Αμετάβλητη κρατά τη μακροπρόθεσμη και βραχυπρόθεσμη αξιολόγηση «B-/B» της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας, σε ξένο και τοπικό νόμισμα, η S&P Global Ratings, δίνοντας σταθερές προοπτικές. Παρ’ όλα αυτά, οι εκτιμήσεις του οίκου για την πορεία του ελληνικού χρέους είναι εξαιρετικά δυσοίωνες, αφού, όπως σημειώνει, ακόμη και με το πιο αισιόδοξο σενάριο, θα χρειαστεί να περάσουν 17 χρόνια για να υποχωρήσει κάτω από το 100% του ΑΕΠ.
Ο διεθνής οίκος αξιολόγησης εκτιμά ότι η ελληνική κυβέρνηση εκπληρώνει τους επίσημους όρους του προγράμματος στήριξης, παρά τις καθυστερήσεις που σημειώνονται.
«Κατανοούμε ότι ένας από τους στόχους του τρίτου προγράμματος προσαρμογής της Ελλάδας είναι να διευκολύνει την κυβέρνηση να αναχρηματοδοτείται πλήρως από τις αγορές εμπορικού χρέους εώς τον Αύγουστο του 2018, οπότε και ολοκληρώνεται το πρόγραμμα», σημειώνεται στην έκθεση.
Επιπλέον, οι σταθερές προοπτικές που δίνει ο οίκος για την ελληνική οικονομία αντανακλούν, όπως σημειώνει, την άποψη ότι οι κίνδυνοι για την Ελλάδα είναι ισορροπημένοι για τους επόμενους 12 μήνες.
Ωστόσο, η S&P εκτιμά ότι στα τέλη του τρέχοντος έτους, το καθαρό χρέος της γενικής κυβέρνησης θα κορυφωθεί στο 179% του ΑΕΠ, ανερχόμενο στο υψηλότερο επίπεδο μεταξύ του συνόλου των χωρών που αξιολογεί.
Η ονομαστική ανάπτυξη που θα επιστρέφει σταδιακά, η δημοσιονομική προσαρμογή και τα αθροιστικά έσοδα που θα αποφέρουν οι αποκρατικοποιήσεις, ύψους περίπου 2% του ΑΕΠ μέσα στα επόμενα τέσσερα χρόνια, θα μειώσουν πιθανότατα το καθαρό χρέος της γενικής κυβέρνησης στο 173% του ΑΕΠ έως το 2018, το έτος λήξης του τριετούς προγράμματος στήριξης της Ελλάδας, εκτιμά επίσης ο οίκος.
Σύμφωνα με την S&P, ακόμη και με το αισιόδοξο σενάριο για μέση ανάπτυξη ονομαστικού ΑΕΠ της τάξης του 4,5%, ετήσιο πρωτογενές πλεόνασμα 1,5% και κόστος δανεισμού κάτω του 2%, θα χρειαστεί να περάσουν άλλα 17 χρόνια προτού το χρέος της κυβέρνησης πέσει κάτω από το 100% του ΑΕΠ.
Η Standard & Poor’s κρατά αρνητική στάση σε ό,τι αφορά τα φορολογικά μέτρα που έχουν ληφθεί, καθώς θεωρεί ότι θα πρέπει να υπάρξει μεγάλη διεύρυνση της φορολογικής βάσης και να σταματήσουν να δέχονται τις μεγαλύτερες πιέσεις οι πιο παραγωγικές πληθυσμιακές ομάδες.
«Περίπου το 10% του ελληνικού πληθυσμού καλύπτει το 60% των φορολογικών εσόδων, ενώ περίπου το 50% των μισθωτών και των συνταξιούχων εμπίπτει στην περίπτωση του αφορολόγητου εισοδήματος (το αντίστοιχο ποσοστό στην Ευρώπη ανέρχεται στο 9%). Η επικέντρωση των πιέσεων στο παραγωγικότερο και πιο κινητικό κομμάτι του πληθυσμού μπορεί να πνίξει την ανάπτυξη και να δυσχεράνει ακόμη περισσότερο την εικόνα σε δημοσιονομικό επίπεδο», εκτιμούν οι αναλυτές του οίκου αξιολόγησης.
Οι αναλυτές του οίκου συστήνουν, επίσης, να γίνουν αλλαγές στο συνταξιοδοτικό σύστημα, δεδομένου ότι οι κρατικές δαπάνες για την κάλυψη των αναγκών του φθάνουν στο 10% του ΑΕΠ, ενώ ο μέσος όρος στην Ευρώπη είναι 2,5% του ΑΕΠ.
Αναφορικά με την πορεία της οικονομίας ο οίκος αναμένει ότι φέτος θα συρρικνωθεί κατά 1%, ενώ θα «τρέξει» με 2,75% το 2017.
Ο οίκος αναμένει ότι η Ελλάδα θα επιτύχει τον φετινό στόχο για πρωτογενές πλεόνασμα 0,5% του ΑΕΠ, αλλά θεωρεί ότι η κυβέρνηση θα δυσκολευθεί τα επόμενα χρόνια να επιτυγχάνει πρωτογενή πλεονάσματα πάνω από 1,5% του ΑΕΠ, χωρίς να δημιουργεί ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις αλλού στον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα.