Το «δεύτερο κύμα» της πανδημίας Covid-19 επελαύνει και οι Έλληνες εξαγωγείς συνεχίζουν την προσπάθεια συγκράτησης των θέσεων που διατηρούν στις υφιστάμενες αγορές, ενώ αναζητούν και νεες αγορές εντός και εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης.
«Μια προσπάθεια που γίνεται κάτω από εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες, η οποία ωστόσο φαίνεται να αποδίδει καρπούς και σε πρώτη φάση να συγκρατεί τις πτωτικές πιέσεις» όπως σημειώνεται σε ανακοίνωση του Πανελληνίου Συνδέσμου Εξαγωγέων με αφορμή ανάλυση επί των προσωρινών στοιχείων της ΕΛΣΤΑΤ.
Σύμφωνα με την ανάλυση του ΠΣΕ, οι τάσεις αναδιάταξης του χάρτη των ελληνικών εξαγωγών αναμένεται να διατηρηθεί τους επόμενους μήνες αλλά και για όσο διάστημα οι επιπτώσεις της Covid-19 θα ταλανίζουν το παγκόσμιο εμπόριο. Ακόμη σημειώνεται ότι η ανακάλυψη των εμβολίων ενάντια στην πανδημία ανοίγει μετά από πολλούς μήνες ένα παράθυρο αισιοδοξίας καθώς για πρώτη φορά διαφαίνεται χρονικός ορίζοντας για τον τερματισμό της πανδημίας.
Ειδικότερα, σύμφωνα με ανάλυση του Πανελληνίου Συνδέσμου Εξαγωγέων και του Κέντρου Εξαγωγικών Ερευνών και Μελετών (ΚΕΕΜ), επί των προσωρινών στοιχείων της ΕΛΣΤΑΤ, οι εξαγωγές κατά το εννεάμηνο του 2020, συμπεριλαμβανομένων των πετρελαιοειδών, μειώθηκαν κατά 2,97 δισ. ευρώ (-11,7%) και διαμορφώθηκαν σε 22,35 δισ. ευρώ από 25,31 δισ. ευρώ, ενώ χωρίς τα πετρελαιοειδή είναι αξιοσημείωτο ότι παρά την πανδημία και τις επιπτώσεις της, οι εξαγωγές για το εννεάμηνο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου κινούνται ανοδικά σε σχέση με το 2019, στα 17,45 δισ. ευρώ από 17,2 δισ. ευρώ, δηλαδή αυξημένες κατά 252,3 εκατ. ευρώ ή κατά 1,5%.
Αξίζει να σημειωθεί το γεγονός, ότι η μεγάλη υποχώρηση της αξίας των εξαγωγών (αλλά και των εισαγωγών κατ’ αντιστοιχία) των πετρελαιοειδών, οφείλεται στην πολύ μεγάλη πτώση των διεθνών τιμών του πετρελαίου, λόγω της μεγάλης μείωσης της παγκόσμιας ζήτησης πετρελαίου, ως συνέπεια της πανδημίας. Την ίδια ώρα, συμβάλλουν σημαντικά στις αντοχές που επιδεικνύουν οι ελληνικές εξαγωγές, οι αυξήσεις των αποστολών των αγροτικών προϊόντων, αλλά και αυτές των χημικών.
Οι βασικοί πελάτες
Η Ιταλία εξακολουθεί και κατά το εννεάμηνο του 2020 να αποτελεί τον σημαντικότερο προορισμό των ελληνικών εξαγωγών, παρότι καταγράφεται σημαντική μείωση (-13,4%) των ελληνικών αποστολών. Στη δεύτερη θέση βρίσκεται η Γερμανία, σημειώνοντας αύξηση για το εξεταζόμενο εννεάμηνο. Ακολουθούν, η Κύπρος και στην τέταρτη θέση η Γαλλία, με την εντυπωσιακή άνοδο πέντε θέσεων στη σχετική κατάταξη από το 2019. Την 5η θέση συνεχίζει να κατέχει η Βουλγαρία, ενώ στην 6η θέση βρίσκεται η Τουρκία, η οποία οδηγήθηκε στην απώλεια δύο θέσεων στη σχετική λίστα εξαιτίας της μεγάλης μείωσης των εξαγωγών ελληνικών προϊόντων. Στην 7η θέση, με άνοδο τριών θέσεων (από την 10η) βρίσκεται η Ισπανία ενώ στην 8η θέση υποχώρησαν οι ΗΠΑ, χάνοντας 2 θέσεις (από την 6η). Το Ηνωμένο Βασίλειο καταλαμβάνει την 9η έναντι της 7ης θέσης που κατείχε στο αντίστοιχο διάστημα του 2019. Την πρώτη δεκάδα συμπληρώνει η Ρουμανία η οποία βελτίωσε την κατάταξή της κατά μία θέση από την 11η στη 10η θέση.
