Σημαντικό ορόσημο για την ανάκαμψη της Ελλάδας από την κρίση θεωρεί ο οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης Moody’s τη σημαντική ελάφρυνση του ελληνικού χρέους με την απόφαση του Eurogroup, σημειώνοντας ότι ανοίγει τον δρόμο για τη σταθερή επιστροφή της χώρας στις κεφαλαιαγορές και ότι είναι θετική για το αξιόχρεό της. Σε ανάλυσή του (Moody’s Credit Outlook), ο οίκος αναφέρει τα εξής: «Την περασμένη Πέμπτη, η Ευρωζώνη παρείχε στην Ελλάδα σημαντική περαιτέρω ελάφρυνση του χρέους, η οποία διασφαλίζει ότι το ελληνικό δημόσιο θα έχει πολύ περιορισμένες ανάγκες αναχρηματοδότησης τα επόμενα 10 χρόνια. Αναμένουμε ότι η συμφωνία θα ανοίξει τον δρόμο για την επάνοδο του δημοσίου σε χρηματοδότηση από τις κεφαλαιαγορές σε διατηρήσιμη βάση, κάτι που είναι θετικό για το αξιόχρεό του (credit positive). Θεωρούμε το πακέτο ένα σημαντικό ορόσημο στη συνεχιζόμενη ανάκαμψη της Ελλάδας από τη βαθειά κρίση κρατικού χρέους, οικονομική και τραπεζική κρίση», αναφέρει το protothema.
Ο οίκος σημειώνει ότι η Ελλάδα θα υπόκειται σε στενότερη εποπτεία και παρακολούθηση από άλλες χώρες της Ευρωζώνης που εξήλθαν από προγράμματα στήριξης, «κάτι που παρέχει περαιτέρω διαβεβαίωση ότι οι ελληνικές Αρχές θα εμμείνουν στις δημοσιονομικές και οικονομικές μεταρρυθμίσεις». Ταυτόχρονα, «οι πιστωτές επαναβεβαίωσαν τη δέσμευσή τους να στηρίξουν την Ελλάδα – με τη μορφή πρόσθετης αναδιάταξης του χρέους μετά το 2032 αν χρειασθεί».
Το βασικό σκέλος της συμφωνίας αποτελεί η παράταση κατά 10 χρόνια των περιόδων αποπληρωμής στο πλαίσιο του δεύτερου προγράμματος, που χρηματοδοτήθηκε από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF) και ανέρχεται σε 130,9 δισ. ευρώ. Η πρώτη λήξη θα μετατεθεί στον Φεβρουάριο του 2033. Οι πληρωμές τόκων θα μετατεθούν επίσης κατά 10 χρόνια, παρέχοντας στην κυβέρνηση μία μακρά περίοδο πολύ περιορισμένων χρηματοδοτικών αναγκών, ένα σημαντικό στοιχείο για τη διασφάλιση της γρήγορης πρόσβασης στις αγορές τα επόμενα χρόνια. Το δεύτερο σκέλος αφορά τη δημιουργία ενός πολύ μεγάλου ταμειακού αποθέματος ασφάλειας (cash buffer) για να διασφαλισθεί ότι η Ελλάδα δεν θα χρειάζεται να καταφεύγει στις αγορές, όταν αυτές είναι άστατες. Το ταμειακό απόθεμα, σημειώνει ο οίκος, «θα είναι μεγαλύτερο από αυτό που θεωρούσαμε» και θα φθάσει τα 24,1 δισ. ευρώ, καλύπτοντας τις χρηματοδοτικές ανάγκες του κράτους για σχεδόν δύο χρόνια μετά τη λήξη του προγράμματος τον Αύγουστο του 2018.
«Πιστεύουμε ότι η ενισχυμένη εποπτεία διασφαλίζει ότι οι μελλοντικές ελληνικές κυβερνήσεις δεν θα οπισθοχωρήσουν από τις μεταρρυθμίσεις που έγιναν», σημειώνει ο οίκος. Δύο άλλα (μικρότερα) μέτρα ελάφρυνσης του χρέους – η επιστροφή των κερδών από ελληνικά ομόλογα που είχαν η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και εθνικές κεντρικές τράπεζες της Ευρωζώνης και η ακύρωση μίας προσαύξησης του περιθωρίου του επιτοκίου σε μία από τις δόσεις – συνδέονται και εξαρτώνται από την ολοκλήρωση από την Ελλάδα μίας σειράς μεταρρυθμίσεων τα επόμενα χρόνια, κάτι που «οι πιστωτές ελπίζουν ότι θα είναι ένα περαιτέρω κίνητρο για να παραμείνει η Ελλάδα σε τροχιά».
«Αναμένουμε ότι το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο θα λάβει υπόψη την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους και τη σημαντικά καλύτερη του αναμενόμενου δημοσιονομική επίδοση, όταν θα επικαιροποιήσει την ανάλυσή του για τη βιωσιμότητα του χρέους τις επόμενες εβδομάδες», προσθέτει. Αν και μία προηγούμενη πρόταση για τη σύνδεση της ελάφρυνσης του χρέους με την οικονομική επίδοση της Ελλάδας δεν αποτελεί μέρος της συμφωνίας, οι πιστωτές είναι ξεκάθαρα δεσμευμένοι να εξετάσουν περαιτέρω αναδιάταξη του ελληνικού χρέους, αν χρειαστεί, μετά το 2032. Όλα τα στοιχεία αυτά, μαζί με το τρέχον πακέτο, αναμένεται να διασφαλίσουν ότι το ελληνικό χρέος είναι σε βιώσιμη τροχιά», σημειώνει ο οίκος.
Παρά ταύτα, σημειώνει ο οίκος, οι προκλήσεις για την Ελλάδα παραμένουν σημαντικές. Η συμφωνία απαιτεί μία σταθερή δέσμευση και εστίαση στη διατήρηση συνετής δημοσιονομικής πολιτικής και ενός πολύ μεγάλου πρωτογενούς πλεονάσματος για πολλά χρόνια. Οι επόμενες κυβερνήσεις θα πρέπει να διατηρούν ένα πολύ μεγάλο πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ έως το 2022 και ένα πλεόνασμα 2,2% του ΑΕΠ μετά. «Και, αν και η οικονομική ανάπτυξη έχει επανέλθει και πιθανόν θα επιταχυνθεί φέτος, οι προοπτικές ανάπτυξης της Ελλάδας είναι μάλλον συγκρατημένες στο 2% έως 2,5% ετησίως, στην καλύτερη περίπτωση, εκτός αν υπάρξει μία μεγάλη ώθηση στις επενδύσεις. Ο τραπεζικός τομέας χρειάζεται ακόμη μία διατηρήσιμη βελτίωση όσον αφορά στην ποιότητα του ενεργητικού και η συνεχιζόμενη ενίσχυση των ιδρυμάτων πρέπει να συνεχισθεί», καταλήγει ο Moody’s.