Καθώς οι κεντρικές τράπεζες προσπαθούν να συμβαδίσουν με την πολυπλοκότητα της ταχύτατα μεταβαλλόμενης αγοράς χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, εξερευνούν ένα καινούργιο και αβέβαιο περιβάλλον.
Στην τελευταία της μελέτη με τίτλο Central banking 2020: Ahead of the curve, η Ομάδα Κεντρικών Τραπεζών της PwC ερευνά το πώς οι κεντρικές τράπεζες μπορούν να προσαρμοστούν στις ραγδαίες αλλαγές που συμβαίνουν στις κοινωνίες, τις οικονομίες και τις επικοινωνίες καθώς και τους συστημικούς κινδύνους που εγκυμονούν αυτές οι αλλαγές.
Δεδομένης της κανονιστικής μεταρρύθμισης που συνεχίζεται σε ολόκληρο τον τραπεζικό κλάδο, είναι εύκολο να μπούμε στον πειρασμό να θεωρήσουμε το ρυθμιστικό πλαίσιο ως τον σημαντικότερο καθοριστικό παράγοντα. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν πολύ πιο θεμελιώδεις δυνάμεις με σημαντικότερο ρόλο από το κανονιστικό πλαίσιο: οι σημαντικές αλλαγές στην τεχνολογία, η αλλαγή των προσδοκιών της κοινωνίας και η επέκταση των τραπεζικών δραστηριοτήτων πέρα από τα όρια του παραδοσιακού τραπεζικού κλάδου.
Σύμφωνα με την PwC, οι αλλαγές αυτές θα υπαγορεύσουν κατά κύριο λόγο το πώς θα μετασχηματιστεί ο τραπεζικός κλάδος ως σύνολο, και κατά συνέπεια ποιος θα πρέπει να είναι ο ρόλος και η μορφή του ρυθμιστικού πλαισίου στον κλάδο. Με βάση αυτήν την παρατήρηση, η Ομάδα Κεντρικών Τραπεζών της PwC παρουσιάζει τρία πιθανά σενάρια για τις κεντρικές τράπεζες.
1. Οι τραπεζικές υπηρεσίες όλο και περισσότερο θα παρέχονται εκτός της ρυθμισμένης τραπεζικής αγοράς
Η PwC εκτιμά ότι τα εμπόδια εισόδου μη τραπεζικών ιδρυμάτων στην παροχή των μέχρι πρότινος βασικών τραπεζικών υπηρεσιών θα συνεχίζουν να υποχωρούν και η σύνδεση μεταξύ του παραδοσιακού και του σκιώδους τραπεζικού συστήματος θα αυξηθεί. Οι κεντρικές τράπεζες καλούνται να αντιμετωπίσουν την πρόκληση της εποπτείας ενός κλάδου που επεκτείνεται συνεχώς σε τομείς όπως ο δανεισμός μέσω διαδικτυακών πλατφορμών, τα καινούργια ψηφιακά νομίσματα, το σκιώδες τραπεζικό σύστημα και τα επιχειρηματικά μοντέλα που χρησιμοποιούν την τεχνολογία blockchain. Αυτές οι εξελίξεις οδηγούν στη διαμόρφωση αποκεντρωμένων δικτύων που λειτουργούν σε πραγματικό χρόνο επαναπροσδιορίζοντας πληρωμές και συναλλαγές.
Ο Jeremy Foster, Επικεφαλής της Ομάδας Κεντρικών Τραπεζών της PwC UK, σχολίασε σχετικά: «Είναι σαφές ότι οι κεντρικές τράπεζες χρειάζονται καινούργιες δεξιότητες και συστήματα για να μπορέσουν να προλάβουν τις εξελίξεις. Αυτό σημαίνει ότι, για παράδειγμα, οι μεγάλες επενδύσεις θα πρέπει να πραγματοποιούνται με τη χρήση εργαλείων προγνωστικής ανάλυσης δεδομένων για να μπορούν να εντοπιστούν οι τομείς του χρηματοοικονομικού συστήματος στους οποίους οι κίνδυνοι είναι αυξημένοι. Η κεντρική τράπεζα που θα μεγιστοποιήσει τις δυνατότητες που προσφέρει η ανάλυση των μαζικών δεδομένων (big data), συμπεριλαμβανομένης της ανάπτυξης μια στρατηγικής δεδομένων και της διάθεσης των δεδομένων της σε ένα ευρύτερο κοινό για την ευαισθητοποίηση του και την ανάπτυξη νέων ιδεών, θα αποκτήσει σίγουρο προβάδισμα».
