Αναλυτικές λεπτομέρειες για το πώς σχεδίασε την «κλοπή του αιώνα» το 2012 στην Εθνική Πινακοθήκη αρπάζοντας πίνακες του Πικάσο και του Μοντριάν, ανεκτίμητης αξίας, περιγράφει στην προανακριτική του απολογία ο 49χρονος δράστης του εγκλήματος.
Δηλώνει, δε, στους αστυνομικούς ότι έχει μετανιώσει και πως θέλει να τιμωρηθεί για ότι έκανε άλλα με επιείκεια. «Το 2012 είχα μπει στην Εθνική Πινακοθήκη και είχα πάρει τρεις πίνακες. Θα σας πω τα πάντα με όσες λεπτομέρειες θυμάμαι. Ζητώ μόνο την κατανόηση σας γιατί έχουν περάσει περίπου 9,5 χρόνια έχω ήδη υποστεί ένα εγκεφαλικό επεισόδιο.. Σκοπός μου είναι να συνεργαστώ απόλυτα με τις αρμόδιες αρχές ώστε να ανακτηθούν πλήρως οι πίνακες» είπε ξεκινώντας την κατάθεσή του στους αστυνομικούς ο δράστης και συνέχισε: «Έχω μετανιώσει πάρα πολύ για την πράξη μου. Από πάντα με ενδιέφεραν τα έργα τέχνης…».
Αναφέρει χαρακτηριστικά στην απολογία του: «Έκανα συνεχείς επισκέψεις στην Εθνική Πινακοθήκη και απέκτησα οικειότητα με τα έργα και τον χώρο ώσπου πίστεψα ότι ένα από αυτά μπορεί να γίνει δικό μου. Αυτές οι σκέψεις με βασάνιζαν δυο χρόνια περίπου και με οδήγησαν να κάνω το μεγαλύτερο λάθος της ζωής μου. Για περίπου έξι μήνες πριν από την κλοπή έκανα πολλές επισκέψεις… Λόγω της ενασχόλησης μου με τις οικοδομές γνώριζα τα οικοδομικά υλικά και μπορούσα να καταλάβω που υπήρχε τσιμεντένιος τοίχος και πού γυψοσανίδα. Καθόμουν ώρες στο εσωτερικό παρατηρώντας όχι μόνο τα έργα τέχνης αλλά και τη διαμόρφωση του χώρου τη συμπεριφορά των φυλάκων, πού υπήρχαν παράθυρα, κάμερες. Επίσης το ίδιο έκανα και στον περιβάλλοντα χώρο. Έπαιρνα καφέ και καθόμουν για ώρες γύρω από την πινακοθήκη. Δεν θυμάμαι πόσες βραδιές καθόμουν κρυμμένος στα φυτά και παρατηρούσα τους φύλακες. Μπορεί να το είχα κάνει και πάνω από 50 φορές μόνο το τελευταίο εξάμηνο πριν από την κλοπή. Έτσι κατάφερα και απέκτησα πάρα πολύ καλή γνώση των συστημάτων ασφαλείας. Ήξερα όλες τις συνήθειες των φυλάκων, πότε άλλαζαν βάρδια, ποιος κάπνιζε ποιος έβγαινε στον κήπο… Ήξερα ότι είχαν μειωθεί τον τελευταίο καιρό λόγω της οικονομικής κρίσης, ήξερα ότι υπήρχε και συναγερμός. Έτσι, αποφάσισα να κάνω την κλοπή».
Δεν είχα αποφασίσει ποιο έργο θα έπαιρνα…
Στη συνέχεια της προανακριτικής του απολογίας ο 49χρονος άνδρας αναφέρει στους αστυνομικούς ότι δεν είχε αποφασίσει ποιο έργο θα έκλεβε από την Εθνική Πινακοθήκη. Αυτό που ήξερε, όπως λέει, ήταν μόνο ότι ήθελε να πάρει κάποιο.
