Δύσβατος και γεμάτος παγίδες ο δρόμος που θα ακολουθήσει ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ
Η εκλογή του Τζο Μπάιντεν στην προεδρία των Ηνωμένων Πολιτειών το 2020 διεκδικεί πολλούς τίτλους ‘ιστορικότητας’: Υψηλότερη λαική συμμετοχή από το 1900, ρεκόρ ψήφων για το νικητή υποψήφιο, πρώτη ήττα εν ενεργεία προέδρου μετά το 1993, πρώτη υποψηφιότητα έγχρωμης (τζαμαικανο-ινδής) γυναίκας σε μεγάλο κόμμα για την αντιπροεδρία, μεγαλύτερη ηλικία υποψηφίου προέδρου.
Του Γιάννου Παπαντωνίου *
Όμως, τα ετερογενή αυτά στοιχεία δεν συνθέτουν ένα συνολικό αφήγημα. Ακόμα και το γεγονός ότι, σε πλαίσιο παγκόσμιας ανόδου του λαικισμού, επικράτησε μετριοπαθής κεντρώος υποψήφιος αντισταθμίζεται από την επιβίωση του τραμπισμού που, κρατώντας (προς το παρόν) τον έλεγχο της Γερουσίας και περιορίζοντας την πλειοψηφία των Δημοκρατικών στη Βουλή των Αντιπροσώπων, παρέμεινε ρυθμιστής του παιχνιδιού.
Ο Μπάιντεν θα κυβερνήσει με ένα χέρι δεμένο. Χωρίς τη συγκατάθεση των Ρεπουμπλικανών δεν θα είναι καν σε θέση να σχηματίσει την κυβέρνηση που θα ήθελε. Όλες οι υπουργικές τοποθετήσεις απαιτούν έγκριση της ρεπουμπλικανικής πλειοψηφίας στη Γερουσία.
Κρίσιμες θέσεις, όπως το υπουργείο Εξωτερικών και το υπουργείο Οικονομικών, θα γίνουν αντικείμενο διαπραγμάτευσης. Εξάλλου, το οριακό αποτέλεσμα δεν εξασφαλίζει ισχυρή λαική εντολή για την ατζέντα των Δημοκρατικών. Φιλόδοξα σχέδια, όπως η ‘Νέα Πράσινη Συμφωνία’, μεγάλη αύξηση του ελάχιστου μισθού και υψηλότεροι φόροι στους πλούσιους, έχουν περιορισμένες πιθανότητες υλοποίησης. Ακόμα και στην εξωτερική πολιτική, όπου ο πρόεδρος έχει ευρύτερα περιθώρια κινήσεων, υπάρχουν σοβαρά εμπόδια.
Ενώ, για παράδειγμα, ο Μπάιντεν θα μπορεί να προωθήσει την επάνοδο των ΗΠΑ στη συμφωνία με το Ιράν και στη συμφωνία του Παρισιού για το κλίμα, αλλαγές ή τροποποιήσεις, απαραίτητες για την εξασφάλιση της εφαρμογής των συμφωνιών, θα απαιτούν έγκριση της Γερουσίας.
Βέβαια, στην εξωτερική πολιτική η κυβέρνηση Μπάιντεν θα είναι σε θέση να αποκαταστήσει την κανονικότητα και να προτάξει την υπεράσπιση της δημοκρατίας, των ανθρώπινων δικαιωμάτων και των κανόνων λειτουργίας του μεταπολεμικού συστήματος, αναστρέφοντας την επικίνδυνη ταύτιση του Τραμπ με αυταρχικούς ηγέτες και καθεστώτα, όπως ο Πούτιν, ο Μπολσονάρο και ο Ερντογάν.
Όμως για ουσιαστικότερα θέματα, όπως η ενίσχυση της διατλαντικής σχέσης με την Ευρώπη με μία νέα εμπορική συμφωνία και η υιοθέτηση ηπιότερης πολιτικής στην αντιπαράθεση με την ανερχόμενη Κίνα – για την αποτροπή νέου ‘Ψυχρού Πολέμου’- θα χρειαστούν ευρύτερες συναινέσεις, που είναι αβέβαιο αν θα είναι εφικτές.
Αυτό θα εξαρτηθεί από το γενικότερο κλίμα που θα επικρατήσει στο εσωτερικό των Ηνωμένων Πολιτειών και, ιδιαίτερα στο Ρεπουμπλικανικό κόμμα μετά την ήττα του Τραμπ. Θα κηρύξει ο ίδιος ο Τραμπ και η οικογένειά του ένα είδος ‘ανένδοτου αγώνα’ για την ανάκτηση της εξουσίας στις προεδρικές εκλογές του 2024?
Ακραίες ή μετριοπαθείς δυνάμεις θα επικρατήσουν στον αγώνα ανάδειξης του νέου Ρεπουμπλικάνου προεδρικού υποψηφίου? Είναι κρίσιμα ερωτήματα για τη μετεκλογική πορεία των Ηνωμένων Πολιτειών.