2. Οι τράπεζες πρέπει να κάνουν γενναίες επενδύσεις και να ανακαλύψουν και να εδραιώσουν εκ νέου τη θέση τους στην κοινωνία
Οι τράπεζες εξακολουθούν να έχουν πλεονεκτήματα, όμως για να εξασφαλίσουν τη μελλοντική τους παρουσία χρειάζεται να κάνουν σημαντικές επενδύσεις και να ανακαλύψουν και να εδραιώσουν εκ νέου τη θέση τους στην κοινωνία αλλά και να διασφαλίσουν τη συνεχή στήριξη των υπεύθυνων χάραξης πολιτικής.
Παρά τη φθορά που έχουν υποστεί οι τράπεζες από την οικονομική κρίση, το όνομα και η φήμη τους εξακολουθούν να τους προσδίδουν υψηλή αναγνωρισιμότητα και ενδεχομένως ισχύ, σε συνδυασμό με την οικειότητα, την εμπειρία και το γεγονός ότι βρίσκονται υπό αυστηρή εποπτεία. Για να επανεδραιώσουν τη θέση τους, είναι σημαντικό για τις τράπεζες να ανακτήσουν την εμπιστοσύνη της κοινωνίας και να ανταποκριθούν στις προσδοκίες της αλλάζοντας την κουλτούρα και τη συμπεριφορά τους. Πρέπει να προσδώσουν ασφάλεια, ακεραιότητα, εμπιστοσύνη και ποιότητα στις υπηρεσίες που προσφέρουν.
Ο Jeremy Foster προσθέτει: «Πιστεύουμε ότι οι κεντρικές τράπεζες έχουν να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στη διεξαγωγή του δημόσιου διαλόγου για το τι θέλει η κοινωνία από το τραπεζικό σύστημα. Το αποτέλεσμα αυτού του διαλόγου θα καθορίσει και τον ρόλο των κεντρικών τραπεζών στη διαχείριση του επιθυμητού χρηματοπιστωτικού συστήματος και της ευρύτερης οικονομίας».
3. Οι ρυθμιστικές αρχές και το ρυθμιστικό πλαίσιο χρειάζεται να αναπροσανατολιστούν και να στραφούν από την αστυνόμευση στην προστασία
Εάν οι τραπεζικές υπηρεσίες γίνουν πιο κατακερματισμένες και διαφοροποιημένες, είναι λογικό το ρυθμιστικό περιβάλλον και η δημόσια πολιτική να στρέψουν το ενδιαφέρον τους από τα ιδρύματα στις αγορές και τις υπηρεσίες. Σύμφωνα με την PwC, η ρύθμιση της συμπεριφοράς θα πρέπει να αποτελέσει το πρωτογενές επίπεδο ρύθμισης των τραπεζών, με μια πολύ πιο περιορισμένη μορφή μικροπροληπτικής και μακροπροληπτικής εποπτείας επικεντρωμένης σε θέματα που αφορούν το σύστημα συνολικά και όχι κάθε εταιρεία μεμονωμένα.
Σύμφωνα με τον Jeremy Foster: «Οι κεντρικές τράπεζες και οι ρυθμιστικές αρχές δικαιολογημένα έχουν επικεντρωθεί στο να διασφαλίσουν ότι οι τράπεζες δεν είναι τόσο μεγάλες ώστε μια αποτυχία τους να είναι καθοριστική για ολόκληρη την οικονομία. Όμως, το ρυθμιστικό πλαίσιο που έχει προκύψει σε πολλές περιπτώσεις φαίνεται να είναι κατακερματισμένο. Για να αντιμετωπίσουν αυτό το πρόβλημα, οι ρυθμιστικές αρχές και οι κεντρικές τράπεζες χρειάζεται να επαναπροσδιορίσουν τα όρια του ρυθμιστικού πλαισίου και να διευκολύνουν τη συμμόρφωση για τις εταιρείες των οποίων τη λειτουργία εποπτεύουν».