Στη συνέχεια, περιγράφει στην απολογία του τι έκανε μέχρι να διαπράξει την κλοπή. «Πήγα στο Μοναστηράκι, αγόρασα μαύρες αρβύλες, υφασμάτινα γάντια, μαύρο παντελόνι, ένα μαύρο μπλουζάκι, μια μαύρη κουκούλα που άφηνε ακάλυπτα μόνο τα μάτια και ένα μαύρο σάκο… Από τα οικοδομικά μου εργαλεία χρησιμοποίησα ένα σφυρί, ένα σιδερένιο καλέμι και ένα κοπίδι», λέει στους αστυνομικούς και υποστηρίζει πως η επιλογή της ημέρας της κλοπής ήταν τυχαία.
«Ανασφάλιστες οι μπαλκονόπορτες»
Όπως κατέθεσε προανακριτικά ο 49χρονος, πήγε στην Εθνική Πινακοθήκη με τρένο και μετρό και κατέβηκε στη στάση «Ευαγγελισμός».
«Μπήκα στο πάρκο και πήγα σε μια ξύλινη αποθήκη που ήταν εκεί μπήκα και άλλαξα τα ρούχα μου και κατά τις 9 το βράδυ βγήκα και πήγα προς την Πινακοθήκη…» λέει χαρακτηριστικά και περιγράφει στη συνέχεια πως κατάφερε όπως καταθέτει να πηδήξει μάντρες και να ανέβει στο τοιχίο του κτηρίου. Αναφέρει στην προανακριτική του απολογία: «Με τα χέρια μου προσπάθησα να ανοίξω τα φύλλα της μπαλκονόπορτας. Στην δεύτερη ή τρίτη προσπάθεια κατάλαβα ότι οι μπαλκονόπορτες ήταν ανασφάλιστες και θα άνοιγαν αν τραβούσαν πιο δυνατά. Μόλις κουνήθηκε λίγο η μπαλκονόπορτα ακούστηκε ένα μπίπ, το οποίο κατάλαβα ότι θα καλούσε το φύλακα. Ήξερα ότι εκείνη την ώρα ήταν μόνο ένας φύλακας. Έτσι, ξαναένωσα τα δυο φύλλα που είχαν ανοίξει περίπου δυο εκατοστά και πήγα στο παράθυρο. Έβγαλα το σφυρί, έσπασα το τζάμι δημιουργώντας μια τρύπα γνωρίζοντας ότι έχω χρόνο να το κάνω αφού ήξερα πόσο χρόνο χρειάζεται ο φύλακας για να έρθει. Μετά από λίγο άκουσα και τον φύλακα να βαδίζει στο εσωτερικό…..Αρχικά σκέφτηκα ότι δεν θα καταφέρω να περάσω στο χώρο με τα εκθέματα. Μάζεψα το σάκο, πήδηξα στο εξωτερικό τοιχίο και βγήκα στο πεζοδρόμιο της Βασιλέως Κωνσταντίνου. Βάδισα λίγα μέτρα προς τα κάτω και μπήκα στην αυλή πηδώντας τον τοίχο. Κάθισα σε κάτι τραπεζάκια , δίπλα σε ένα σπιτάκι και κάπνισα μερικά τσιγάρα. Τα αποτσίγαρα τα μάζεψα σε ένα σακουλάκι. Είκοσι λεπτά μετά ξαναγύρισα στο ίδιος σημείο. Άνοιξα την μπαλκονόπορτα, η οποία ήταν όντως ξεκλείδωτη, άκουσα το μπιπ μπήκα μέσα και την ξαναέκλεισα. Στάθηκα στον εσωτερικό διάδρομο και έστησα αυτί στην γυψοσανίδα. Μετά από λίγο άκουσα το φύλακα. Έμεινε εκεί κάποια δευτερόλεπτα τον άκουσα να μουρμουρίζει κάτι. Θεώρησα ότι είχε αρχίσει να εκνευρίζεται και έβριζε μόνος του γιατί δεν μπορούσε να βρει τι συμβαίνει αφού δεν έβλεπε την μπαλκονόπορτα. Τότε αποφάσισα ότι εκνευρίζοντας τον φύλακα είναι ο καλύτερος τρόπος να πραγματοποιήσω την κλοπή