Ο Τομά Πικετί, Γάλλος καθηγητής Οικονομίας και συγγραφέας του πολύκροτου βιβλίου «Το Κεφάλαιο τον 21ο αιώνα», είναι ξεκάθαρος. Σύμφωνα με μια διεθνή έρευνα που πραγματοποίησε μια ομάδα ερευνητών σε 21 χώρες, υπό την διεύθυνσή του, όσο πιο μορφωμένοι είναι οι σημερινοί νέοι, σε αντίθεση με πριν 40 ή 50 χρόνια, τόσο πιο κοντά βρίσκονται σε πολιτικά μορφώματα της δημοκρατικής αριστεράς. Και το φαινόμενο αυτό είναι ιδιαίτερα έντονο και εντυπωσιακό στις ΗΠΑ, όπου στα φημισμένα πανεπιστήμια, που κάποτε τροφοδοτούσαν με στελέχη το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, το 80% των νέων πτυχιούχων δηλώνουν φιλικοί προς τους «Δημοκρατικούς»…
«…Πρόκειται για μια εντυπωσιακή αλλαγή», τονίζει ο Τομά Πικετί, «η οποία κερδίζει έδαφος και σε άλλες χώρες της Δύσης. Αυτό σημαίνει ότι οι δημογραφικές εξελίξεις είναι ευνοϊκές για μια σε βάθος ανανέωση της αριστεράς, η οποία πρέπει να αφήσει πίσω της ανεδαφικές πλέον αντιλήψεις του 19ου και του 20ου αιώνα…».
Στο σημείο αυτό, πρέπει να επισημάνουμε ότι ο Τομά Πικετί, τον περασμένο Μάιο, έφερε στη δημοσιότητα μια έρευνα που έκανε με τους οικονομολόγους – κοινωνιολόγους Αμορύ Γκεθέν και Κλάρα Τολεντανο και στην οποίαν αποδεικνύει τη σχέση που υπάρχει μεταξύ δημογραφικών εξελίξεων και πολιτικής ιδεολογίας.
Τα συμπεράσματα αυτής της έρευνας αφήνουν να φανεί ότι οι εκλογικές νίκες του Ντόναλντ Τραμπ ή της καμπάνιας του 2016 για το Brexit δεν αποτελούν κάποια απότομη μεταβολή από όσα ίσχυαν παλιότερα, αλλά συνέπεια μιας διεθνούς τάσης 60 ετών. Ήδη σε μελέτη του 2018, ο T. Πικετί σημείωνε ότι οι ελίτ σε χώρες όπως η Γαλλία, η Βρετανία και οι ΗΠΑ χωρίζονταν μεταξύ διανοουμένων που στήριζαν κόμματα αριστερότερα του κέντρου -τους είχε χαρακτηρίσει «Βραχμάνους της Αριστεράς»- και επιχειρηματιών που προτιμούσαν τα δεξιά κόμματα (τους «εμπόρους της Δεξιάς»).
Η νέα μελέτη του επεκτείνει την προσέγγιση αυτή από 3 Δυτικές δημοκρατίες σε 21. Συνδυάζει δε στοιχεία σχετικά με τις πολιτικές επιλογές των κομμάτων με έρευνες γνώμης που δείχνουν πώς – οι επιλογές ψήφου διαφέρουν μεταξύ ομάδων του πληθυσμού.
Η μελέτη αυτή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι εισόδημα και μορφωτικό επίπεδο έχουν ξεκινήσει να μεταβάλλονται ως παράγοντες που επιτρέπουν πρόβλεψη των ιδεολογικών τοποθετήσεων εδώ και πολύ χρόνο. Το 1955, τόσο οι πλουσιότεροι όσο και οι πλέον μορφωμένοι ψηφοφόροι έτειναν να στηρίζουν συντηρητικά κόμματα. Αντίθετα, τα φτωχότερα και λιγότερο μορφωμένα στρώματα επέλεγαν κυρίως εργατικά ή σοσιαλδημοκρατικά κόμματα.Στην εποχή μας η κατάσταση αλλάζει.
