Οι περί τα μέτρα κυβερνητικές παλινωδίες, σε εποχές αβεβαιότητας και καραντίνας, αποτελούν πρόκληση.
Το λέω και ξελέω ουκ ανδρός σοφού αλλ’ ούτε και σοβαρού βέβαια. Και στο πεδίο αυτό η κυβέρνηση παίζει με τη φωτιά, παράλληλα όμως πετάει από το παράθυρο το πολύτιμο κεφάλαιο εμπιστοσύνης, το οποίον είχε. Έτσι τον τελευταίο καιρό λαμβάνει μέτρα, τα οποία στη συνέχεια είτε ακυρώνει είτε αναθεωρεί. Με αποτέλεσμα ο κόσμος να δυσκολεύεται να παρακολουθήσει τις εξελίξεις, οι οποίες όλα δείχνουν ότι υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να είναι ραγδαίες, αν οι μεταλλάξεις του κορωνοϊού αυξηθούν και ξεφύγουν.
Βέβαια, κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι η ανάκληση μέτρων, η εφαρμογή των οποίων κρίθηκε ως αδύναμη, είναι εύλογη και κατανοητή ως προς τη λογική της. Το σκέφτηκαν ξανά οι άνθρωποι υπό το φως των αντιδράσεων και τα πήραν πίσω.
Αυτό που δεν είναι κατανοητό ή εύλογο, αφορά στους λόγους που τους ώθησαν ευθύς εξαρχής να εξαγγείλουν μέτρα τα οποία ήσαν πρόθυμοι να “μαζέψουν” μόνον μετά από λίγες ώρες και αφού αυτά είχαν προκαλέσει σάλο διαμαρτυριών. Δεν ήταν κάτι που μπορούσε να προβλεφθεί;
Την αρχή έκανε, βεβαίως, ο ίδιος ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, μόλις πρόσφατα, ανακαλώντας την αύξηση του προστίμου για παραβιάσεις των μέτρων περί κορωνοϊού στα 500 ευρώ και διατηρώντας το στα 300 ευρώ (διπλασιασμένο από τα 150 ευρώ όπου διαμορφωνόταν αρχικά).
Στην εναρκτήρια ομιλία του στην Βουλή εξήγγειλε το μέτρο, για να το ανακαλέσει μόλις λίγο αργότερα στη διάρκεια της ίδιας συνεδρίασης, στην τριτολογία του, μετά τις εμφανείς αντιδράσεις της αντιπολίτευσης, αλλά και -τις αφανείς – μελών της συμπολίτευσης. Αντιδράσεις, προφανώς, εύλογες, υπό το φως της οικονομικής δυσπραγίας που βιώνει η συντριπτική πλειονότητα των πολιτών και του εξοντωτικού χαρακτήρα που προσλάμβανε το ύψος του προστίμου.
Ακολούθησε η υφυπουργός Παιδείας, Ζέττα Μακρή και η εντός ολίγων ωρών ανάκληση της πρόθεσής της κυβέρνησης να επιβάλει πρόστιμα σε μαθητές που θα παραβίαζαν το χρονικό όριο για την επιστροφή στις οικίες τους, μετά το σχολείο. Το είπε η γυναίκα στην τηλεόραση, το ξανασκέφτηκε μετά τις αντιδράσεις και -καθ’ υπόδειξη ή μη – το ανακάλεσε με ανάρτησή της στα κοινωνικά δίκτυα.
Υπό το φως όλων αυτών, ίσως πει κανείς “ούτε γάτα, ούτε ζημιά”. Λάθος. Υπάρχει ζημιά και είναι σαφής. Πέραν της όποιας πολιτικής ζημιάς τυχόν επωμίζεται η κυβέρνηση, και αυτή ενδιαφέρει την ίδια και την κυβερνώσα παράταξη, υπάρχει μία σαφώς σημαντικότερη ζημία η οποία άπτεται του τρόπου με τον οποίο εκλαμβάνουν την ισχύ των εκάστοτε μέτρων οι πολίτες.
Και οι τελευταίοι πρέπει να πούμε ότι τελούν υπό καθεστώς πλήρους αβεβαιότητας και σύγχυσης. Από τη μια πλευρά υφίστανται τις οδυνηρές επιπτώσεις της πανδημίας, που δεν λέει να τελειώσει, από την άλλη βιώνουν την οικονομική κρίση που αυτή προκαλεί και στο βάθος δεν διακρίνουν το τέλος του δρόμου.
Με πιο απλά λόγια δεν βλέπουν πού τελειώνει το τούνελ.Και το γεγονός αυτό πλήττει επικίνδυνα την ψυχική υγεία,κάτι που διαφεύγει της προσοχής των λοιμωξιολόγων.
Πρόκειται για μια πρωτόγνωρη κατάσταση, πολύπλοκη και πολύπτυχη, η οποία για να αντιμετωπιστεί απαιτεί υψηλό δείκτη ωριμότητας στο χώρο των ηγετικών ελίτ. Ως φαίνεται δε, στο επίπεδο αυτό υπάρχουν προβλήματα αγνώστου για την ώρα βαθμού σοβαρότητας. Αυτό είναι εξαιρετικά επικίνδυνο και όποιος θέλει ας καταλάβει τι εννοούμε.