Τι σηματοδοτεί η νίκη του Τζο Μπάιντεν έξω από τα σύνορα της χώρας του? Οι φωνές ανακούφισης που καταγράφονται στα διεθνή μέσα επικοινωνίας αντανακλούν μία πραγματικότητα: Σημαντικό μέρος του κόσμου, όπου οι Ηνωμένες Πολιτείες ασκούν για ένα περίπου αιώνα ηγεμονική επιρροή, αντιμετωπίζει θετικά την πτώση του Τραμπ και την εκλογή του Μπάιντεν στην αμερικανική προεδρία.
Του Γιάννου Παπαντωνίου *
Ο εναγκαλισμός με αυταρχικούς ηγέτες, όπως ο Πούτιν, ο Μπολσονάρο και ο Ερντογάν, η απαξίωση πολυμερών οργανισμών όπως ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, η εγκατάλειψη διεθνών δεσμεύσεων όπως η συμφωνία για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής, οι εμπορικοί πόλεμοι, σηματοδότησαν την είσοδο του παγκόσμιου συστήματος σε ζώνη υψηλού κινδύνου. Η υποκατάσταση των αρχών και των κανόνων της μεταπολεμικής παγκόσμιας τάξης από την εξυπηρέτηση ιδιοτελώς προσδιορισμένων εθνικιστικών στόχων, έθεταν σε κίνδυνο υπέρτερα αγαθά, όπως η ευημερία, η δημοκρατία και η ειρήνη.
Οι δημοκρατικές κυβερνήσεις σε όλον τον κόσμο προσβλέπουν με αισιοδοξία στην προεδρία Μπάιντεν. Το ερώτημα είναι αν, και σε ποιο βαθμό, οι προσδοκίες αυτές θα δικαιωθούν. Ας ξεκινήσουμε με τις δυνατότητες που θα διαθέτει η νέα αμερικανική κυβέρνηση. Ο Τζο Μπάιντεν εκλέχτηκε με οριακή πλειοψηφία, ενώ ο έλεγχος της Γερουσίας παραμένει στους Ρεπουμπλικανούς.
Στην εξωτερική πολιτική ο πρόεδρος έχει ευρύτερα περιθώρια κινήσεων σε σχέση με τα θέματα εσωτερικής πολιτικής. Ενώ όμως θα μπορεί να προωθήσει την επάνοδο των ΗΠΑ στη συμφωνία με το Ιράν και στη συμφωνία του Παρισιού για το κλίμα, αλλαγές ή τροποποιήσεις για την εξασφάλιση της εφαρμογής των συμφωνιών θα απαιτούν έγκριση της Γερουσίας. Σε θέματα ευρύτερου ενδιαφέροντος, όπως η ενίσχυση της διατλαντικής σχέσης με την Ευρώπη με νέα εμπορική συμφωνία και η υιοθέτηση ηπιότερης πολιτικής στην αντιπαράθεση με την ανερχόμενη Κίνα – για την αποτροπή νέου ‘Ψυχρού Πολέμου’- θα πρέπει να αναζητηθούν διακομματικές συναινέσεις.
Ο τομέας των διεθνών σχέσεων, όπου η νέα κυβέρνηση θα έχει ελεύθερα τα χέρια, είναι η υπεράσπιση της δημοκρατίας, των ανθρώπινων δικαιωμάτων και των κανόνων λειτουργίας του μεταπολεμικού συστήματος απέναντι στην προοπτική διαίρεσης του κόσμου σε σφαίρες επιρροής, που θα ανταγωνίζονται με όρους ισχύος έξω από το πλαίσιο του διεθνούς δικαίου. Αυτό συμβαίνει ήδη σε μικρογραφία στη δική μας περιοχή, την Ανατολική Μεσόγειο, όπου μία ανερχόμενη δύναμη, η Τουρκία, επιχειρεί να επιβάλει τις δικές της επιλογές με την απειλή στρατιωτικής βίας, καταπατώντας κυριαρχικά δικαιώματα γειτονικών χωρών.
Κάτω από αυτό το πρίσμα, η εκλογή του Τζο Μπάιντεν ενισχύει τη θέση της Ελλάδας και της Κύπρου απέναντι στην Τουρκία. Από τη σκοπιά της Ουάσινγκτον, η Τουρκία είναι παραβάτης ενώ η Ελλάδα υπερασπίζεται τα σύνορα της ΕΕ, μιας ένωσης δημοκρατικών χωρών, που είναι σύμμαχος των Ηνωμένων Πολιτειών. Αρχίζει να διαμορφώνεται κλίμα υποστήριξης των αρχών του διεθνούς δικαίου και αλληλεγγύης μεταξύ δημοκρατικών χωρών,
Εξάλλου, η Τουρκία έχει καταστεί περισσότερο ευάλωτη σε διπλωματικές πιέσεις λόγω της επιδείνωσης της οικονομίας της. Πριν από λίγες μέρες αντικαταστάθηκε ο διοικητής της κεντρικής τράπεζας λόγω μεγάλης υποτίμησης της τουρκικής λίρας.
