Πυρά κατά των ηγετών των επτά πλουσιότερων χωρών του πλανήτη εξαπολύει η μη κυβερνητική οργάνωση Oxfam, επιρρίπτοντας στις πολιτικές τους την ευθύνη για την διεύρυνση των εισοδηματικών ανισοτήτων.
Αύξηση των εισοδηματικών χασμάτων και της φτώχειας, μείωση των φόρων για τους πλουσιότερους: παρά τις διακηρυγμένες προθέσεις τους, οι ηγέτες των κρατών μελών της G7 «τροφοδοτούν ενεργά τις ανισότητες στις χώρες τους και στον κόσμο ολόκληρο», τονίζει η μη κυβερνητική οργάνωση Oxfam σε έκθεσή της που δημοσιοποιείται σήμερα, δύο ημέρες πριν αρχίσει η σύνοδος τους στο Μπιαρίτς, αναφέρει το in.gr.
«Οι εισοδηματικές ανισότητες επιδεινώθηκαν σε όλες τις χώρες της G7 από τη δεκαετία του 1980 έως σήμερα. Το φτωχότερο 20% του πληθυσμού στις χώρες της G7 δεν εξασφαλίζει, κατά μέσον όρο, παρά το 5% του συνόλου των εισοδημάτων που παράγονται από την εργασία, ενώ το πλουσιότερο 20% εξασφαλίζει περί το 45%» επισημαίνεται στην έκθεση της οργάνωσης.
«O αγώνας εναντίον των ανισοτήτων», είναι επίσημο θέμα στην ατζέντα της Συνόδου φέτος, —με πρωτοβουλία του γάλλου προέδρου Εμανουέλ Μακρόν.
Αλλά παρά το στοιχείο αυτό και παρά τη διακήρυξη που έγινε για τη συγκεκριμένη ανάγκη από τη G7 στο Μπάρι (Ιταλία) το 2017, οι επτά πιο ανεπτυγμένες οικονομίες του κόσμου «δεν καταφέρνουν να λάβουν μέτρα για να κλείσει το χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών», και να αντιμετωπιστεί αυτή που ο Μακρόν «αποκαλεί “κρίση του νεοφιλελεύθερου οικονομικού μοντέλου” και “καπιταλισμό της συσσώρευσης πλούτου”», στηλιτεύει η Oxfam.
Λόγω «της στασιμότητας και της πτώσης των μισθών, οι εργαζόμενοι και οι εργαζόμενες στις χώρες της G7 που μπορεί να βρεθούν πιασμένοι στην παγίδα της φτώχειας δεν παύουν να αυξάνονται τα τελευταία δέκα χρόνια και έχουν φθάσει το 9% στη Γερμανία, πάνω από το 7% στη Γαλλία, το 12% στην Ιταλία και σχεδόν το 9% στο Ηνωμένο Βασίλειο», αναφέρει η ΜΚΟ.
Καταγγέλλει εξάλλου την «αιχμαλωσία της δημόσιας πολιτικής» από τις μεγάλες περιουσίες και τις μεγάλες εταιρείες, το ότι δίνεται η «προτεραιότητα στους μετόχους» στο πλαίσιο του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού και ότι το μοντέλο αυτό οι χώρες της G7 «το εξάγουν σε όλο τον κόσμο».
Συνέπεια αυτού είναι ότι «παραμελούνται οι κοινωνικές δαπάνες» και ότι οι δημόσιες ή κοινωφελείς υπηρεσίες «γίνονται αντικείμενο δημοσιονομικής περιστολής, μεταρρυθμίσεων και ιδιωτικοποιήσεων με το πρόσχημα της λιτότητας και της σταθεροποίησης του χρέους».
Για να κλείσει το χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών, η Oxfam ζητεί να καταρτιστούν «συγκεκριμένα σχέδια με σαφή χρονική προθεσμία», τη θέσπιση «αποτελεσματικού ελάχιστου φορολογικού συντελεστή σε όλες τις χώρες, που θα οριστεί σε φιλόδοξο επίπεδο», αλλά και επενδύσεις «σε δημόσιες και δωρεάν υπηρεσίες για όλους».
Η ΜΚΟ θέλει επίσης «ισχυρά μέτρα για την κλιματική δικαιοσύνη» με «πολύ πιο μεγάλες μειώσεις των εκπομπών» των αερίων που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου και την υπερθέρμανση του πλανήτη
Υπογραμμίζει ακόμα την ανάγκη να συνενωθούν οι αγώνες «εναντίον των ανισοτήτων λόγω του φύλου και των οικονομικών ανισοτήτων» καθώς και «ο αγώνας εναντίον των ανισοτήτων με τις στρατηγικές βοήθειας και ανάπτυξης».