Οι Βόρειοι σοσιαλδημοκράτες θα πρέπει να καταλάβουν ότι ο ευρωπαϊκός νόμος δεν έχει ακριβώς τα ίδια προβλήματα με τον Βορρά, αλλ’ ούτε και αντιμετωπίζει τις ίδιες γεωπολιτικές συνθήκες.
Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Με σαφώς περιπαικτικό στυλ, το οποίον όμως δεν απέχει από την πραγματικότητα, πριν λίγες ημέρες ο βρετανικός “” έγραφε:
Οι διαφορές που αφορούν τα οικογενειακά ζητήματα, την πολιτική ή τα χρήματα είναι πάντα δυσάρεστες. Χειρότερες όμως αποβαίνουν όταν εμπλέκονται και τα τρία αυτά στοιχεία.
Αυτό καταδείχθηκε όταν, το καλοκαίρι, του 2020 οι ηγέτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης κάθισαν να διαπραγματευτούν -επί τέσσερις μέρες- μια από κοινού έκδοση ομολόγων αξίας 750 δισεκατομμύρια ευρώ.
Αντί για μιαν αντιπαράθεση αριστεράς εναντίον δεξιάς, ο βασικός καυγάς ήταν αριστερός εναντίον αριστεράς: η μικρή ομάδα σοσιαλδημοκρατών συγγενών στην ΕΕ έζησε τους μεν να επιτίθενται στους δε.
Στη μια πλευρά βρίσκονταν Ισπανία και Πορτογαλία, που ήθελαν τα κεφάλαια αυτά να διατεθούν ως δωρεάν βοήθεια, χωρίς δηλαδή αποπληρωμή. Την ίδια στιγμή οι θεωρητικοί τους σύμμαχοι προερχόμενοι από Δανία, Σουηδία και Φινλανδία προσπάθησαν να παρεμποδίσουν κάτι τέτοιο.
Δεν είναι όμως μόνο ζήτημα χρημάτων εκείνο που χωρίζει την όλο και πιο αδύναμη παρέα των κεντροαριστερών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ισπανία και Πορτογαλία υπήρξαν υποστηρικτές του να μπαίνουν κι άλλοι πρόσφυγες στην ΕΕ.
Οι σοσιαλδημοκράτες ομως ανά την Σκανδιναβία απαιτούν περιορισμό του αριθμού τους. Ο Πορτογάλος πρωθυπουργός Αντόνιο Κόστα δήλωνε σε ομιλία του: «Δεν θα ανεχθούμε ξενοφοβική ρητορική». Την ίδια στιγμή, η Δανία ζητά την επιβολή ελέγχων στη μετανάστευση από μη δυτικές χώρες. Απόδειξη του πόσο μπορούν να διαφέρουν τα αδέλφια…
Εκείνο που μοιράζονται, όμως, είναι η μέριμνα για το μέλλον της οικογένειας. Μαζί με τη Μάλτα (μια σοσιαλδημοκρατική κουκκίδα στο μέσο της Μεσογείου), οι πέντε αυτές χώρες έχουν τους τελευταίους κεντροαριστερούς ηγέτες στην ΕΕ.
Τα αδέλφια τους, αλλού, έχουν συναντήσει πολύ πιο δυσάρεστη τύχη. Στη Γαλλία, οι σοσιαλιστές είναι πλέον περισσότερο κάτι σαν απολειφάδι. Στις πρόσφατες εκλογές της Ολλανδίας το Εργατικό Κόμμα κατόρθωσε να χάσει τα 3/4 των εδρών του.
Στη Γερμανία, οι σοσιαλδημοκράτες είναι παραχαρακωμένοι σε μια διόλου ευχάριστη (αλλά χωρίς ορατό τέλος) συνεργασία με τους χριστιανοδημοκράτες της Άγγελα Μέρκελ.
Σε αντίθεση με όλα αυτά, οι σοσιαλδημοκράτες της Ιβηρικής και της Σκανδιναβίας αντέχουν. Μήπως θα πρέπει οι λοιποί συγγενείς να το προσέξουν αυτό;
Μήπως τώρα που η πανδημία δημιουργεί νέες συνθήκες κρίσης αλλά και αντιλήψεων για τη ζωή, η σοσιαλδημοκρατία θα πρέπει να αλλάξει σελίδα; Ιδιαίτερα δε εδώ στην Ελλάδα, όπου ποτέ δεν υπήρξε σοσιαλδημοκρατική παράδοση όπως αυτή διαμορφώθηκε στη Δυτική και βιομηχανική Ευρώπη;
Αυτό είναι ένα σοβαρό πρώτο ερώτημα. Έρχεται όμως και ένα δεύτερο, που έχει σχέση με την συνολική συγκυρία και με τις νέες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες που προκύπτουν από την εγκατασταση και ανάπτυξη της ψηφιακής εποχής και των φαινομένων που αυτή εμπεριέχει, όπως η τεχνητή νοημοσύνη για παράδειγμα.
Η νέα εποχή που έχει ήδη ανοίξει τις πόρτες της, μου λέει ο πρώην Γάλλος σοσιαλιστής υπουργός Παιδείας κ. Κλωντ Αλλεγκρ, δεν είναι εύκολη και θα έχει αρκετούς χαμένους. Τα άτομα δεν προσαρμόζονται πάντα ούτε γρήγορα ούτε αποτελεσματικά σε νέες παραγωγικές και κοινωνικές συνθήκες.
Κατά συνέπεια σε ολόκληρη την Ευρώπη, θα υπάρξουν κάποια εκατομμύρια άτομα που θα έχουν ανάγκη από πολιτική στήριξη αλλά με προοδευτικό και όχι οπισθοδρομικό προσανατολισμό. Αυτή τη στήριξη, μόνον μια ανανεωμένη ιδεολογικά και πνευματικά σοσιαλδημοκρατία μπορεί να την προσφέρει.
Στην Ισπανία και την Πορτογαλία, αυτό το ρόλο τον πληρούν σοσιαλδημοκράτες όπως ο Σάντσεθ και ο Κόστα, που βλέπουν πιο μακρυά από τους ακραίους λαϊκιστές αντιπάλους τους.
Στη Γαλλία δυστυχώς, το Σοσιαλιστικό Κόμμα αυτοπαγιδεύτηκε σε μια αρχαϊκή ρητορική και τελικά έχασε τη μπάλα. Και δύσκολα θα την βρει. Τον ίδιο κίνδυνο διατρέχουν και οι Έλληνες κεντροαριστεροί. Δεν πρέπει να ενδώσουν στο λαϊκισμό και στην πνευματική ευτέλεια. Δεν υπάρχει μέλλον στο … χθες, αλλά μόνον στο αύριο…”.
Υπό αυτή την έννοια, η μεγάλη πρόκληση για την ελληνική Κεντροαριστερά, δεν είναι αυτή της συμμαχίας ή όχι με τον χρεωκοπημένο ιδεολογικά και ηθικά Αλέξη Τσίπρα, αλλά η διατύπωση προτάσεων που να ανοίγουν πόρτες και όχι να κλείνουν παράθυρα.