Η οικονομική προοπτική της Τουρκίας παραμένει θετική λόγω του πληθυσμιακού της δυναμισμού, ενός εργατικού δυναμικού νέου σε ηλικία και του χαμηλού δημοσίου χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ. Όμως, η ύφεση της τελευταίας τριετίας σε συνδυασμό με την επιτάχυνση του πληθωρισμού λόγω της υποτίμησης του νομίσματος δημιουργεί πρόβλημα ανταγωνιστικότητας και, κατ’ επέκταση, χρηματοδότησης του ελλείμματος στο ισοζύγιο πληρωμών. Έχει σημειωθεί ραγδαία μείωση των συναλλαγματικών αποθεμάτων της χώρας. Αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει την Τουρκία στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, με ό,τι αυτό συνεπάγεται σε απώλεια ανεξαρτησίας.
Κατά συνέπεια, άσκηση πίεσης από τις ΗΠΑ, εστιασμένης στο πεδίο των οικονομικών σχέσεων, θα είναι αποδοτική. Σε αυτό το πλαίσιο θα πρέπει να συζητήσει τα θέματα ασφάλειας η Ελλάδα με τη νέα αμερικανική κυβέρνηση. Η ΕΕ μπορεί, επίσης, να παρακινηθεί για να δράσει στην ίδια κατεύθυνση.
Αξιοποιώντας το ευνοικότερο κλίμα, η Ελλάδα θα πρέπει να υπενθυμίσει τις «κόκκινες γραμμές» της στα σημεία διαφωνίας με την Τουρκία καθώς και τη σταθερή πρόθεσή της να επιλύσει τα θέματα που αφορούν την υφαλοκρηπίδα και τις Αυτόνομες Οικονομικές Ζώνες σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπει το διεθνές δίκαιο, περιλαμβανομένης της προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Επίσης, συνεχίζοντας το διπλωματικό άνοιγμα που ήδη έχει πραγματοποιήσει προς πολλές πλευρές, ιδιαίτερα στη Μέση Ανατολή, τη Ρωσία και, βέβαια, τους Ευρωπαίους εταίρους, να αναδείξει την απειλή που αποτελεί η σημερινή πολιτική της Τουρκίας για την παγκόσμια τάξη και το διεθνές δίκαιο τονίζοντας, ταυτόχρονα, την ανάγκη επαναθεμελίωσης σχέσεων φιλίας και συνεργασίας πάνω σε υγιείς βάσεις. Τέλος, εφόσον η τουρκική απειλή έχει μακροχρόνιο χαρακτήρα, θα πρέπει να επανεξεταστεί η στρατηγική ασφάλειας.
Συγκεκριμένα, είναι σκόπιμο να στρατιωτικοποιήσουμε την πολιτική μας, κατά το πρότυπο του Ισραήλ? Πιστεύω πως όχι. Η πληθυσμιακή υπεροχή της Τουρκίας αντισταθμίζεται από τη στενότητα των χερσαίων συνόρων που μας συνδέουν μαζί της. Επιπλέον, η Ελλάδα μετέχει σε ευρύτερες συμμαχίες που αποτελούν ανάχωμα στις τουρκικές βλέψεις. Τέλος, η στρατιωτικοποίηση δεν είναι συμβατή με το χαρακτήρα του λαού μας και τις δημοκρατικές μας παραδόσεις.
Είναι όμως αναγκαίο να ανασχεδιάσουμε τη στρατιωτική μας στρατηγική στη βάση της αρχής ότι, λόγω αριθμητικής υστέρησης, πρέπει να διατηρούμε ποιοτικό πλεονέκτημα στους εξοπλισμούς, ιδιαίτερα στη θάλασσα και στον αέρα. Ήδη έχουν γίνει βήματα απόκτησης οπλικών συστημάτων τεχνολογικής αιχμής. Πρέπει να γίνουν περισσότερα στο άμεσο μέλλον και παράλληλα να ενταθεί η προσπάθεια ανάπτυξης ευρωπαικών μηχανισμών κοινής άμυνας.
*Πρώην υπουργός, πρόεδρος του Κέντρου Ερευνών Προοδευτικής Πολιτικής