Το επιχειρείν ξεκίνησε από τότε που κάποιοι αποφάσισαν να μοιραστούν κινδύνους με κάποιον που είχε καλές ιδέες και τη θέληση να τις υλοποιήσει.
Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Όταν πριν 50 σχεδόν χρόνια εγκαινίαζα στο Βέλγιο την είσοδό μου, μεταξύ άλλων, και στο επιχειρηματικό ρεπορτάζ, είχα στο μυαλό μου ένα σημαντικό ερώτημα: αυτό του πώς κορυφαίοι επιχειρηματίες μπόρεσαν να δημιουργήσουν σημαντικές περιουσίες, όντας κυριολεκτικά άφραγκοι στο ξεκίνημά τους.
Την απάντηση στο ερώτημα αυτό, την εποχή εκείνη, την έδωσε ο Αριστοτέλης Ωνάσης, μέγας Έλληνας εφοπλιστής, ο οποίος μιλώντας σε φίλο του δημοσιογράφο του είπε «ο καλός επιχειρηματίας κερδίζει όταν ξέρει να αξιοποιεί τα λεφτά των άλλων».
Πράγματι ο Έλληνας μεγιστάνας δεν είχε άδικο. Στα χρόνια που ακολούθησαν γνώρισα πολλούς μεγάλους, μεσαίους και μικρούς επιχειρηματίες, που πέτυχαν σ’ αυτό που έκαναν γιατί ήξεραν να προσελκύουν, να αξιοποιούν και να κάνουν αποδοτικά τα χρήματα των άλλων, είτε αυτοί ήσαν μέτοχοι, είτε τραπεζικά ή επενδυτικά ιδρύματα.
Προσοχή όμως. Αυτό το άθλημα δεν είναι ακίνδυνο. Όχι λίγες φορές καταλήγει και σε αποτυχίες που ενδέχεται να έχουν και υψηλό κόστος.
Και από την άποψη αυτή, υπάρχουν τρανταχτές περιπτώσεις αποτυχίας αλλά και απάτης, οι οποίες όμως δεν αποτελούν κανόνα. Αυτός είναι και ο λόγος που τα τελευταία χρόνια οι επιχειρήσεις επενδυτικών κεφαλαίων γνωρίζουν καλές ημέρες και συμβάλλουν αισθητά στην διεθνή ανάπτυξη επιχειρήσεων αλλά και υλοποίηση επιχειρηματικών ιδεών.
Θα πρέπει να γνωρίζουν όμως όλοι όσοι αναλαμβάνουν κινδύνους ότι ο χρηματοοικονομικός κίνδυνος που βαρύνει μια επιχείρηση έχει επιπτώσεις στη μακροχρόνια βιωσιμότητα και επιτυχία της ίδιας, των εργαζομένων και των μετόχων της.
Σε μια παραδοσιακά δομημένη επιχείρηση, οι μέτοχοι επωμίζονται τον μεγαλύτερο κίνδυνο, αφού κινδυνεύουν να χάσουν την οικονομική τους επένδυση σε περίπτωση αποτυχίας.
Όμως ο πολλαπλασιασμός των χρηματοπιστωτικών μηχανισμών και μέσων λογιστικής έχουν προστατεύσει, ως έναν βαθμό, τους ιδιοκτήτες μιας επιχείρησης από τις χειρότερες συνέπειες της χρεοκοπίας.
Θεωρητικά, αυτοί που αναλαμβάνουν κινδύνους σε μια αγορά είναι οι μέτοχοι, που ουσιαστικά είναι «ιδιοκτήτες» της επιχείρησης». Το κεφάλαιό τους χρηματοδοτεί τη δημιουργία της επιχείρησης και παραμένει σε κίνδυνο μέχρι να εξοφληθεί πλήρως. Η συσχέτιση του κινδύνου με τον μέτοχο είναι επωφελής από πολλές απόψεις.
Ο μέτοχος που αναλαμβάνει κίνδυνο σε μια επιχειρηματική προσπάθεια θα αποθαρρύνει κατά κανόνα τους επικεφαλής από την ανάληψη μεγάλων ρίσκων για το κεφάλαιο ή τη φήμη της εταιρίας. Ίσως αναληφθούν λελογισμένοι κίνδυνοι, αλλά όχι τέτοιοι που θα μπορούσαν να απειλήσουν την υπόσταση της επιχείρησης.
Αυτή η άποψη επικράτησε από τα θεμέλια του σύγχρονου καπιταλισμού τον 18ο αιώνα.
Πλην όμως, αμφισβητείται σε περιόδους όπως η σημερινή, όπου από τεχνολογικής και επικοινωνιακής πλευράς πραγματοποιούνται ριζικές αλλαγές. Αυτές οι τελευταίες όμως είναι χαρακτηριστικές και στον χρηματοπιστωτικό τομέα, το βάρος του οποίου στο μοντέρνο επιχειρείν είναι σοβαρότατο.
Καλόν είναι, λοιπόν, οι νέοι κυρίως επιχειρηματίες, πέρα από καλές ιδέες να έχουν και την απαραίτητη έφεση για μόνιμη μάθηση, ή οποία σε μια δεδομένη στιγμή θα μπορούσε από μόνη της να γίνει ελκυστική στο κεφάλαιο.
Στην εποχή μας όπου γνώσεις και ιδέες είναι μια νέα μορφή πρώτων υλών, τα χρήματα των άλλων, είναι προφανές ότι μπορούν να γίνουν το απαραίτητο καύσιμο για καλές επιτυχίες, χωρίς όμως να αποκλείεται και το αντίθετο. Αλλά και τότε ισχύει το ότι μαθαίνει κανείς όταν …παθαίνει.