Πλην της πρώτης δεκάδας των χωρών-πελατών των ελληνικών προϊόντων για το εννεάμηνο του 2020, αξίζει να σημειωθεί, η άνοδος στην κατάταξη της Πολωνίας (14η θέση από 21η) της Λιβύης (16η θέση από 22η), της Ιαπωνίας (22η θέση από 32η) καθώς και της Νότιας Κορέας (26η θέση από 50η) σε σχέση με το αντίστοιχο εννεάμηνο του 2019. Από την άλλη, σημαντική υποχώρηση εμφανίζει στην κατάταξη ο Λίβανος (13η θέση από 8η) και η Σαουδική Αραβία (25η θέση από 14η). Ως προς τους προορισμούς των ελληνικών εξαγωγών ανά οικονομική ένωση, σημειώνεται μείωση κατά 1,6% προς την ΕΕ, οι αποστολές προς τις 18 χώρες της Ευρωζώνης μειώθηκαν κατά 3,2%, ενώ πτωτικά κινήθηκαν και οι εξαγωγές προς τις χώρες του ΟΟΣΑ (-4,5%) και προς τις χώρες του G7 (-1,7%). Οι εξαγωγές προς τις αναδυόμενες BRICS υπερδιπλασιάστηκαν (110,3%), ενώ προς τις πετρελαιοπαραγωγικές χώρες του OPEC υποχώρησαν κατά -29,3%. Προς τις χώρες του Συμβουλίου Συνεργασίας του Κόλπου η συρρίκνωση ήταν της τάξεως του -46,2%.
Στην ίδια κατεύθυνση, πτωτικά, κινήθηκαν οι αποστολές ελληνικών προϊόντων στις χώρες της Οικονομικής Συνεργασίας Μαύρης Θάλασσας (ΟΣΕΠ) κατά -12,4% αλλά και προς τις χώρες της Ευρασιατικής Οικονομικής Ένωσης (-19,8%). Τέλος, οι χαμηλές σε αξία εξαγωγές προς τις χώρες της MERCOSUR μειώθηκαν κατά 36,2%. Τα προϊόντα Ως προς τη σύνθεση των εξαγωγών κατά μεγάλες κατηγορίες προϊόντων, η μείωση (-11,8%) οφείλεται στο μεγαλύτερο βαθμό στην πολύ μεγάλη υποχώρηση της αξίας των εξαγωγών των πετρελαιοειδών/καυσίμων κατά -40%. Σημαντική μείωση εμφανίζουν και οι εξαγωγές των πρώτων υλών κατά 16,3%, ενώ στάσιμες παρέμειναν οι εξαγωγές των βιομηχανικών προϊόντων. Οι εξαγωγές των, χαμηλών σε αξία, ειδών και συναλλαγών μη ταξινομημένων κατά κατηγορίες υποχώρησαν κατά 13,5%, ενώ η μόνη κατηγορία προϊόντων που οι εξαγωγές τους στο εννεάμηνο του 2020 κινήθηκαν ανοδικά, είναι τα αγροτικά προϊόντα, με αύξηση 12,7%.
Τα προϊόντα πετρελαίου αποτελούν και για την περίοδο Ιανουάριος-Σεπτέμβριος 2020, το κυριότερο εξαγώγιμο προϊόν της χώρας, παρά τη μεγάλη μείωση (-41,4%) που σημείωσαν οι εξαγωγές τους. Στη 2η θέση, με τεράστια αύξηση 50,3% ακολουθούν τα φάρμακα, στην 3η θέση βρίσκονται, όπως και το αντίστοιχο εννεάμηνο του 2019, τα προϊόντα αλουμινίου, ενώ στην 4η θέση βρέθηκαν (από τη 5η) τα άλλα τυριά (των οποίων το μεγαλύτερο μέρος των εξαγωγών είναι η φέτα). Στην 5η θέση (από 4η) στη λίστα των κυριότερων εξαγώγιμων ελληνικών προϊόντων υποχώρησαν οι εξαγωγές των ιχθυηρών, στην 6η παρέμειναν τα μη κατεψυγμένα λαχανικά, και στην 7η (από 8η) ανέρχονται οι αυτόματες μηχανές επεξεργασίας πληροφοριών.
