Την εκταμίευση της δόσης των 748 εκατ. ευρώ από τα κέρδη ομολόγων προτείνει στο Eurogoroup η έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, επικυρώνοντας την επιτυχημένη ολοκλήρωση της 10ης αξιολόγησης σε καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας.
Η Κομισιόν αιτιολογεί την θέση της θεωρώντας ότι παρά κάποιες καθυστερήσεις, λόγω της πανδημίας, υπάρχει επαρκής πρόοδος των ελληνικών αρχών σε ένα πακέτο βασικών μεταρρυθμίσεων. Στο πακέτο των μεταρρυθμίσεων που έχουν προχωρήσει περιλαμβάνεται η πλήρης εφαρμογή του νέου πτωχευτικού κώδικα και για τα φυσικά πρόσωπα από 1η Ιουνίου που θεωρείται πολύ βασική, καθώς δίνει μια συνολική λύση στο πρόβλημα του ιδιωτικού χρέος. Τονίζει πάντως ότι θα πρέπει ο νέος φορέας για την πώληση και επαναμίσθωση για 12 χρόνια των ακινήτων νοικοκυριών που θα καταλήγουν στη λεγόμενη ” ατομική πτώχευση”, δεν θα πρέπει να ενταχθεί στους φορείς της Γενικής Κυβέρνησης καθώς θα έχει αρνητική επίδραση στα δημόσια έσοδα. Επίσης καταγράφει πρόοδο στην παράταση του προγράμματος “Ηρακλής” που συνετέλεσε στο να μειωθούν τα κόκκινα δάνεια από το 40% το 2019 στο 30,2% στο τέλος του 2020, καθώς θα βοηθήσει την ταχύτερη εξυγίανση των τραπεζών. Αναφέρεται στην επίτευξη του στόχου για 30% κεντρικές κρατικές προμήθειες στο τομέα της υγείας και τον εκσυγχρονισμό του ΑΣΕΠ. Επισημαίνει την ολοκλήρωση του νέου θεσμικού πλαισίου για τις επιχορηγήσεις στις αστικές συγκοινωνίες και την ολοκλήρωση του 3ου πυλώνα για το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα σε άτομα με αναπηρία.
Επίσης τονίζεται ότι έχει προχωρήσει η αλλαγή καταγραφής των δημοσίων λογαριασμών, το κτηματολόγιο, ενώ υπάρχει σημαντική πρόοδος και στον τομέα των αποκρατικοποιήσεων αλλά και στο θεσμικό πλαίσιο κατά της διαφθοράς.
Η έκθεση αποκαλύπτει ότι η προσαρμογή των αντικειμενικών τιμών στις εμπορικές, ολοκληρώθηκε ήδη μέσα στο 2021 αλλά η από καιρού αναμενόμενη μείωση του ΕΝΦΙΑ με δημοσιονομικά ουδέτερο τρόπο, θα πρέπει να ανακοινωθεί το πρώτο τετράμηνο του 2022 και θα εφαρμοστεί στην πράξη από τον Αύγουστο του επόμενου χρόνου.
Η κωδικοποίηση της εργατικής νομοθεσίας αναμένεται να εισαχθεί στη Βουλή μέσα στην εβδομάδα ενώ και η διαπραγμάτευση για τον κατώτερο μισθό αναμένεται να ολοκληρωθεί μέσα στο Ιούλιο. Επίσης τονίζεται και η πρόθεση των ελληνικών αρχών να τελειώνουν και με τις ληξιπρόθεσμες οφειλές του δημοσίου, με μια νέα μεθοδολογία που συμφωνήθηκε από κοινού και επιτυγχάνει τον μηδενισμό των εκκρεμών συντάξεων και την ελαχιστοποίηση των ληξιπρόθεσμών οφειλών σε ιδιώτες μέχρι και το τέλος του χρόνου.
