Ο άνθρωπος που σήμερα διευθύνει τις μυστικές επιχειρήσεις της Τουρκίας στη Λιβύη ήταν ο αυτός που συνέβαλε καθοριστικά στην ενορχήστρωση του στημένου από τον Ταγίπ Ερντογάν πραξικοπήματος του Ιουλίου 2016, σύμφωνα με έρευνα του αποκαλυπτικού Nordic Monitor. Σε άρθρο που υπογράφει ο γνωστός αυτοεξόριστος Τούρκος δημοσιογράφος Αμπντουλάχ Μποζκούρτ, κατονομάζει τον αξιωματικό των τουρκικών μυστικών υπηρεσιών Σαντίκ Ουστούν, ο οποίος έδρασε κατόπιν εντολών του ίδιου του Ερντογάν.
Στόχος του ήταν να συντριβεί η αντιπολίτευση και ειδικά το κίνημα του ιμάμη Γκιουλέν. Το στημένο πραξικόπημα -κατά τον Τούρκο δημοσιογράφο- έγινε για να δικαιολογηθούν οι μαζικές διώξεις και εντέλει ο Ερντογάν να αποκτήσει τον απόλυτο έλεγχο της χώρας. Ο Ουστούν είναι υψηλά ιστάμενος στην ΜΙΤ, την τουρκική μυστική υπηρεσία.
Είχε πριν υπηρετήσει κυρίως στο Γενικό Επιτελείο και στη Διοίκηση των Χερσαίων Δυνάμεων. Μεταξύ του 1999 και του 2002 υπηρέτησε στο Ανώτατο Αρχηγείο του ΝΑΤΟ στο Βέλγιο. Σύμφωνα με την έρευνα του Μποζκούρτ, μετά την οργάνωση ισλαμιστικών ομάδων στη Λιβύη το 2011, επέστρεψε στην Τουρκία όπου και ανέλαβε τη διεξαγωγή μυστικών επιχειρήσεων για λογαριασμό της ΜΙΤ.
Στο πλαίσιο αυτό έπαιξε κεντρικό ρόλο στο στήσιμο του πραξικοπήματος τον Ιούλιο 2016. Μεταξύ άλλων, παγίδευσε στρατηγούς που δεν είχαν καμία σχέση με το πραξικόπημα. Ο μυστικός ρόλος του Ουστούν εκτέθηκε κατά την διάρκεια των δικαστικών ακροάσεων σε βάρος γκιουλενιστών, οι οποίοι και αποκάλυψαν τις παρασκηνιακές ενέργειές του.
Αμέσως μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα, το καθεστώς Ερντογάν τον έστειλε στην Αυστραλία με διπλωματική ιδιότητα για να αποφύγει την εξέταση από τους δικηγόρους εκατοντάδων κατηγορουμένων για συμμετοχή στο πραξικόπημα, οι οποίοι ζητούσαν να εμφανιστεί ως μάρτυρας. Δεν κατέθεσε ποτέ παρά τις επανειλημμένες εκκλήσεις και την εμπλοκή του σε παραπάνω από 60 υποθέσεις. Δεν κλήθηκε καν να καταθέσει ούτε ενώπιον της κοινοβουλευτικής επιτροπής που συστάθηκε για να διερευνήσει το αποτυχημένο πραξικόπημα.
Σε ένα κραυγαλέο λάθος του, ο Ουστούν κατονόμασε τον στρατηγό, μέλος του Ανώτατου Στρατιωτικού Συμβουλίου Ακιν Οζτούρκ ως έναν εκ των ηγετών του πραξικοπήματος στην αεροπορική βάση στο Ικόνιο, εκεί που έλαβαν χώρα συγκρούσεις μεταξύ πραξικοπηματιών και δυνάμεων πιστών στην κυβέρνηση. Όπως αποδείχθηκε, ο στρατηγός βρισκόταν στο σπίτι της κόρης του, που απέχει 4-5 χιλιόμετρα από την αεροπορική βάση, και έπαιζε με τα εγγόνια του τις κρίσιμες εκείνες ώρες.