Βρισκόμαστε στην αρχή του τέλους της μεταπολεμικής παγκόσμιας τάξης. Ενός κόσμου που οικοδομήθηκε πάνω στα ερείπια του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου, με βασικούς πυλώνες τις δύο νικήτριες μεγάλες δυνάμεις, τις ΗΠΑ και τη Σοβιετική Ένωση, και πλαίσιο αναφοράς τον Οργανισμό των Ηνωμένων Εθνών, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, την Παγκόσμια Τράπεζα και τη Γενική Συμφωνία για τους Δασμούς και το Εμπόριο, που μετεξελίχθηκε στο Διεθνή Οργανισμό Εμπορίου.
Η παγκόσμια τάξη στηρίχτηκε στις αρχές της δημοκρατικής διακυβέρνησης, στο σεβασμό των ανθρώπινων δικαιωμάτων και στην ελεύθερη διακίνηση αγαθών και υπηρεσιών.
Η άνοδος της Κίνας και η ανταγωνιστική απειλή που εκπροσωπεί απέναντι στις Ηνωμένες Πολιτείες έχουν αρχίσει να αποσταθεροποιούν το διεθνές σύστημα. Στο εσωτερικό των δυτικών χωρών, η σώρευση οικονομικών προβλημάτων με επίκεντρο τη διεύρυνση των ανισοτήτων, οι συνέπειες της κλιματικής αλλαγής, οι επιπτώσεις της παγκοσμιοποίησης στη χρηματοοικονομική σταθερότητα καθώς και η εμφάνιση εξωγενών κινδύνων, όπως η σημερινή πανδημία, διαμόρφωσαν συνθήκες κοινωνικής και πολιτικής αναταραχής.
Αποτέλεσμα υπήρξε η άνοδος λαικιστικών δυνάμεων, που εκδηλώθηκαν κυρίως με την επικράτηση του Brexit στη Βρετανία και του Ντόναλντ Τραμπ στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές του 2016. Παράλληλα, αυξήθηκε σημαντικά η ένταση στις σχέσεις των ΗΠΑ με την Κίνα.
Ο κλονισμός του συστήματος κινεί ήδη διαδικασίες για τη δημιουργία νέας παγκόσμιας τάξης, που όμως δεν έχει ακόμα προσδιοριστεί. Αν δεν αποκατασταθεί η σταθερότητα και η συνοχή των δυτικών χωρών, ιδιαίτερα των ΗΠΑ και της Ευρωπαικής Ένωσης (ΕΕ), ώστε να υπερασπιστούν τις αρχές που διέπουν τις διεθνείς σχέσεις, η Κίνα και άλλες ανερχόμενες δυνάμεις θα επιβάλουν τις δικές τους αρχές και αξίες.
Θα υπάρξει επιστροφή σε ανταγωνισμούς ισχύος μεταξύ σφαιρών επιρροής χωρίς αναφορά σε κανόνες, με αποτέλεσμα να τεθούν σε κίνδυνο η ευημερία, η δημοκρατία και η ειρήνη σε παγκόσμια κλίμακα.
Γι’ αυτό, έχει κρίσιμη σημασία η πολιτική εξέλιξη των Ηνωμένων Πολιτειών. Ο σημερινός κοινωνικός και πολιτικός διχασμός δημιουργεί κινδύνους επικράτησης, μεσοπρόθεσμα, δυνάμεων που θα τις απομακρύνουν από την υπεράσπιση των θεμελιωδών αρχών του διεθνούς συστήματος, όπως συνέβη στην πρώτη θητεία του Τραμπ.
Διαγράφεται η προοπτική ενός κόσμου που θα κινείται με όρους ισχύος, με συγκρούσεις έξω από το πλαίσιο του διεθνούς δικαίου. Αυτό συμβαίνει ήδη σε μικρογραφία στη δική μας περιοχή, την Ανατολική Μεσόγειο, όπου μία ανερχόμενη δύναμη, η Τουρκία, επιχειρεί να επιβάλει τις δικές της επιλογές με την απειλή στρατιωτικής βίας, καταπατώντας κυριαρχικά δικαιώματα γειτονικών χωρών. Για την αποτροπή αυτής της εξέλιξης απαιτείται ισχυρή παρέμβαση από τις ΗΠΑ σε συνεργασία με την ΕΕ.
Είναι ευτύχημα ότι ηττήθηκε ο Τραμπ. Πρέπει, όμως να πετύχει ο Μπάιντεν. Γι’ αυτό δεν αρκεί η ικανότητα της νέας κυβέρνησης που θα σχηματιστεί. Χρειάζεται, συνολικά, η συνδρομή του πολιτικού συστήματος και της ίδιας της αμερικανικής κοινωνίας ώστε να εξασφαλιστεί η ενότητα και η αναγκαία συναίνεση.
*Πρώην υπουργός, πρόεδρος του Κέντρου Ερευνών Προοδευτικής Πολιτικής