Από αρχαιοτάτων χρόνων υπήρχε η αντίληψη ότι η φυλή, το σύνολο, η πόλη-κράτος ή, αργότερα, το (ολοκληρωτικό) έθνος-κράτος είναι μία υπέρτατη, παντοδύναμη αρχή που εξουσιάζει τη ζωή των μελών της και μπορεί να την πλήττει ή και να την θυσιάζει όταν κρίνει ότι αυτό εξυπηρετεί το συλλογικό ‘’καλό’’ ή το ‘’δημόσιο συμφέρον’’.
Του Κώστα Χριστίδη*
Το επόμενο βήμα της αντίληψης αυτής είναι ότι η φυλή ή το κράτος δεν περιορίζονται στις επιθυμίες τους παρά μόνον από συσχετισμούς δυνάμεων και ότι οι άλλες φυλές ή κράτη αποτελούν φυσική λεία προς κατάκτηση, λαφυραγώγηση ή εκμηδενισμό.
Ο βαθμός του κρατισμού, του αυταρχισμού ή του ολοκληρωτισμού στο πολιτικό σύστημα μίας χώρας καθορίζει και τον βαθμό στον οποίο ο πληθυσμός χωρίζεται σε αντίπαλες και αλληλομαχόμενες ομάδες.
Όταν τα ατομικά δικαιώματα επί του προσώπου και της περιουσίας δεν θεωρούνται απαραβίαστη αξία, δεν υπάρχει ασφαλής τρόπος να εκτιμηθεί το δίκαιο των απαιτήσεων, επιθυμιών και συμφερόντων του καθενός. Επανέρχονται τότε τα πρωτόγονα κριτήρια : οι επιθυμίες περιορίζονται μόνον από τη δύναμη της κάθε ομάδας.
Οι άνθρωποι προσπαθώντας να επιβιώσουν σε ένα τέτοιο περιβάλλον αρχίζουν να δυσπιστούν και να υποβλέπουν ο ένας τον άλλο. Προκύπτει ένα σύστημα δολοπλοκιών, συμφωνιών, προδοσιών και (συχνά) βίαιων συγκρούσεων.
Μία δικτατορία είναι και αυτή μία μικρή ή ευρύτερη ομάδα αφοσιωμένη συνήθως στην απομύζηση του παραγωγικού έργου των πολιτών μίας χώρας. Όταν ένα τέτοιο καθεστώς αρχίζει να εξαντλεί την εγχώρια οικονομία, συχνά επιτίθεται στους γείτονες παρέχοντας στους υπηκόους του την απατηλή ελπίδα ότι θα κερδίσουν περισσότερα από την διανομή των λαφύρων που θα κάνει η ακαταμάχητη ηγεσία.
Οι σκέψεις αυτές καθίστανται, νομίζω, επίκαιρες εάν αναλογισθεί κανείς τις εξελίξεις στην γειτονική Τουρκία κατά τις δύο πρώτες δεκαετίες
του 21ου αιώνα.
Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν εξελέγη ως ένας χαρισματικός μεταρρυθμιστής που αν και εμφορούμενος – αυτός και το κόμμα του – από τις αρχές του ισλαμισμού, προσπάθησε να εντάξει την χώρα του στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Μετά την πρώτη δεκαετία, όμως, σταμάτησε τις μεταρρυθμιστικές προσπάθειες.
Ιδιαιτέρως μετά το αποτυχόν πραξικόπημα του 2016, η Τουρκία εξελίχθηκε σε ένα εντελώς αυταρχικό καθεστώς με τάσεις ολοκληρωτισμού. Η οικονομία έχει λάβει σαφώς κατιούσα πορεία και (σύμφωνα με την προηγηθείσα ανάλυση) ο ‘’ισόβιος’’ Πρόεδρος Ερντογάν, δίκην νεο-οθωμανού σουλτάνου, επιτίθεται κατά γειτονικών χωρών, προσπαθώντας να αποκομίσει διάφορα γεωπολιτικά και οικονομικά οφέλη.
Στο πλαίσιο αυτό συμπεριφέρεται ως ‘’νταής’’ της ευρύτερης περιοχής. Ατυχώς, μεταξύ των υψηλής προτεραιότητας στόχων του έχει θέσει και την Ελλάδα, η οποία αποτελεί εμπόδιο στα θολά οράματά του περί ‘’γαλάζιας πατρίδας’’ και ‘’συνόρων της καρδιάς’’ αυτού και της χώρας του.
Η Kυβέρνηση Μητσοτάκη έχει αποκρούσει επιτυχώς τις συνεχείς προκλήσεις του τελευταίου διαστήματος και οικοδομεί ένα αξιόπιστο πλέγμα συμμαχιών, φροντίζοντας ταυτοχρόνως για την κατά το δυνατόν αναβάθμιση των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων.
Οι συμμαχίες, πάντως, καθίστανται σταθερότερες όταν στηρίζονται σε αμοιβαία οικονομικά συμφέροντα.
Προς την κατεύθυνση αυτή θα είναι πολύτιμες από κάθε άποψη η προσέλκυση ξένων επενδύσεων, η απόκτηση κατοικιών υψηλού επιπέδου από εύπορους αγοραστές, η κατασκευή πλέγματος αγωγών μεταφοράς πετρελαίου και φυσικού αερίου και η αναβάθμιση συμμαχικών στρατιωτικών βάσεων και λιμενικών εγκαταστάσεων.
*Νομικός-Οικονομολόγος