Όλο και πιο πολύ οι μάσκες πέφτουν κι ο Αλέξης Τσίπρας δείχνει ποιος πραγματικά είναι
Κατηγορούσε τους αντιπάλους του για ακροδεξιά κατεύθυνση,την ώρα που σχεδίαζε ποια νομικά και άλλα δώρα μπορούσε να προσφέρει στη «Χρυσή Αυγή», για να αποδυναμώσει τη δημοκρατική κεντροδεξιά.
Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Επώνυμοι επιχειρηματίες, δοκιμασμένοι πολιτικοί και υψηλού επιπέδου άνθρωποι της σκέψης τον είχαν περί πολλού.
Θεωρούσαν ότι «έπιανε πουλιά στον αέρα» και ως εκ τούτου θα έμενε για πολλά χρόνια στην εξουσία. Ομολογώ ότι ποτέ δεν κατάλαβα με ποια κριτήρια διατυπώνονταν όλες αυτές οι απόψεις. Και ούτε ποτέ έλαβα πειστικές απαντήσεις στη βάση γεγονότων και όχι φαντασιώσεων.
Έχω την αίσθηση ότι οι συνομιλητές μου ήσαν επηρεασμένοι από μια βιτρίνα, αλλά δεν ήθελαν να δουν το πραγματικό της περιεχόμενο.
«…Έμενε στην Κυψέλη», έγραψε ο Δημήτρης Δουλγερίδης, «περπατούσε ανάμεσα σε τρακτέρ, μιλούσε τη γλώσσα του. Έλεγε και μια κουβέντα παραπάνω στη «μαντάμ Μέρκελ», ενώ δήλωνε ότι δεν υπήρχε ούτε μία στο εκατομμύριο να αρνηθεί η γερμανίδα καγκελάριος τη συμφωνία του 2015, (φράση που επανέλαβε για το ενδεχόμενο να χάσει τις εκλογές από τη Νέα Δημοκρατία).
Το κόμμα, οι προεδρικοί και οι αερομεταφερόμενοι μπαλαντέρ της Κεντροαριστεράς τού είχαν επιφυλάξει έναν ρόλο κομμένο και ραμμένο απ’ τον Μαξ Βέμπερ.
Ο Τσίπρας θα ήταν εφεξής η «χαρισματική ηγεσία». Η νομιμοποίησή του βασιζόταν στην πειθώ των μαζών. Ο ηγέτης έπλαθε συνειδήσεις, εξέφραζε την ιερή αγανάκτηση, μιλούσε στην καρδιά του ακροατηρίου του – από τα καφενεία ως τη γιορτή των Θεοφανίων.
Διόλου τυχαία, στη μιμητική ταυτότητα που σκηνοθετούσε για τον εαυτό του το πρότυπο χαρακτηριζόταν εξίσου χαρισματικό και δημεγερτικό. Ο Αλέξης στρεφόταν στον Ανδρέα, κατά το φαινόμενο του ηλιοτροπισμού, για να κερδίσει πόντους στο αφήγημα της συνέχειας.
Ακόμη και ως εγγαστρίμυθος του τεχνητού παραδείσου έπρεπε να είναι χαρισματικός.
Ως ένα σημείο διαφήμισε τη δική του λαογέννητη λάμψη ως το αντίπαλο δέος στην ελιτίστικη προέλευση του αντιπάλου…».
Μέσα στο πλαίσιο αυτής της εικονικής πραγματικότητας, την οποία σε κάποια φάση εξέλαβε ως πραγματική ακόμα και ο ρεαλιστής Γάλλος πρόεδρος τότε, ο σοσιαλιστής Φρανσουά Ολάντ, ο Αλέξης Τσίπρας, πίστεψε ότι ούτως είχε σημάνει η ώρα γι’ αυτόν να γίνει… εξουσία!
Προκάλεσε έτσι τις πρόωρες Eκλογές του Ιανουαρίου 2015, για να μη δώσει την ευκαιρία στη συμμαχική κυβέρνηση Σαμαρά -Βενιζέλου να κλείσει τη θητεία της, βγαίνοντας από το δεύτερο μνημόνιο. Στη συνέχεια, με κυβερνητικό εταίρο τον Πάνο Καμμένο και στήριγμά του ένα κομμάτι της καραμανλικής Ν.Δ., άρχισε να κάνει λόγο για «πρώτη φορά αριστερά», ερήμην της πραγματικότητας.
