Με την ταχύτατη βελτίωση όλων των εργαλείων παραγωγής και την απεριόριστη διευκόλυνση των επικοινωνιών, η αστική τάξη τραβά βίαια στον πολιτισμό όλα τα έθνη, ακόμη και τα πιο βάρβαρα
Ο Αλαίν Μενκ (Alain Minc), 72 ετών, είναι ένας εύπορος, ταλαντούχος, πολυγραφότατος συγγραφέας, σύμβουλος επιχειρήσεων και πολιτικών και διανοούμενος που τώρα τελευταία επανανακάλυψε τον Κάρολο Μαρξ και το έργο του.
Έγραψε έτσι ένα περιεκτικό και προκλητικό για κάποιους βιβλίο, στο οποίο, υπό τον τίτλο «Η ζωή μου με τον Μαρξ» (Εκδόσεις Gallimard) υποστηρίζει ότι ο Γερμανός φιλόσοφος είναι ο κορυφαίος και επαναστατικός ερμηνευτής του καπιταλισμού και της σοσιαλδημοκρατίας.
Ξαναδιαβάζοντας το «Κομμουνιστικό Μανιφέστο» ο Αλαίν Μενκ επισημαίνει και υπογραμμίζει αυτά που μεταξύ άλλων έγραφε ο Καρλ Μαρξ:
«Η μεγάλη βιομηχανία δημιούργησε την παγκόσμια αγορά, που την είχε προετοιμάσει η ανακάλυψη της Αμερικής. Η παγκόσμια αγορά έδωσε στο εμπόριο, στη ναυτιλία και στα μέσα συγκοινωνίας της ξηράς μια τεράστια ανάπτυξη, η οποία με τη σειρά της επέδρασε στην εξάπλωση της βιομηχανίας. Στο βαθμό που εξαπλωνόταν η βιομηχανία, το εμπόριο, η ναυτιλία και οι σιδηρόδρομοι, στον ίδιο βαθμό αναπτυσσόταν η αστική τάξη, πολλαπλασίαζε τα κεφάλαια της και ωθούσε στο περιθώριο όλες τις τάξεις που είχε κληροδοτήσει ο Μεσαίωνας.
Βλέπουμε, λοιπόν, πως και η ίδια η σύγχρονη αστική τάξη είναι προϊόν μίας πολύχρονης εξέλιξης, είναι προϊόν μιας σειράς ανατροπών στον τρόπο παραγωγής και συναλλαγής.
Καθεμιά απ’ αυτές τις βαθμίδες εξέλιξης της αστικής τάξης συνοδευόταν από μιαν ανάλογη πολιτική πρόοδο. Η αστική τάξη έπαιξε στην ιστορία έναν εξαιρετικά επαναστατικό ρόλο.
Πρώτη αυτή απέδειξε τι μπορεί να καταφέρει η ανθρώπινη δραστηριότητα. Δημιούργησε τελείως διαφορετικά θαύματα από τις πυραμίδες της Αιγύπτου, τα ρωμαϊκά υδραγωγεία και τους γοτθικούς καθεδρικούς ναούς κι έκανε τελείως διαφορετικές εκστρατείες από τις μεταναστεύσεις των λαών και τις Σταυροφορίες.
Η αστική τάξη δεν μπορεί να υπάρχει αν δεν επαναστατικοποιεί συνεχώς τα μέσα παραγωγής, δηλαδή τις σχέσεις παραγωγής, όλες γενικά τις κοινωνικές σχέσεις. Αντίθετα, για όλες τις προηγούμενες βιομηχανικές τάξεις, η αμετάβλητη διατήρηση του παλαιού τρόπου παραγωγής ήταν ο πρώτος όρος της ύπαρξης τους.
Η αστική εποχή διακρίνεται απ’ όλες τις προηγούμενες για τη συνεχή ανατροπή της παραγωγής, τον αδιάκοπο κλονισμό όλων των κοινωνικών καταστάσεων και για την αιώνια αβεβαιότητα και κινητικότητα.
Όλες οι σταθερές, σκουριασμένες σχέσεις και η ακολουθία τους από παλιές σεβάσμιες παραστάσεις και αντιλήψεις διαλύονται, κι όλες οι νεοσχηματισμένες παλιώνουν αμέσως, πριν προφτάσουν να γίνουν σκέλεθρα.
Καθετί σταθερό και ακλόνητο κλονίζεται, καθετί ιερό βεβηλώνεται, και οι άνθρωποι αναγκάζονται επιτέλους να δουν με καθαρό μάτι τη θέση τους στη ζωή και τις μεταξύ τους σχέσεις.
Η ανάγκη για συνεχώς επεκτεινόμενη κατανάλωση των προϊόντων της κυνηγά την αστική τάξη σ’ όλη την υδρόγειο. Είναι αναγκασμένη να φωλιάζει παντού, να εγκαθίσταται παντού, να δημιουργεί σχέσεις παντού.
Με την εκμετάλλευση της παγκόσμιας αγοράς, η αστική τάξη έχει διαμορφώσει πανομοιότυπα την παραγωγή και την κατανάλωση σ’ όλες τις χώρες; Έχει εξαλείψει, προς μεγάλη λύπη των αντιδραστικών, τον εθνικό χαρα¬κτήρα της βιομηχανίας.
