Το ποσό των 31,4 δισ. ευρώ δόθηκαν προς τα νοιοκυριά και τις επιχειρήσεις για να στηριχθούν λόγω των συνεπειών της πανδημίας, ενώ ο κορωνοϊός αναμένεται να χαρακτηριστεί ως επαγγελματική ασθένεια, όπως δήλωσε στη Βουλή ο υφυπουργός Εργασίας Πάνος Τσακλόγλου.
«Η εξέλιξη της πανδημίας αποδείχθηκε αγώνας δρόμου αντοχής και όχι ταχύτητας». Αυτό τόνισε ο υφυπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, Πάνος Τσακλόγλου, κατά τη διάρκεια της ομιλίας του στη Βουλή και όπως επεσήμανε χαρακτηριστικά «η κυβέρνηση από την πρώτη κιόλας στιγμή έδειξε την αποφασιστικότητά της και την πολιτική της βούληση για την πολύπλευρη στήριξη των πληττομένων επιχειρήσεων και, προφανώς, των εργαζομένων σε αυτές».
Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσίασε ο κ. Τσακλόγλου, «συνολικά από την αρχή της πανδημίας έχουν ληφθεί 62 κατηγορίες μέτρων, συνολικής αξίας 31,4 δισ. ευρώ. Από αυτά, τα 24 δισ. αφορούν το 2020 (δηλαδή περίπου 15% του ΑΕΠ) και 7,5 δισ. -τα οποία αν είναι επιβεβλημένο μπορεί να αυξηθούν- αναμένεται να επηρεάσουν το δημοσιονομικό αποτέλεσμα του 2021. Και όλα αυτά παρά τους περιορισμούς που επιβάλει η εξαιρετικά υψηλή αναλογία Χρέους/ΑΕΠ της χώρας μας».
Σύμφωνα με τον υφυπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων ένας από τους κυριότερους στόχους των μέτρων που ελήφθησαν ήταν η προσπάθεια να μην αυξηθεί σημαντικά η ανεργία. Όπως επεσήμανε ο κ. Τσακλόγλου, τα μέτρα που έλαβε η κυβέρνηση είχαν θετικά αποτελέσματα, καθώς, «συγκριτικές μελέτες της EUROSTAT δείχνουν ότι για το διάστημα από το ξέσπασμα της πανδημίας έως τον Οκτώβριο του 2020 η αύξηση της ανεργίας στην Ελλάδα ήταν η δεύτερη χαμηλότερη σε όλη της Ε.Ε. μετά την Ιταλία».
Σχετικά με τις επικουρικές συντάξεις, ο κ. Τσακλόγου ανέφερε ότι αυτές θα έχουν δημόσιο χαρακτήρα και θα είναι βασισμένες στο κεφαλαιοποιητικό σύστημα, ενώ όπως είπε στο υπουργείο Εργασίας”προετοιμάζουμε μια μεταρρύθμιση που θα αλλάξει ριζικά το ασφαλιστικό σύστημα των νέων ανθρώπων», υπογράμμισε ο κ. Τσακλόγλου, τονίζοντας χαρακτηριστικά ότι «Από ένα δημόσιο διανεμητικό σύστημα επικουρικής ασφάλισης μεταβαίνουμε σε ένα δημόσιο κεφαλαιοποιητικό σύστημα επικουρικής ασφάλισης».
Αναφερόμενος στο νομοσχέδιο για την επικουρική ασφάλιση ο υφυπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων ανέφερε, μεταξύ άλλων, πως «η επικουρική ασφάλιση ήταν, είναι και παραμένει με την μεταρρύθμιση το δεύτερο σκέλος της υποχρεωτικής κοινωνικής ασφάλισης του πρώτου πυλώνα του ασφαλιστικού συστήματος, όπως ρητά ορίζει το Σύνταγμα μας». «Η μεταρρύθμιση αυτή είναι αναγκαία για τέσσερις κυρίως λόγους:
Α) Με την προσθήκη κεφαλαιοποιητικού πυλώνα στην επικουρική ασφάλιση επιτυγχάνεται διαφοροποίηση του δημογραφικού κινδύνου και μείωση των συνεπειών της γήρανσης του πληθυσμού.