Τόσο βαθιά ήταν η περιφρόνησή του για ό,τι συνιστά το λαϊκό αίσθημα. Μιλούσε επίσης για πολιτική ηθική, έχοντας δίπλα του τα ανήθικα πολιτικά πρόσωπα που είχαν πουλήσει το ΠΑΣΟΚ. Κατηγορούσε τους αντιπάλους του για ακροδεξιά κατεύθυνση, την ώρα που σχεδίαζε ποια νομικά και άλλα δώρα μπορούσε να προσφέρει στη «Χρυσή Αυγή», για να αποδυναμώσει τη δημοκρατική κεντροδεξιά.
Ακόμα χειρότερα, μετά από μια ολέθρια εξάμηνη διακυβέρνηση, όπου λίγο έλειψε η χώρα να πάει στον πάτο, είχε το θράσος να μιλάει για έξοδο από τα μνημόνια, όταν ο ίδιος είχε υπογράψει ένα τρίτο μνημόνιο, επαχθέστερο από τα δύο προηγούμενα! Όχι αγαπητοί φίλοι.
Ο άνθρωπος αυτός υπήρξε ένα φτηνό κατασκεύασμα μιας κρίσιμης και δραματικής στιγμής για τη χώρα και έδειξε τον απόλυτο κυνισμό του την ώρα που εκατοντάδες άνθρωποι καίγονταν στο Μάτι τον τραγικό Ιούλιο του 2018.
Σήμερα, ως αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης δείχνει και τις εξαιρετικά περιορισμένες δυνατότητές του. Σε όλα τα επίπεδα και κυρίως στο αντιληπτικό.
Στην εποχή μετά την εκλογική ήττα, η ελληνική κοινωνία – και η κυβέρνηση, στο πλαίσιο του κοινοβουλευτικού ελέγχου – αναμένουν, υπό κανονικές συνθήκες, τη συνεκτική απάντηση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, που προφανώς περιλαμβάνει και την όποια αυτοκριτική. Ποια είναι, όμως, τα δείγματα γραφής μέχρι σήμερα;
Μια ανηλεής εσωστρέφεια, που ξεκίνησε από την υποτιθέμενη στροφή προς τη σοσιαλδημοκρατία, και έφτασε στις καταγγελίες Κοντονή, με διαγραφή του τελευταίου.
Είναι ηλίου φαεινότερον ότι υπό συνθήκες δύσκολης πολυεπίπεδης συνολικής κρίσης, ο «χαρισματικός» αποδεικνύεται λίγος. Πριν κάποια χρόνια, υπό δραματικές για τη χώρα συνθήκες, ένας καιροσκόπος πολιτικός, επικεφαλής ενός σχηματισμού με εκλογική δύναμη 4%, κατέβαινε στα αγανακτισμένα πλήθη για να επωφεληθεί απ’ την κοινωνική μνησικακία και να εργαλειοποιήσει τις παθογένειες τις οποίες κατήγγειλε.
Γινόταν το αγαπημένο αντηχείο του προδομένου λαού με την υπόσχεση να σκίσει το Μνημόνιο. Σήμερα, που οι ανάγκες όντως απαιτούν κοστολογημένες προτάσεις για να διαβεί κανείς τον οικονομικό χειμώνα, οι Ηρακλείς του Αλέξη Τσίπρα δεν μπορούν να επικαλούνται τη χαρισματικότητά του, που μοιάζει πλέον παλιά συνταγή. Δεν είναι ξεχωριστός στη διαχείριση της ήττας. Αντιθέτως, είναι όπως το είπε ο Ευκλείδης Τσακαλώτος – «πρώτος μεταξύ ίσων».
Και το ερώτημα που αναδύεται είναι μέχρι πότε θα ισχύει αυτή η πρωτιά, όταν το άστρο έχει πλέον θολώσει για καλά.