Οι ελληνικές τράπεζες βρίσκονται σε καλύτερη κατάσταση απ’ αυτή που δείχνει το χρηματιστηριακό ταμπλό, επισημαίνει η JP Morgan, μετά τις επαφές που είχε με Έλληνες αξιωματούχους και επενδυτές, στο πλαίσιο του συνεδρίου του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας στο Μπαλί.
Σύμφωνα με τον αμερικανικό οίκο, οι τέσσερις συστημικές ελληνικές τράπεζες έχουν πετύχει τον στόχο μείωσης των «κόκκινων» δανείων, ενώ έχουν περάσει με επιτυχία τα stress tests. Την ίδια ώρα, δεν έχουν μεγάλη σύνδεση με την Τουρκία και την Ιταλία.
Οι αναλυτές του οίκου διαπιστώνουν ότι οι καταθέσεις δεν έχουν μειωθεί και εκτιμούν ότι οι μετοχές, που υπέστησαν πτώση το περασμένο διάστημα, είναι πιθανό να ανακάμψουν, παράλληλα με τη βελτίωση του επιχειρηματικού κλίματος και την ενίσχυση της απασχόλησης.
Η κυβέρνηση θα συνδράμει στην ενίσχυση της ρευστότητας
Η ελληνική κυβέρνηση, βραχυπρόθεσμα, σκέφτεται να διευρύνει τη δυνατότητα των ελληνικών τραπεζών να αγοράζουν ελληνικά κρατικά ομόλογα, για να τονώσει τη ρευστότητά τους.
Πάντως, το 2015, η ΕΚΤ έβαλε όριο στο ύψος των ελληνικών κρατικών ομολόγων που μπορούν να έχουν οι τράπεζες. Ωστόσο, με τη λήξη του τρίτου προγράμματος, θα είχε νόημα να επιτραπεί στις τράπεζες να αγοράζουν περισσότερα ελληνικά κρατικά ομόλογα, ένα σενάριο που βρίσκεται στο τραπέζι της συζήτησης με Ευρωπαίους αξιωματούχους.
Σχέδιο δημιουργίας οχήματος εγγύησης για τα «κόκκινα» δάνεια
Μακροπρόθεσμα, η Ελλάδα σχεδιάζει τη δημιουργία ενός οχήματος εγγύησης για τα «κόκκινα δάνεια», που θα βοηθήσει το ξεκαθάρισμα των «κόκκινων δανείων» από τους ισολογισμούς των τραπεζών. Οι λεπτομέρειες αναμένονται να δημοσιοποιηθούν μέχρι τα Χριστούγεννα.
Η ελληνική πλευρά, αναφέρουν κυβερνητικοί αξιωματούχοι επισήμαναν ότι για την ενίσχυση του τραπεζικού συστήματος, αντί ενός μέτρου, τύπου «bad bank», επιλέχθηκαν πολλές μικρές παρεμβάσεις, όπως η ενίσχυση του νομοθετικού πλαισίου, η καθιέρωση πτωχευτικού κώδικα, η υποστήριξη των πωλήσεων ενεργητικού και η οικονομική ανάπτυξη.
Δεν υπάρχουν βραχυπρόθεσμες ανησυχίες για την ελληνική οικονομία
Ο αμερικανικός οίκος επισημαίνει ότι βραχυπρόθεσμα δεν υπάρχουν ανησυχίες για την ελληνική οικονομία. Η οικονομική πολιτική της κυβέρνησης εστιάζει σε τρεις προτεραιότητες:
Α. Μια ξεκάθαρη οδό όσον αφορά στη χρηματοδότηση των επόμενων 10-15 ετών
Β. Τη δημιουργία ενός σχεδίου βιώσιμης ανάπτυξης και
Γ. Τη διατήρηση ενός «μαξιλαριού» ρευστότητας.
Έλληνες αξιωματούχοι, αναφερόμενοι στη χρηματοδότηση, ανέφεραν ότι η μέση ωρίμανση του ελληνικού χρέους ξεπερνά τα 25 χρόνια. Ως εκ τούτου, η χώρα έχει περιθώριο 10-15 ετών για να διαχειριστεί το ύψος των τίτλων που εκκρεμούν.
Πού «ποντάρει» η χώρα για την ανάπτυξη
Στο πλαίσιο της αναπτυξιακής στρατηγικής, η Ελλάδα εστιάζει στη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος και των υποδομών. Οι αξιωματούχοι βλέπουν αύξηση του ΑΕΠ κατά 2-2,1% φέτος και 2,4% το 2019. Ωστόσο, το ζήτημα είναι οι συγκεκριμένοι ρυθμοί ανάπτυξης να καταστούν βιώσιμοι.
Ο αμερικανικός οίκος επισημαίνει ότι τα μηνύματα είναι θετικά από τις εξαγωγές και την κατανάλωση.
Εκλογές μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2019
Σύμφωνα με κυβερνητικούς αξιωματούχους, η αναπτυξιακή στρατηγική είναι στο επίκεντρο του προεκλογικού προγράμματος. Εφόσον η υφιστάμενη κυβέρνηση κερδίσει τις εκλογές, που αναμένεται ότι θα γίνουν το συντομότερο τον Μάιο και το αργότερο τον Σεπτέμβριο του 2019, οι πολίτες και οι επενδυτές ξέρουν τι πρέπει να περιμένουν.
Την ίδια ώρα, η Ελλάδα έχει «μαξιλάρι» ρευστότητας 25 δισ. ευρώ από τα προγράμματα, κάτι που της αφήνει περιθώρια ευελιξίας για το αν θα βγει στις αγορές, αν θα επαναγοράσει χρέος από το ΔΝΤ ή βραχυπρόθεσμους τίτλους από την ΕΚΤ.
Η ελληνική κυβέρνηση συμφώνησε με το ΔΝΤ να δημιουργήσει έναν δημοσιονομικά ουδέτερο προϋπολογισμό για το 2019 και το 2020, αλλά έχει ξεπεράσει τους δημοσιονομικούς της στόχους, κάτι που σημαίνει ότι έχει το περιθώριο να καταρτίσει έναν λιγότερο περιοριστικό προϋπολογισμό, επιτρέποντάς της να μην προχωρήσει σε περικοπές των συντάξεων, κάτι που συζητά στην παρούσα φάση με Ευρωπαίους αξιωματούχους.