Αυξανόμενο κίνδυνο το 2019 να είναι χαμένη χρονιά για την ελληνική οικονομία βλέπουν πολλοί ξένοι επενδυτές, που έχουν θορυβηθεί από το κρεσέντο εκλογολογίας των τελευταίων ημερών, τη συνεχιζόμενη παροχολογία, τη μεταρρυθμιστική απραξία της κυβέρνησης και το αρνητικό διεθνές περιβάλλον.
Οπως ανέφεραν στο «business stories» παράγοντες της αγοράς και τραπεζικά στελέχη που βρίσκονται σε ανοιχτή γραμμή με εκπροσώπους επενδυτικών οίκων και τραπεζών του εξωτερικού, η κατακόρυφη άνοδος του πολιτικού θερμόμετρου στη χώρα μας έχει προκαλέσει έντονη ανησυχία, διότι εκτιμάται ότι, πρώτον, θα επιτείνει την πλειοδοσία υποσχέσεων για μειώσεις φόρων και παροχές εν όψει των εθνικών εκλογών και, δεύτερον, θα παγώσει την εφαρμογή κρίσιμων μεταμνημονιακών δεσμεύσεων, ιδίως στον τομέα των αποκρατικοποιήσεων και της βελτίωσης του επενδυτικού περιβάλλοντος, αναφέρει το newmoney.
Η ανησυχία των αγορών καθρεφτίζεται τόσο στις αποδόσεις των ελληνικών κρατικών ομολόγων που παραμένουν κολλημένες σε υψηλά επίπεδα (περί το 4,4% για το 10ετές), ακόμα και μετά την αποκλιμάκωση της κρίσης στην Ιταλία, όσο και στον καταιγισμό αρνητικών δημοσιευμάτων στον διεθνή Τύπο.
Ο βασικός προβληματισμός που εκφράζουν οι ξένοι επενδυτές στους Ελληνες συνομιλητές τους επικεντρώνεται σε 7 σημεία:
1. Τα κόμματα επιδίδονται σε πλειοδοσία υποσχέσεων για μειώσεις φόρων, ενώ η κυβέρνηση επιχειρεί να μειώσει τη δυσαρέσκεια των ψηφοφόρων με παροχές.
2. Οι μεταρρυθμίσεις καθυστερούν δραματικά. Διεθνείς επενδυτικοί κύκλοι εμφανίζονται μάλιστα απορημένοι με τη στάση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η οποία, όπως λένε, «δείχνει μεγάλη ανοχή απέναντι στις καθυστερήσεις στην υλοποίηση των μεταμνημονιακών δεσμεύσεων».
Η αυστηρότητα ή μη των τεχνοκρατών των δανειστών απομένει να φανεί από τα τέλη αυτής της εβδομάδας, όταν επιστρέψουν στην Αθήνα τα τεχνικά κλιμάκιά τους. Την ερχόμενη Δευτέρα 21 Ιανουαρίου αναμένεται να αφιχθούν και οι επικεφαλής των θεσμών για τη δεύτερη έκθεση στο πλαίσιο της ενισχυμένης μεταμνημονιακής εποπτείας. Η έκθεση θα παρουσιαστεί στις 27 Φεβρουαρίου και θα συζητηθεί στο Eurogroup στις 11 Μαρτίου. Η βαρύτητά της είναι μεγάλη διότι από αυτή εξαρτάται η επιστροφή 600 εκατ. ευρώ από τα κέρδη των ελληνικών ομολόγων που κατέχουν η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες της Ευρωζώνης.
3. Εντείνεται η αβεβαιότητα για την πορεία της διεθνούς οικονομίας. Η Παγκόσμια Τράπεζα ανακοίνωσε την περασμένη Τρίτη ότι προβλέπει παγκόσμια ανάπτυξη 2,9% φέτος και μόλις 2% στις ανεπτυγμένες οικονομίες. Υπό αυτές τις συνθήκες και σε μια εκλογική χρονιά φαίνεται εξαιρετικά δύσκολο να πετύχει η Ελλάδα ανάπτυξη 2,5%, όπως προβλέπει ο κρατικός προϋπολογισμός.
4. Οι ελληνικές τράπεζες αδυνατούν να στηρίξουν τις επενδύσεις και την πραγματική οικονομία, παραμένοντας εγκλωβισμένες στο μείζον πρόβλημα των κόκκινων δανείων.
5. Τα υπερπλεονάσματα της περασμένης διετίας είναι σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα υπερφορολόγησης και περικοπής των δημοσίων επενδύσεων, υποσκάπτοντας έτσι τις αναπτυξιακές προοπτικές.
6. Η δέσμευση για υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα (3,5% του ΑΕΠ έως το 2022 και μεσοσταθμικά 2,2% την περίοδο 2023-2060) δεν αφήνει περιθώρια για αναπτυξιακό άλμα και ουσιαστική χαλάρωση της υπερβολικής λιτότητας.
7. Θα χρειαστούν τουλάχιστον δύο χρόνια, σύμφωνα με μετριοπαθείς προβλέψεις, για να καλυφθεί η απόσταση που χωρίζει την Ελλάδα από την επενδυτική βαθμίδα (ΒΒΒ- και πάνω) στην κλίμακα των οίκων πιστοληπτικής αξιολόγησης. Σήμερα η χώρα απέχει τρία σκαλοπάτια από την επενδυτική βαθμίδα στην κλίμακα του οίκου Fitch (ΒΒ-), τέσσερα σκαλοπάτια στην κλίμακα της Standard & Poor’s (Β+) και έξι σε εκείνη της Moody’s (Β3). Η προσδοκία είναι ότι η Moody’s θα προχωρήσει σε αναβάθμιση την 1η Μαρτίου, ενώ Standard & Poor’s και Fitch εκτιμάται ότι θα διατηρήσουν τις υφιστάμενες βαθμολογίες στις επικείμενες αξιολογήσεις τους (στις 18 Ιανουαρίου η πρώτη και στις 8 Φεβρουαρίου η δεύτερη).
Με δεδομένες τις παραπάνω ανησυχίες και ύστερα από τρία μνημόνια και ένα κούρεμα του χρέους που κατείχαν οι ιδιώτες επενδυτές, το Ελληνικό Δημόσιο είναι βέβαιο ότι θα πληρώσει ακριβό εισιτήριο επιστροφής στις αγορές. Η πρώτη μεταμνημονιακή έκδοση ομολόγου αναμένεται μέσα στο πρώτο τρίμηνο του έτους, πιθανότατα με 5ετούς διάρκειας τίτλο, με σκοπό να αντληθούν 2-3 δισ. ευρώ.