κάνοντας τον να πιστέψει ότι υπάρχει τεχνικό πρόβλημα στις ζώνες του συναγερμού. Έτσι επανέλαβα την ίδια διαδικασία αρκετές φορές. Ανοιγόκλεινα την μπαλκονόπορτα χωρίς να μπαίνω μέσα. Νομίζω ότι τις τελευταίες φορές που ανοιγόκλεισα την μπαλκονόπορτα δεν άκουσα τον φύλακα να έρχεται. Έμεινα στο σημείο μέχρι τις 4 τα ξημερώματα. Εκείνη την στιγμή άνοιξα την μπαλκονόπορτα και μπήκα μέσα αφήνοντας την ανοιχτή. Στο χώρο ήταν κάπως σκοτεινά αλλά είχε επαρκή φωτισμό ώστε να βλέπω τι κάνω. Ακούμπησα τα χέρια μου στο έδαφος… Εντόπισα το σημείο της ένωσης γυψοσανίδων ασκώντας πίεση άνοιξε η γυψοσανίδα και έπεσαν μικροί πίνακες που είχε πάνω της. Ήμουν σχεδόν σίγουρος ότι ο φύλακας δεν θα έρθει… Μπήκα μπουσουλώντας στον κυρίως χώρο τράβηξα τον σάκο …Το μέρος που μπήκα ήταν μια αίθουσα που σχεδόν απέναντι είχε σκάλες. Πήγα περπατώντας μέχρι τις σκάλες και άρχισα να τις ανεβαίνω μπουσουλώντας. Μπήκα μπουσουλώντας στην αίθουσα και άρχισα να κουνάω τα χέρια μου ώστε να καταλάβω αν δουλεύουν τα ραντάρ του συναγερμού. Επειδή δεν άκουσα κανέναν συναγερμό υπέθεσα πως ο φύλακας τον είχε απενεργοποιήσει. Σηκώθηκα όρθιος και βρέθηκα μπροστά στον πίνακα του Πικάσο. Τον ξεκρέμασα με την κορνίζα που ήταν βαριά, τον άφησα στην άκρη της σκάλας και πήρα άλλον έναν πίνακα του Μοντριάν ενώ ξεκρέμασα έναν ακόμη…».
Χρειάστηκαν μόλις 7 λεπτά
Ο δράστης της μεγάλης κλοπής αναφέρει πως χρειάστηκε μόλις 5 με 7 λεπτά για να βγάλει τις κορνίζες από τα έργα τέχνης γιατί, όπως λέει, δεν χωρούσαν στο σάκο του.
«Δεν θυμάμαι πως τις έβγαλα…» αναφέρει στους αστυνομικούς και συνεχίζει: «Έβαλα στο σάκο τους δυο πίνακες και εκείνη την ώρα άκουσα τον φύλακα να έρχεται και να φωνάζει κλέφτης- κλέφτης σταμάτα. Δεν γύρισα να τον κοιτάξω καθόλου. Σηκώθηκα και χωρίς να πως τίποτα κάνοντας τρία τέσσερα βήματα χώθηκα στην τρύπα που είχα ανοίξει ανάμεσα στις γυψοσανίδες. Βγήκα στο ταρατσάκι και πέρασα στο πεζοδρόμιο. Τη στιγμή εκείνη μου φαίνεται ότι κόπηκα από κάποια γυαλιά πήρα ένα χαρτί που είχε επάνω του ένα σχέδιο το οποίο ήταν έκθεμα σκούπισα το χέρι μου και το έβαλα στην τσέπη μου. Βγήκα στην Λεωφόρο Βασιλέως Κωνσταντίνου τρέχοντας και άκουγα τον συναγερμό της Πινακοθήκης να χτυπάει και σειρήνες περιπολικών. Μπήκα στην αποθηκούλα απέναντι από το πάρκο… Οι αστυνομικοί έψαξαν το πάρκο αλλά δεν άνοιξαν την αποθήκη γιατί η πόρτα ήταν κλειστή. Βγήκα μετά από πολύ ώρα. Πήγα στη στάση του λεωφορείου. Δεν είχε πολύ αστυνομία… Ρώτησε δυο κοπέλες τι συμβαίνει και τελικά επέστρεψε σπίτι με ταξί..».
