H υιοθέτηση από τις ελληνικές τράπεζες του Διεθνούς Προτύπου Χρηματοπιστωτικής Αναφοράς 9 (IFRS 9) ενισχύει τη δυνατότητά τους να πωλούν προβληματικά δάνεια χωρίς να υφίστανται σημαντικές απώλειες, αναφέρει ο οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης Moody’s σε έκθεσή του (Moody’s Credit Outlook).
Την περασμένη Τετάρτη, σημειώνει ο οίκος, ελληνικές τράπεζες – όπως η Τράπεζα Πειραιώς, η Εθνική Τράπεζα, η Alpha Bank, η Eurobank και η Attica Bank – ανακοίνωσαν προκαταρκτικά στοιχεία για το αποτέλεσμα της εφαρμογής από τον Ιανουάριο του IFRS, αναφέρει το in.gr.
Τα στοιχεία δείχνουν ότι η εφαρμογή του IFRS από τις ελληνικές τράπεζες μεταφράζεται άμεσα σε μία αύξηση των προβλέψεων τους για ζημιές από δάνεια περίπου 10% κατά μέσο όρο, αυξάνοντας το ποσοστό κάλυψης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων τους (NPEs) σε περίπου 55% από 50% στο τέταρτο τρίμηνο, κάτι που είναι θετικό για την πιστοληπτική τους ικανότητα (credit positive).
Οι πρόσθετες προβλέψεις, σημειώνει ο οίκος, θα βοηθήσουν τις τράπεζες να μειώσουν το μεγάλο απόθεμα των NPEs τους (ύψους περί τα 95 δισ. ευρώ τον Δεκέμβριο του 2017) κατά περίπου 40% στην περίοδο 2017-19, σύμφωνα με τη δέσμευσή τους έναντι του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ).
Οι υψηλότερες προβλέψεις θα διευκολύνουν τη δυνατότητα των τραπεζών να πωλούν NPEs στη δευτερογενή αγορά, χωρίς να υφίστανται σημαντικές απώλειες καθώς και μελλοντικές διαγραφές μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων δανειστών με υψηλή μόχλευση ή μη βιώσιμων δανειστών, αναφέρει ο Moody’s.
Ωστόσο, προσθέτει, οι ελληνικές τράπεζες θα συνεχίσουν να αντιμετωπίζουν έναν κίνδυνο υλοποίησης όσον αφορά τη μείωση των NPEs τους εν μέσω ενός ακόμη δύσκολου αλλά βελτιούμενου λειτουργικού περιβάλλοντος στην Ελλάδα και καθώς το μεγαλύτερο μέρος της μείωσης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων θα πρέπει να γίνει φέτος και το επόμενο έτος.
Ο Moody’s εκτιμά ότι τα 5,4 δισ. ευρώ, που θα είναι η επίπτωση στην κεφαλαιακή θέση των ελληνικών τραπεζών από την εφαρμογή του IFRS 9, θα μειώσει τον δείκτη βασικών κεφαλαίων τους (CET1) κατά μέσο όρο 300 μονάδες βάσης (σ.σ.: τρεις ποσοστιαίες μονάδες) σε μία πενταετία από έναν μέσο δείκτη CET1 ύψους περίπου 16,5% στο τέταρτο τρίμηνο του 2017. Το άμεσο αποτέλεσμα για το 2018 θα περιορισθεί σε περίπου 15 μονάδες βάσης, επειδή μόνο το 5% των πρόσθετων αυτών προβλέψεων θα επηρεάσει τα εποπτικά κεφάλαια.
Οι ελληνικές ρυθμιστικές Αρχές δίνουν τη δυνατότητα μίας κλιμακωτής πενταετούς περιόδου εφαρμογής, ώστε τα εποπτικά κεφάλαια των τραπεζών να μπορούν να απορροφήσουν πλήρως την επίπτωση. Αυτό σημαίνει ότι το 5% που θα ισχύσει φέτος, θα αυξηθεί στο 15% το 2019, στο 30% το 2020, στο 50% το 2021, στο 75% το 2022 και στο 100% το 2023, σημειώνει ο οίκος.