Σε ό,τι αφορά τη δημοσιονομική κατάσταση της χώρας, η έκθεση για την 10η αξιολόγηση υιοθετεί τις εαρινές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής προβλέποντας ότι η ελληνική οικονομία θα ανακάμψει από φέτος, πετυχαίνοντας ανάπτυξη 4,1% του ΑΕΠ το 2021 και 6% το 2022 με οδηγούς τα κονδύλια από το Ταμείο Ανάκαμψης και το άνοιγμα του Τουρισμού κυρίως τον επόμενο χρόνο. Σε ό,τι αφορά το πρωτογενές έλλειμμα αναμένεται από 7,3% του ΑΕΠ φέτος να μειωθεί στο 0,5% του ΑΕΠ το 2022.
Η έκθεση θεωρεί προς τη σωστή κατεύθυνση τις μόνιμες φορολογικές μειώσεις που θεσπίστηκαν από φέτος και αφορούν τη μείωση της προκαταβολής φόρου στο 55% για τα άτομα που ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα και στο 80% για τις νομικές οντότητες και τη μείωση του συντελεστή για τις επιχειρήσεις από το 24% στο 22%.
Μέσα στην έκθεση επισυνάπτεται και μια αναθεωρημένη έκθεση για τη βιωσιμότητα του χρέους, που καταλήγει στο ότι το ελληνικό χρέος παρά την αύξησή του ως ποσοστό του ΑΕΠ το 2020 παραμένει βιώσιμο λόγω των ειδικών του χαρακτηριστικών. Η αρνητική έκπληξη είναι ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο βασικό της σενάριο με το οποίο εξετάζει τη βιωσιμότητα του χρέους μετά την πρόβλεψη για ανάπτυξη 4,1% του ΑΕΠ για φέτος και 6% το 2022 προβλέπει σημαντική υποχώρηση στο 2,4% το 2023 (έναντι 4,4% του ΑΕΠ που προβλέπει το ΥΠΟΙΚ) και 1,7% του ΑΕΠ (έναντι 4,1% του ΑΕΠ το ΥΠΟΙΚ) ενώ μακροπρόθεσμα η ανάπτυξη θα έχει υποχωρήσει σε μέσα επίπεδα μέχρι και το 2030 στο 0,7% Η έκθεση τονίζει ότι δεν λαμβάνει την μακροπρόθεσμες θετικές συνέπειες από τα κονδύλια του RRF αλλά δεν εξηγεί τις μεσοπρόθεσμες διαφορές της πρόβλεψης σε σχέση με αυτές του ΥΠΟΙΚ ως το 2026.
Με βάση το βασικό σενάριο οι χρηματοδοτικές ανάγκες τους χρέους αναμένεται να αυξηθούν βραχυπρόθεσμα λόγω του πρόσθετου χρέους της πανδημίας, αλλά και της απορρόφησης των δανείων από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Ωστόσο, μεσοπρόθεσμα θεωρείται ότι θα επανέλθουν σε μέσο ετήσιο επίπεδο κάτω από το 15% του ΑΕΠ μέχρι και το 2030. Παράλληλα, τονίζεται ότι το χρέος κορυφώθηκε μεν το 2020, φτάνοντας στο 205,6%, αλλά θα επανέλθει σε καθοδική τροχιά από το 2021, υποχωρώντας στο 204% του ΑΕΠ και ταχύτερα από το 2022 και μετά. Σε ό,τι αφορά τα εναλλακτικά σενάρια για το χρέος προβλέπουν υστέρηση στον αναμενόμενο ρυθμό ανάπτυξης ή και αύξηση των επιτοκίων δανεισμού.
Με το σενάριο της χαμηλότερης ανάπτυξης οι μέσες ετήσιες χρηματοδοτικές ανάγκες του χρέους αυξάνονται στο 20% του ΑΕΠ το 2036 και ξεπερνούν το 25% του ΑΕΠ μετά το 2056, θέτοντας σε κίνδυνο τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους. Στο σενάριο με τα υψηλότερα επιτόκια δανεισμού η επίδραση είναι ηπιότερη με τις χρηματοδοτικές ανάγκες του χρέους να παραμένουν κάτω από το 20% του ΑΕΠ ως το 2060.