Ακόμη στην απολογία του ο 49χρονος επισημαίνει το τρίτο έργο που άρπαξε από την Πινακοθήκη το πέταξε στην λεκάνη της τουαλέτας».
«Δεν είχα σκοπό να τους πουλήσω»
Ενώπιον των αστυνομικών ο 49χρονος υποστήριξε πως έκρυψε αρχικά τους πίνακες σε έπιπλο της μεγάλης τουαλέτας στο σπίτι του. «Τα ρούχα και τα εργαλεία τα πέταξα τις επόμενες ημέρες στα σκουπίδια. Η κλοπή σχεδιάστηκε και εκτελέστηκε αποκλειστικά από εμένα. Δεν υπήρχε συνεργός» κατάθεσε ο δράστης της ληστείας και συνέχισε: «Τους πίνακες δεν είχα σκοπό να τους πουλήσω ούτε έκανα ποτέ καμία τέτοια προσπάθειας. Εγώ βρισκόμουν μεταξύ Ελλάδας Ολλανδίας και Αγγλίας. Κάποια στιγμή εκμυστηρεύτηκα σε μια κοπέλα που είχα σχέση στην Αγγλία ότι είχα τους πίνακες αλλά δεν έδωσε βάση στα λεγόμενα μου».
Ο κατηγορούμενος αναφέρει ακόμη πως κάποια πανικοβλήθηκε από δηλώσεις που είδε στον Τύπο καθώς θεώρησε ότι τον φωτογραφίζουν. Τότε όπως καταθέτει γύρισε στην Ελλάδα (τον Φεβρουάριο του 2021) για οικογενειακούς λόγους. Ήταν ιδιαίτερα ψυχικά φορτισμένος και τότε αποφάσισε να τυλίξει μέσα σε πλαστικές σακούλες τους πίνακες και κάποια μέρα του Μάιου τους πήγε μόνος του στο Πόρτο Ράφτη. Εκεί, όπως καταθέτει σε ένα ρέμα και σε ένα μεγάλο και πολύ πυκνό θάμνο έκρυψε τους πίνακες.
«Έφυγα και γύρισα μετά από μια δυο ημέρες για να ελέγξω. Πήγα στο σημείο αλλά δεν τους βρήκα. Εκείνη την στιγμή ανακουφίστηκα γιατί υπέθεσα πως κάποιος τους βρήκε οπότε θα τους παραδώσει. Την ημέρα που τους άφησα με είχε δει ένας νεαρός…Σήμερα με πλησίασαν αστυνομικοί και μου ζήτησαν να τους ακολουθήσω … Προσφέρθηκα αβίαστα και με ανακούφιση να βοηθήσω. Πήγαμε στο σημείο που τους έδειξα. Τελικά οι πίνακες ήταν 10 μέτρα παρακάτω από το σημείο που τους έδειχνα. Όταν άκουσα στον αστυνομικό να λέει ότι βρήκαν το δέμα κατάλαβα ότι βρέθηκαν. Ξέσπασα σε κλάματα και έπεσα στο έδαφος ευχαριστώντας τους. Τόσο μεγάλος ήταν ο καημός μου να τους επιστρέψω. Έχω μετανιώσει σκληρά. Δηλώνω την πλήρη μεταμέλεια μου. Ξέρω ότι θα τιμωρηθώ αλλά ζητώ επιείκεια», αναφέρει ακόμη στην προανακριτική του απολογία ο 49χρονος.