Χωρίς αμφιβολία οι απρόβλεπτες, πολλαπλές κρίσεις, τις οποίες αντιμετωπίζει με επιτυχία μέχρι στιγμής η Κυβέρνηση Μητσοτάκη, επηρεάζουν την πορεία υλοποίησης του μεταρρυθμιστικού προγράμματος με το οποίο – και για το οποίο – εξελέγη.
Μία από τις εμβληματικές μεταρρυθμίσεις του προγράμματος αφορά στη ‘’μεταφορά’’ του ΕΝΦΙΑ στους δήμους.
Του Κώστα Χριστίδη*
Ειδικότερα, η βασική μορφή της συγκεκριμένης πρότασης συνίσταται στα εξής: κατάργηση όλων των φόρων που βαρύνουν την ιδιοκτησία ακίνητης περιουσίας.
Ταυτόχρονη κατάργηση των περίπου ισόποσων Κεντρικών Αυτοτελών Πόρων, με τους οποίους το κράτος επιδοτεί τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Παροχή του δικαιώματος σε κάθε δήμο να καθορίζει ένα ανταποδοτικό τέλος, το οποίο θα υπολογίζεται με βάση την επιφάνεια κάθε ακινήτου προσαυξημένη με τον συντελεστή δόμησης.
Το τέλος θα υπολογίζεται από τους κατά τόπο δήμους με τέτοιο τρόπο ώστε να καλύπτει τις λειτουργικές και επενδυτικές δαπάνες τους.
Η είσπραξη του ανταποδοτικού τέλους θα επιτυγχάνεται με την σύνδεση των δήμων με την βάση δεδομένων του υπουργείου Οικονομικών, τον προσδιορισμό του ανταποδοτικού τέλους για κάθε ακίνητο με την υποβολή των ετήσιων δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος και την επακόλουθη καταβολή των ποσών που αντιστοιχούν σε κάθε δήμο.
Τα οφέλη που προκύπτουν από την μεταρρύθμιση αυτή είναι τεράστια. Κατ’ αρχάς, γίνονται πράξη οι συνταγματικές επιταγές, κατά τις οποίες ‘’η διοίκηση του Κράτους οργανώνεται σύμφωνα με το αποκεντρωτικό σύστημα’’ (άρθρο 101, παραγρ.1) και ‘’η διοίκηση των τοπικών υποθέσεων ανήκει στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης’’ (άρθρο 102, παραγρ.1).
Βεβαίως, δεν νοείται διοικητική αυτοτέλεια χωρίς οικονομική αυτοτέλεια. Ανεξαρτήτως τούτου, όμως, η προτεινόμενη μεταρρύθμιση προάγει την δημοσιονομική διαφάνεια, καθόσον οι δημότες μέσω τοπικών διαβουλεύσεων θα έχουν πιο σαφή εικόνα και πιο αποφασιστικό ρόλο για τις υπηρεσίες που επιθυμούν να λαμβάνουν από τον δήμο τους και για τα συνεπαγόμενα δημοτικά έσοδα, δηλ. τα ανταποδοτικά τέλη που θα καταβάλλουν.
Παραλλήλως, απλοποιείται δραστικά το σημερινό περίπλοκο φορολογικό σύστημα.
Ενισχύεται το αίσθημα ευθύνης σε ατομικό και τοπικό επίπεδο. Οι δαπάνες των δήμων καλύπτονται από τους δημότες τους και όχι από τους φορολογούμενους άλλων δήμων (με εξαίρεση στις περιπτώσεις απομακρυσμένων ορεινών ή νησιώτικων δήμων, που μπορεί να τυγχάνουν συμπληρωματικής ενίσχυσης από τον κρατικό προϋπολογισμό).
Κατ’ αυτόν τον τρόπο γίνεται σαφέστερη και η σύγκριση μεταξύ επιτυχημένων και μη δημοτικών αρχόντων ενώ αυξάνεται και η ευθύνη των δημοτών για σωστές επιλογές.
Ήδη και υπό το σημερινό καθεστώς είναι καταλυτική η σύγκριση μεταξύ των δήμων που συλλέγουν τα απορρίμματα με τον παραδοσιακό τρόπο, δηλαδή μέσω δημοτικών υπαλλήλων, με κόστος πενταπλάσιο ή εξαπλάσιο ανά τόνο απορριμμάτων από αυτό που καταβάλλει π.χ. ο δήμος Ρόδου, ο οποίος έχει αναθέσει το σχετικό έργο σε ιδιωτική επιχείρηση.
Επιπλέον, μειώνεται η δυνατότητα των κεντρικών κυβερνήσεων να αναπτύσσουν κομματικές, πελατειακές σχέσεις. Όχι ότι τέτοιες σχέσεις δεν υφίστανται και σε επίπεδο δήμου, αλλά με την μεγαλύτερη διαφάνεια και ευθύνη των δημοτών, οι δυνατότητες αυτές περιορίζονται. Τέλος, ενισχύεται ο πολιτικός ανταγωνισμός σε τοπικό, πρωτοβάθμιο επίπεδο από τον οποίο αναμένεται να αναδειχθούν ικανά στελέχη πανελλήνιας εμβέλειας στο μέλλον.
Για όλους αυτούς τους λόγους θα ήταν ευχής έργο η συγκεκριμένη μεταρρύθμιση να υλοποιηθεί το συντομότερο δυνατόν.
* Νομικός – Οικονομολόγος