«Παγίδες» κρύβουν οι φετινές φορολογικές δηλώσεις καθώς θα περιλαμβάνουν προσυμπληρωμένα ποσά από διάφορες δαπάνες που πραγματοποίησαν οι φορολογούμενοι το 2020, τα οποία θα χρησιμοποιηθούν για διασταυρώσεις με στόχο να εντοπιστούν τεκμαρτά και πραγματικά εισοδήματα που δεν έχουν δηλωθεί.
Προσυμπληρωμένα στα έντυπα Ε1 των φετινών φορολογικών δηλώσεων θα είναι τα ποσά των δαπανών που πραγματοποίησαν οι φορολογούμενοι το 2020 προκειμένου να εξοφλήσουν δίδακτρα, ασφάλιστρα ζωής, νοσήλια, δάνεια και πιστωτικές κάρτες.
Τα στοιχεία για τις παραπάνω δαπάνες έχουν αποσταλεί ηλεκτρονικά στην Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων από τους τρίτους που τα έχουν στη διάθεσή τους (τράπεζες, ασφαλιστικές εταιρίες, ιδιωτικά νοσηλευτήρια, ιδιωτικά εκπαιδευτήρια κ.λπ.), έχουν διασταυρωθεί πλήρως και έχουν επαρκώς ταυτοποιηθεί από τις αρμόδιες φορολογικές αρχές.
Στόχος της προσυμπλήρωσης των συγκεκριμένων στοιχείων στις φετινές φορολογικές δηλώσεις είναι να διευκολυνθούν οι φορολογικές αρχές στον έμμεσο προσδιορισμό των πραγματικών φορολογητέων εισοδημάτων χιλιάδων φορολογουμένων και να επιβάλουν τους φόρους που αναλογούν σ’ αυτά.
Συγκεκριμένα, τα ποσά των παραπάνω δαπανών των φορολογουμένων όπως θα αποτυπώνονται αναλυτικά σε προσυμπληρωμένα πεδία του φετινού e-E1 θα αθροίζονται αυτόματα με τα επίσης προσυμπληρωμένα ποσά των καταναλωτικών δαπανών τους, τις οποίες εξόφλησαν με πιστωτικές ή χρεωστικές κάρτες ή με άλλα ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής, καθώς επίσης και με τα ποσά των τεκμηρίων διαβίωσης, τα οποία είτε προκύπτουν αυτόματα (όπως το ελάχιστο τεκμήριο των 3.000 ή των 2.500 ευρώ) είτε είναι επίσης προσυμπληρωμένα (όπως τα τεκμήρια για τα Ι.Χ, αυτοκίνητα) είτε προσδιορίζονται με βάση τα όσα δηλώνουν οι φορολογούμενοι (όπως τα τεκμήρια για τις κατοικίες).
Τα αθροίσματα που θα προκύπτουν από όλες αυτές τις αυτόματες προσθέσεις θα συγκρίνονται, στη συνέχεια, με τα ποσά των πάσης φύσεως εισοδημάτων και εσόδων των φορολογουμένων (με το άθροισμα των εισοδημάτων από μισθούς, συντάξεις, ενοίκια, επιχειρηματικές δραστηριότητες, αγροτικές εκμεταλλεύσεις, τόκους, υπεραξίες, μερίσματα, επιδόματα, επιδοτήσεις και λοιπές εισοδηματικές ενισχύσεις καθώς και με τα έσοδα από δάνεια, πωλήσεις περιουσιακών στοιχείων), όπως αυτά θα αποτυπώνονται στο έντυπο Ε1, είτε επίσης προσυμπληρωμένα από την Α.Α.Δ.Ε. (όπως οι μισθοί, οι συντάξεις, τα επιδόματα, οι αμοιβές από ελευθέρια επαγγέλματα, τα μερίσματα, οι τόκοι, οι αποδόσεις από επενδύσεις σε μετοχές, ομόλογα και άλλα χρηματοοικονομικά προϊόντα) είτε συμπληρωμένα από τους ίδιους τους φορολογούμενους.
Εφόσον από την σύγκριση προκύπτει “αρνητικό” ισοζύγιο, εφόσον δηλαδή το άθροισμα των δηλωθέντων εισοδημάτων και εσόδων δεν καλύπτει το άθροισμα των συνολικών πραγματικών και τεκμαρτών δαπανών διαβίωσης, οι δηλώσεις των φορολογουμένων θα παραπέμπονται για έλεγχο.
Συγκεκριμένα, οι φορολογούμενοι που θα εντοπίζονται με «αρνητικά» ισοζύγια εισοδημάτων-εσόδων και δαπανών θα καλούνται να δικαιολογήσουν τις αρνητικές διαφορές επικαλούμενοι στοιχεία που αποδεικνύουν ότι αυτές καλύφθηκαν με αποταμιεύσεις παρελθόντων ετών προερχόμενες από νόμιμα κτηθέντα εισοδήματα και έσοδα ή με άλλους τρόπους, όπως δάνεια ή δωρεές.
Αν δεν καταφέρουν να δικαιολογήσουν τις διαφορές θα φορολογούνται γι’ αυτές με συντελεστές φόρου εισοδήματος κυμαινόμενους από 9%-44% και επιπλέον θα επιβαρύνονται με πρόστιμα. Εναλλακτικά, οι φορολογούμενοι αυτοί θα παραπέμπονται για έλεγχο με έμμεσες τεχνικές προσδιορισμού του εισοδήματος.
Με στόχο να αξιοποιήσει τα πληροφοριακά στοιχεία που θα υπάρχουν στις φετινές φορολογικές δηλώσεις και θα αφορούν στις πραγματοποιηθείσες δαπάνες των φορολογουμένων, να διενεργήσει ελέγχους και να προσδιορίσει με έμμεσο τρόπο τα φορολογητέα εισοδήματα χιλιάδων φορολογουμένων, η Α.Α.Δ.Ε. έχει ενεργοποιήσει τις σχετικές διατάξεις που περιλαμβάνονται στο άρθρο 28 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος.
Οι διατάξεις αυτές προβλέπουν ότι τα φορολογητέα εισοδήματα των φυσικών και των νομικών προσώπων μπορούν να προσδιορίζονται, υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, με έμμεσους τρόπους, οι οποίοι συνίστανται στη χρήση κάθε διαθέσιμου στοιχείου ή πληροφορίας που προέρχεται από τρίτες πηγές ή και στην εφαρμογή εμμέσων τεχνικών ελέγχου.
Ειδικά για τα φυσικά πρόσωπα, στο άρθρο 28 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, προβλέπεται ότι τα εισοδήματά τους, ανεξαρτήτως του εάν προέρχονται από την άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας, μπορούν να προσδιορίζονται με βάση κάθε διαθέσιμο στοιχείο καθώς και με τρεις εναλλακτικές έμμεσες μεθόδους ελέγχου, τις οποίες προβλέπει ο Κώδικας Φορολογικών Διαδικασιών (ν. 4174/2013) στο άρθρο 27.
Οι διαδικασίες αυτές πρέπει να ακολουθούνται σε κάθε περίπτωση κατά την οποία το ποσό του δηλούμενου εισοδήματος δεν επαρκεί για την κάλυψη των προσωπικών δαπανών διαβίωσης ή σε κάθε περίπτωση που υπάρχει προσαύξηση περιουσίας η οποία δεν καλύπτεται από το δηλούμενο εισόδημα.