Τις θέσεις 8 έως 10 συμπληρώνουν κατά σειρά, οι εξαγωγές σωλήνων κάθε είδους (από την 7η θέση), το παρθένο ελαιόλαδο (το οποίο «σκαρφάλωσε» από την 14η θέση στο εννεάμηνο του 2019) και οι ράβδοι & είδη καθορισμένης μορφής από αργίλιο, οι οποίοι καταγράφουν άνοδο μίας θέσης (από 11η).
Εισαγωγές
Οι εισαγωγές στο διάστημα Ιανουαρίου- Σεπτεμβρίου 2020 μειώθηκαν κατά 6,13 δισ. ευρώ (-14,6%), με τη συνολική τους αξία να διαμορφώνεται στα 35,85 δισ. ευρώ έναντι 41,99 δισ. ευρώ κατά το αντίστοιχο εννεάμηνο του 2019.
Εξαιρουμένων των πετρελαιοειδών, οι εισαγωγές μειώθηκαν στα 29,03 δισ. ευρώ από 30,84 δισ. ευρώ, δηλαδή κατά 1,81 δισ. ευρώ (-5,9%). Ως αποτέλεσμα των παραπάνω κινήσεων, το εμπορικό έλλειμμα υποχώρησε το πρώτο εννεάμηνο του 2020 κατά 3,17 δισ. ευρώ ή κατά 19%, στα 13,51 δισ. ευρώ από 16,68 δισ. ευρώ το αντίστοιχο διάστημα του 2019. Χωρίς τα πετρελαιοειδή, το εμπορικό έλλειμμα μειώθηκε στα 11,58 δισ. ευρώ από 13,64 δισ. ευρώ, δηλαδή κατά 2,06 δισ. ευρώ, ή κατά 15,1%.
Ανησυχία
Στο μεταξύ, όπως σημειώνει ο ΠΣΕ, με ιδιαίτερο προβληματισμό παρακολουθούν οι Έλληνες εξαγωγείς την έξαρση του κορονοϊού στις αγορές της Ευρώπης, οι οποίες αποτελούν βασικό προορισμό των ελληνικών προϊόντων στο εξωτερικό.
Τα περιοριστικά μέτρα που επιβάλλονται για την ανάσχεση του δεύτερου κύματος της πανδημίας υψώνουν τεράστια εμπόδια ειδικά για τις μικρότερες και μεσαίες επιχειρήσεις που τροφοδοτούν το κανάλι της εστίασης και ανακόπτουν την έντονα ανοδική πορεία που είχαν αναπτύξει οι ελληνικές εξαγωγές πριν το ξέσπασμα της Covid-19. Κάτω από αυτές τις εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες, οι εξωστρεφείς επιχειρήσεις, όπως υπογραμμίζεται, παραμένουν σε αυξημένη ετοιμότητα και αναζητούν τρόπους για να συντηρήσουν το θετικό μομέντουμ για τα ελληνικά προϊόντα στις διεθνείς αγορές. Τα τρόφιμα, τα φάρμακα και τα χημικά όπως δείχνουν τα επίσημα στοιχεία επιδεικνύουν ιδιαίτερη ανθεκτικότητα και πετυχαίνουν ανάπτυξη κόντρα στο ρεύμα.
Αντέχουν οι ελληνικές εξαγωγές
Δεδομένων των συνθηκών, σύμφωνα με την ανάλυση, οι ελληνικές εξαγωγές έχουν καταφέρει να περιορίσουν τις απώλειες, τροφοδοτώντας με συνέπεια τους πελάτες τους στις διεθνείς αγορές. Κάτι που αποτελεί σημαντική «προίκα» για την επόμενη ημέρα της πανδημίας.
Ειδικότερα, σύμφωνα με την ανάλυση του Πανελληνίου Συνδέσμου Εξαγωγέων και του Κέντρου Εξαγωγικών Ερευνών και Μελετών (ΚΕΕΜ), επί των προσωρινών στοιχείων της ΕΛΣΤΑΤ, οι εξαγωγές κατά το εννεάμηνο του 2020, συμπεριλαμβανομένων των πετρελαιοειδών, μειώθηκαν κατά 2,97 δισ. ευρώ (-11,7%) και διαμορφώθηκαν σε 22,35 δισ. ευρώ από 25,31 δισ. ευρώ. Χωρίς τα πετρελαιοειδή οι εξαγωγές για το εννεάμηνο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου κινούνται ανοδικά σε σχέση με το 2019, στα 17,45 δισ. ευρώ από 17,2 δισ. ευρώ, είναι δηλαδή αυξημένες κατά 252,3 εκατ. ευρώ ή κατά 1,5%.