Σήμερα, όσοι είναι αρκετά ως πολύ πλούσιοι συνεχίζουν να στρέφονται προς τα δεξιά. Αντιθέτως, ο συσχετισμός μεταξύ μόρφωσης και ιδεολογίας άρχισε να μεταβάλλεται ήδη από τη δεκαετία του 1960. Σε κάθε χρονιά, το 10% των ψηφοφόρων που διέθετε περισσότερα χρόνια εκπαίδευσης έκλινε προς τα κόμματα της Αριστεράς, με το υπόλοιπο 90% να ολισθαίνει προς την άλλη κατεύθυνση. Ήδη το 2000 η εξέλιξη αυτή είχε προχωρήσει τόσο πολύ ώστε -ως ομάδα- οι πιο μορφωμένοι ψηφοφόροι είχαν γίνει περισσότερο αριστεροί από τους λιγότερο μορφωμένους συμπολίτες τους. Έκτοτε, το άνοιγμα μεταξύ των δύο δεν έπαψε να μεγαλώνει.
Αυτή η τάση δείχνει να είναι σταθερή. Αναπτύσσεται στον 21ο αιώνα με την ίδια ταχύτητα που παρουσίαζε τον 20ο, επικρατεί δε σε κάθε Δυτική δημοκρατία που μελετήθηκε. Καλύπτει τόσο τα δικομματικά συστήματα, όπως και εκείνα που έχουν αναλογική αντιπροσώπευση – όπου οι Πράσινοι πλέον προσελκύουν τους πιο μορφωμένους ψηφοφόρους, ενώ τα εθνικιστικά/ταυτοτικά κόμματα συγκεντρώνουν τους λιγότερο μορφωμένους.
Αυτή η ευρύτερη αλλά και μονιμότερη εξέλιξη, έτσι όπως καταγράφεται, κάνει την άνοδο δεξιών λαϊκιστών όπως ο Ντόναλντ Τραμπ, ή πάλι κεντροαριστερών τεχνοκρατών του τύπου του Εμανουέλ Μακρόν ή του Τζάστιν Τριντό, να προβάλλει ως ιστορικά αναπόφευκτο φαινόμενο.
Οι συγγραφείς δεν επισημαίνουν κάποιο αίτιο γι’ αυτήν την τάση, ωστόσο η απλούστερη ερμηνεία είναι ότι προκύπτει από την αυξανόμενη σημασία που έχει η εκπαίδευση στις κοινωνίες. Τη δεκαετία του ’50, λιγότεροι από το 10% των ανθρώπων με δικαίωμα ψήφου σε Ευρώπη και Αμερική διέθεταν πτυχίο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Όποιο κόμμα στηριζόταν σ’ αυτήν την ομάδα πληθυσμού θα είχε περιορισμένες πιθανότητες επιτυχίας.
Αντίθετα, σήμερα πάνω από το 1/3 των ενηλίκων στις Δυτικές χώρες διαθέτουν πτυχίο, οπότε υπάρχει η μαγιά για να διαμορφωθεί νικηφόρος συνασπισμός. Όταν δε υποψήφιοι και κόμματα αρχίζουν να ανταποκρίνονται στις επιθυμίες των μορφωμένων ψηφοφόρων (οι οποίοι συχνά προτάσσουν τη ζωή σε φιλελεύθερες κοινωνίες αντί τη μείωση των φόρων τους), τότε οι αντίπαλοι πολιτικοί διεκδικούν την εξουσία με το να λαμβάνουν τη διαμετρικά αντίθετη πολιτική θέση.
Δικαιολογείται εν μέρει έτσι η παγκόσμια ανάπτυξη του λαϊκισμού και της διαδικτυακής παραπληροφόρησης, δυο σημαντικά εργαλεία χυδαιοποίησης της πολιτικής, που κάποιοι φαίνεται να επιθυμούν διακαώς και στην Ελλάδα. Και στο επίπεδο αυτό υπάρχει μιά ζωτική υπαρξιακή πρόκληση για τη σοσιαλδημοκρατία, στην οποίαν και θα πρέπει να ανταποκριθεί αν θέλει να επιβιώσει σε δύσκολους και μεταβαλλόμενους καιρούς. Ιδού η Ρόδος ιδού και το πήδημα…