Β) Με την προτεινόμενη μεταρρύθμιση, σημαντικό τμήμα των εισφορών των ασφαλισμένων του νέου συστήματος θα επενδύεται στην ελληνική οικονομία, με αποτέλεσμα υψηλότερη ανάπτυξη.
Γ) Με το νέο σύστημα διασφαλίζονται υψηλότερες συντάξεις για τους μελλοντικούς συνταξιούχους.
Δ) Ανακτούμε την κλονισμένη εμπιστοσύνη των νέων στην κοινωνική ασφάλιση, προσφέροντας ισχυρά αντικίνητρα για συμμετοχή τους σε ανασφάλιστες οικονομικές δραστηριότητες. Οι συντάξεις του υφισταμένου συστήματος ουδόλως θίγονται και θα εξακολουθήσουν να υπολογίζονται όπως και σήμερα».
Σχετικά με τον χαρακτηρισμού του Covid-19 ως «επαγγελματικής νόσου», ο κ.Τσακλόγλου επεσήμανε ότι “ήδη στη χώρα μας ο κορωνοϊός αναγνωρίζεται ως παράγοντας κινδύνου για την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων και το υπουργείο Εργασίας επεξεργάζεται την προοπτική τροποποίησης του Προεδρικού Διατάγματος 41/2012 που περιέχει τον Εθνικό Κατάλογο Επαγγελματικών Ασθενειών, ώστε να καταχωρηθεί σε αυτόν η ασθένεια με αίτιο τον ιό του SARS (κορωνοϊός)».Ωστόσο, όπως είπε, “πρέπει να υφίστανται δικλείδες ώστε η λοίμωξη από τον COVID-19 να σχετίζεται με τον επαγγελματικό χώρο του ασθενούς και όχι με την ευρύτερη κοινωνική του δραστηριότητα».Πρόσθεσε δε ότι τα Βαρέα και Ανθυγιεινά Επαγγέλματα είναι ένα διακριτό ζήτημα για την αναγνώριση της νόσου Covid -19 ως επαγγελματικής ασθένειας. Όπως είπε, “το ζήτημα της ένταξης στα ΒΑΕ θα πρέπει να αντιμετωπίζεται λαμβάνοντας υπόψη όλες τις διαστάσεις του”, επισημαίνοντας χαρακτηριστικά ότι: «τα αιτήματα ένταξης – ειδικά των υγειονομικών – είναι διαρκή και έρχονται τώρα στο προσκήνιο εξαιτίας της πανδημίας. Τα ΒΑΕ είναι ένα μόνιμο μέτρο, όμως η πανδημία είναι μια έκτακτη κατάσταση. Επιπρόσθετα, δεν είναι ίδια η έκθεση όλων των ειδικοτήτων υγειονομικού προσωπικού στον κίνδυνο ασθένειας”.
Το θέμα των ΒΑΕ είναι διακριτό από το ζήτημα της αναγνώρισης της νόσου Covid-19 ως επαγγελματικής ασθένειας, ανέφερε ο κ. Τσακλόγλου, επισημαίνοντας ότι ενώ τα ΒΑΕ δίνουν δικαίωμα πρόωρης συνταξιοδότησης, ο χαρακτηρισμός του Covid-19, ως επαγγελματικής νόσου δημιουργεί υποχρεώσεις προς τον εργοδότη: να παίρνει μέτρα υγιεινής, να ενημερώνει τις δημόσιες αρχές στην περίπτωση κρουσμάτων, και μια σειρά από άλλες υποχρεώσεις που καλύπτουν κάθε πτυχή της εργασίας και μάλιστα χωρίς κάποια επιβάρυνση των εργαζομένων»”. Πρόσθεσε δε ότι “θα πρέπει να υπάρχουν ενιαίοι κανόνες μεταξύ Δημοσίου και Ιδιωτικού τομέα και να ληφθούν υπόψη τόσο οι δημοσιονομικές επιπτώσεις από την ένταξη στα ΒΑΕ όσο και οι επιπτώσεις στην οργάνωση και τη στελεχιακή επάρκεια του ΕΣΥ.