Τις τελευταίες «πινελιές» βάζουν τα αρμόδια στελέχη της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ), τα οποία έχουν επιφορτιστεί – από κοινού με τις Rothschild, Boston Consulting και Deloitte – με το έργο της σύνταξης του σχεδίου για τη δημιουργία μιας Bad Bank, ώστε την ερχόμενη εβδομάδα να γίνουν τα… αποκαλυπτήρια σε κυβέρνηση και Ευρωπαίους.
Σύμφωνα με αρμόδιες πηγές, το επίμαχο σχέδιο «πατάει» μεν, σε αυτό που είχε δημοσιεύσει η ΤτΕ το 2018, αντιμετωπίζοντας, πέρα από τα «κόκκινα» δάνεια και την αναβαλλόμενη φορολογία, λαμβάνει δε, υπόψη τα νέα δεδομένα για το εγχώριο χρηματοπιστωτικό σύστημα, έτσι όπως αυτά έχουν δημιουργηθεί μετά την ενεργοποίηση του «Ηρακλή» και το ξέσπασμα της πανδημίας, αναφέρει το newmoney.
Πιο αναλυτικά, οι βασικοί άξονες έχουν ως εξής:
Σταδιακή εγγραφή της ζημιάς προς αποφυγή αυξήσεων κεφαλαίου: Όπως εξηγούν οι ίδιες πηγές, κάποιες τράπεζες έχουν ήδη καταναλώσει ένα σημαντικό μέρος κεφαλαίου λόγω τιτλοποιήσεων. Στόχος, λοιπόν, είναι η απόσβεση της οποιασδήποτε επιβάρυνσης υπάρξει από το συγκεκριμένο σχέδιο να γίνει όσο το δυνατόν πιο ομαλά. Να μπορούν, δηλαδή, οι τράπεζες να τη «μοιράσουν» σε δύο, τρεις, πέντε ή και παραπάνω χρήσεις. «Ο χρόνος θα εξαρτηθεί από τα σχέδια της εκάστοτε τράπεζας και τον τρόπο, με τον οποίο θα δομηθούν ορισμένες συναλλαγές, για να είναι ελκυστικές στους επενδυτές», αναφέρουν χαρακτηριστικά.
Υπό την «ομπρέλα», τόσο τα παλιά, όσο και τα νέα «κόκκινα» δάνεια: Μολονότι η εστίαση της ΤτΕ είναι στο υφιστάμενο απόθεμα «κόκκινων» δανείων, το οποίο με βάση τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία του α’ εξαμήνου του 2020 ανέρχεται σε 54 δισ. ευρώ, εντούτοις, με την υγειονομική κρίση να έχει φέρει τα πάνω κάτω, θα μπορούν να ενταχθούν στην Bad Bank και τα κορωνοδάνεια. Αξίζει να αναφερθεί πως, σε πρόσφατη τοποθέτησή του, ο υποδιοικητής της ΤτΕ, κ. Γιάννης Μουρμούρας, έκανε λόγο για επιπλέον 10 δισ. ευρώ μη εξυπηρετούμενα δάνεια λόγω κορωνοιού, τα οποία θα έρθουν να προστεθούν στο ήδη υπάρχον «στοκ».
Αξιοποίηση των δομών των servicers: Αυτό πρακτικά σημαίνει πως, εάν μεταβιβαστούν στην Asset Management Company (AMC), τα «κόκκινα» δάνεια, για παράδειγμα, της Τράπεζας Πειραιώς, η οποία έχει κλείσει συμφωνία με την Intrum, τότε η τελευταία θα είναι εκείνη, που θα αναλάβει τη διαχείριση και στην περίπτωση της Bad Bank.
Περισσότερα «όπλα» στη… φαρέτρα των τραπεζών
«Ποιο διοικητικό συμβούλιο τράπεζας δεν θα ήθελε να έχει περισσότερα του ενός ‘όπλα’ στη… φαρέτρα του, για να αντιμετωπίσει το προβληματικό της χαρτοφυλάκιό». Αυτό τονίζουν στο ΝΜ οι παραπάνω πηγές, αποδίδοντας τους προβληματισμούς, που φέρεται να διατυπώνουν στο παρασκήνιο τραπεζικά στελέχη, όσον αφορά στην αναγκαιότητα δημιουργίας μιας Bad Bank, στο γεγονός πως δεν έχουν ακόμη λάβει στα χέρια τους το επίμαχο σχέδιο. «Ο ‘Ηρακλής’ έχει ένα συγκεκριμένο μέγεθος. Ακόμη και εάν εξαντληθεί αυτό το μέγεθος, τα δάνεια, που περισσεύουν, εξαιρουμένων αυτών του κορωνοιού, είναι περισσότερα από όσα τιτλοποιήθηκαν», προσθέτουν.
Σύμφωνα με τα μέχρι σήμερα δεδομένα, στο όχημα του «Ηρακλή» έχουν προσδεθεί οι τρεις από τους τέσσερις συστημικούς Ομίλους (κατά σειρά Eurobank, Alpha Bank και Τράπεζα Πειραιώς), έχοντας, ωστόσο, δρομολογήσει να εναποθέσουν στους… ώμους του συνολικά περισσότερα από 350.000 «κόκκινα» δάνεια, ύψους άνω των 30 δισ. ευρώ. Και συνεχίζουν: «Στο μεταξύ, ο ‘Ηρακλής’ δεν είναι μόνος του. Συνοδεύεται και από τα hive downs (σ.σ. μοντέλα απόσχισης) των τραπεζών. Εάν το πρόγραμμα επεκταθεί δεν ξέρω κατά πόσο είναι σκόπιμο ή εφικτό αυτό να γίνεται κάθε χρόνο», συνεχίζουν.
Στο μεταξύ, στο ενδεχόμενο δημιουργίας «Ηρακλή 2» αναφέρθηκε και ο οικονομικός σύμβουλος του πρωθυπουργού, κ. Αλέξης Πατέλης. Ειδικότερα, μιλώντας στο πλαίσιο επενδυτικής ημερίδας, που διοργάνωσε το Ελληνικό Χρηματιστήριο, τόνισε πως προϋπόθεση για ένα νέο σχήμα παροχής κρατικών εγγυήσεων προς τις τράπεζες, αφού εξαντληθεί το υφιστάμενο, είναι να υπάρξει ζήτηση, ενώ, όσον αφορά στο σχέδιο της ΤτΕ για την Bad Bank, υπογράμμισε πως η κυβέρνηση θα αναμένει την ολοκληρωμένη πρόταση, με την οποία επιχειρείται – εκτός από το πρόβλημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων – να διευθετηθεί και ο αναβαλλόμενος φόρος, ο οποίος αποτελεί, δυσανάλογα, μέρος των ιδίων τους κεφαλαίων.
Υπενθυμίζεται ότι τον περασμένο Μάρτιο οι οριστικές και εκκαθαρισμένες αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις (Deferred Tax Credits) ανέρχονταν σε 15,5 δισ. ευρώ, αντιπροσωπεύοντας το 54% των συνολικών εποπτικών κεφαλαίων. «Στα επόμενα τέσσερα τρίμηνα, χωρίς να ληφθούν υπόψη οποιεσδήποτε επιπτώσεις από την πανδημία, η συμμετοχή του DTC στα εποπτικά κεφάλαια των τραπεζών θα προσεγγίσει το 75%», σημείωσε η εποπτική αρχή σε σχετικό report της.