτων που υπάρχουν γύρω απ’ τη χρηματοδότηση του κράτους οταν λήξει το πρόγραμμα τον Αύγουστο του 2018.
«Θεωρούμε ότι χωρίς ένα σημαντικό κούρεμα που θα επιτρέψει στην Ελλάδα να χρηματοδοτείται μόνη της απ’ τις αγορές, η Ελλάδα είναι πολύ πιθανό να χρειαστεί ένα τέταρτο πρόγραμμα», καταλήγουν οι αναλυτές του Οίκου.