Οι πανάρχαιες εθνικές βιομηχανίες εκμηδενίστηκαν και εξακολουθούν καθημερινά να εκμηδενίζονται. Εκτοπίζονται από νέες βιομηχανίες, που η εισαγωγή τους γίνεται ζήτημα ζωής και θανάτου για όλα τα πολιτισμένα έθνη, από βιομηχανίες που δεν επεξεργάζονται πια εγχώριες πρώτες ύλες, αλλά πρώτες ύλες που έρχονται από τις πιο απομακρυσμένες ζώνες, από βιομηχανίες που τα προϊόντα τους καταναλώνονται όχι μόνο στην ίδια τη χώρα, αλλά ταυτόχρονα σε όλα τα μέρη του κόσμου.
Στη θέση των παλιών αναγκών που ικανοποιούνταν από εγχώρια προϊόντα, εμφανίζονται νέες ανάγκες, που για την ικανοποίησή τους απαιτούνται προϊόντα από τις πιο απομακρυσμένες χώρες και από τα πιο διαφορετικά κλίματα. Στη θέση της παλιάς τοπικής και εθνικής αυτάρκειας και απομόνωσης εμφανίζεται η ολόπλευρη συναλλαγή, η ολόπλευρη αλληλεξάρτηση των εθνών.
Και όπως στην υλική έτσι και στην πνευματική παραγωγή: Τα πνευματικά προϊόντα του κάθε έθνους γίνονται κοινό κτήμα. Η εθνική μονομέρεια και αποκλειστικότητα γίνεται όλο και περισσότερο αδύνατη, και από τις πολλές εθνικές και τοπικές λογοτεχνίες σχηματίζεται μια παγκόσμια λογοτεχνία.
Με την ταχύτατη βελτίωση όλων των εργαλείων παραγωγής και την απεριόριστη διευκόλυνση των επικοινωνιών, η αστική τάξη τραβά βίαια στον πολιτισμό όλα τα έθνη, ακόμη και τα πιο βάρβαρα.
Αναγκάζει όλα τα έθνη να υιοθετήσουν τον αστικό τρόπο παραγωγής, αν δεν θέλουν να καταστραφούν. Τα αναγκάζει να εισαγάγουν στην ίδια τους τη χώρα το λεγόμενο πολιτισμό, δηλαδή να γίνουν αστικά. Με δυο λόγια, δημιουργεί έναν κόσμο «κατ’ εικόνα και ομοίωσή» της.
Η αστική τάξη υπέταξε την ύπαιθρο στην κυριαρχία της πόλης. Δημιούργησε τεράστιες πόλεις, αύξησε σε μεγάλο βαθμό τον αστικό πληθυσμό σε σύγκριση με τον πληθυσμό της υπαίθρου, αποσπώντας έτσι ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού από την ηλιθιότητα της αγροτικής ζωής…».
Γραμμένα πριν 173 χρόνια, τα παραπάνω λόγια και οι διαστάσεις που εκφράζουν δεν έχουν ούτε μια ρυτίδα. Αποτελούν ακόμη και σήμερα μια διαπεραστική ανάλυση – ανατομία ενός συγκεκριμένου συστήματος παραγωγής πλούτου και της μόνιμης τάσης του να επεκτείνεται, να παγκοσμιοποιείται δηλαδή και να καινοτομεί.
Είναι σαφές ότι ο Καρλ Μαρξ είχε καταλάβει απόλυτα τον επαναστατικό χαρακτήρα του βιομηχανικού τρόπου παραγωγής και ως εκ τούτου μπορούσε να προβλέψει ποια θα ήταν η μελλοντική πορεία της αγοράς, ήτοι του χώρου όπου οι άνθρωποι συναλλάσσονται.
Με βάση, λοιπόν, τις παραπάνω διαπιστώσεις του, ο Γερμανός φιλόσοφος, σε θεωρητικό επίπεδο έκανε μια σειρά από αυθαίρετες προβλέψεις, αρκετές από τις οποίες στην πράξη απεδείχθησαν ατυχείς, χωρίς αυτό όμως να αφαιρεί την αξία της διάγνωσης.
Με αφετηρία έτσι την μαρξική ανάλυση-διάγνωση, πρώτος ο Εδουάρδος Μπερνστάϊν(1850-1932), Γερμανός στοχαστής και πολιτικός, κατάλαβε ότι το παραγωγικό σύστημα που βαπτίστηκε καπιταλισμός, όχι μόνον δεν θα κατέρρεε λόγω των εσωτερικών του αντιφάσεων, αλλά αυτές οι τελευταίες ήσαν το εργαλείο της συνεχούς ανανέωσής του.
Και πάνω σε αυτή τη διαδικασία, που το 1930 ο μεγάλος οικονομολόγος και Αυστριακός πολιτικός Γιόζεφ Σανμπέτερ την αποκάλεσε «δημιουργική καταστροφή» θεμελιώθηκε η σοσιαλδημοκρατία, ήτοι ο κατά Κάρλο Ροσέλλι, φιλελεύθερος σοσιαλισμός.
Σήμερα, αυτός ο τελευταίος, μετά από 100 και πλέον χρόνια πετυχημένης πορείας βρίσκεται σε κρίσιμη φάση νέων επιλογών, σχετικών με την 4η βιομηχανική επανάσταση, πρώτη ύλη της οποίας, δεν είναι τόσο το κεφάλαιο, όσο η γνώση ως συντελεστής παραγωγής πλούτου.