Ο Οζτούρκ εκτός ότι δεν είχε καμία σχέση με το κίνημα Γκιουλέν, δεν γνώριζε καν τί ακριβώς εξελισσόταν εκείνη τη νύχτα. Σύμφωνα με τα επίσημα έγγραφα της Διοίκησης του 8ου Σώματος Στρατού, ο Ουστούν τηλεφώνησε στον αρχηγό του Σώματος στις 23:17’ στις 15 Ιουλίου. Στην επικοινωνία αυτή τον ενημέρωσε ότι ένα πραξικόπημα βρισκόταν εν εξελίξει και ο στρατηγός Οζτούρκ ήταν ο ηγέτης του.
Περίπου 20 λεπτά μετά από αυτήν την κλήση, ο Ουστούν έδωσε εντολή στον Διοικητή των Ειδικών Δυνάμεων Αμπιντίν Ουνάλ να καλέσει τον Οζτούρκ να πάει επειγόντως στη βάση, όπως και έγινε. Όταν πήγε, ο Οτζουρκ βρέθηκε ενώπιον του τότε αρχηγού του Γενικού Επιτελείου Χουλούσι Ακάρ, ο οποίος του εξήγησε ότι ορισμένοι αξιωματικοί είχαν συμμετάσχει σε κάποιου είδους πραξικόπημα. Του ζήτησε να μεσολαβήσει ώστε να παραδοθούν.
Στην κατάθεσή του στο δικαστήριο, ο Οζτούρκ εξήγησε ότι ο Ακάρ ως ανώτατος διοικητής, αφού δεν ήταν όμηρος, θα έπρεπε αυτός να είχε απευθυνθεί στους συνωμότες. Τότε είχε βρει παράξενη την εντολή που είχε λάβει, αλλά υπάκουσε. Εκ των υστέρων, συνειδητοποίησε ότι απλά είχε οδηγηθεί σαν πρόβατο σε σφαγή.
Πολλοί μάρτυρες κατέθεσαν στο δικαστήριο ότι ο Οζτούρκ δεν είχε καμία σχέση με την απόπειρα πραξικοπήματος και είχε απλά προσπαθήσει να μεσολαβήσει για να ηρεμήσουν τα πνεύματα. Το δικαστήριο δεν τον πίστεψε, βέβαια, ούτε και τους μάρτυρες, με αποτέλεσμα να οδηγηθεί στην φυλακή, όπου υπέστη φρικτά βασανιστήρια για μέρες. Τα δάχτυλά του κάηκαν ακόμη και με οξύ, ώστε να αναγκαστεί να υπογράψει την ομολογία του, αλλά δεν υπέγραψε.
Σύμφωνα με την έρευνα, η στοχοποίησή του δεν ήταν διόλου τυχαία. Ο Πρόεδρος Ερντογάν και ο αρχηγός της MIT Χάκαν Φιντάν αντιμετώπιζαν αντίσταση από ορισμένους στρατηγούς που είχαν δεσμούς με το ΝΑΤΟ. Ειδικά από τον Οζτούρκ, ο οποίος κατείχε βασική θέση ως μέλος του Ανώτατου Στρατιωτικού Συμβουλίου. Ο Οζτούρκ ηγείτο μίας ομάδας ανώτατων αξιωματικών που επέμενε για άμεσο τερματισμό της τουρκικής στρατιωτικής εμπλοκής στη Συρία. Το ψεύτικο -όπως το χαρακτηρίζει η δημοσιογραφική έρευνα- πραξικόπημα βοήθησε να σπάσει αυτή η αντίσταση στις ένοπλες δυνάμεις με την εκκαθάριση σχεδόν του 70% των ανωτάτων αξιωματικών.
Όταν κατακάθισε η σκόνη, ο Σαντίκ Ουστούν επέστρεψε και εστάλη στη Λιβύη για να οργανώσει τις εκεί μυστικές επιχειρήσεις με σκοπό να υποστηρίξει την κυβέρνηση Αλ Σάρατζ. Μέχρι τώρα παραμένει εκεί ως επικεφαλής του εκτεταμένου δικτύου που έχει στήσει η ΜΙΤ, το οποίο μεταξύ άλλων ελέγχει και κατευθύνει τις χιλιάδες τζιχαντιστών που έχουν σταλεί από τη Συρία στη Λιβύη με τη φροντίδα του καθεστώτος Ερντογάν.