Ισχυρούς βλέπει τους δείκτες της ελληνικής οικονομίας η HSBC η οποία εκτιμά ότι δεν είναι δύσκολη η επίτευξη μιας ανάπτυξης της τάξεως του 4% τα επόμενα χρόνια, κάτι το οποίο θα προέλθει από την αύξηση των επενδύσεων, την χαλαρότερη δημοσιονομική στάση, αλλά και την υψηλότερη παραγωγικότητα, με την τράπεζα να έχει ήδη αναθεωρήσει προς τα πάνω τον στόχο για ανάπτυξη 2,3% στην Ελλάδα.
Η HSBC αναλύει τα δεδομένα της ελληνικής οικονομίας, μετά από ταξίδι στην Αθήνα και τις συναντήσεις, μεταξύ άλλων, με το Υπουργείο Οικονομικών, το Υπουργείο Ανάπτυξης, οικονομικό σύμβουλο του πρωθυπουργού, την Κομισιόν, την ΤτΕ κ.ά, αναφέρει το newmoney.
Η κυβέρνηση έχει μια ισχυρή δέσμευση για εμπροσθοβαρείς μεταρρυθμίσεις και ανάληψη της ιδιοκτησίας τους, επισημαίνεται στην έκθεση που καταγράφει τις φοροελαφρύνσεις που ανακοινώθηκαν. Ο σχεδιασμός είναι να αξιοποιηθεί όποιος επιπρόσθετος δημοσιονομικός χώρος για μειώσεις φόρων (80%) και δαπάνες (20%). Προτεραιότητες είναι η μείωση και εν συνεχεία εξάλειψη της εισφοράς αλληλεγγύης, του ΕΝΦΙΑ και του φόρου στα εταιρικά κέρδη (στο 20% από το 24%).
Οι επενδύσεις
Σε ό,τι αφορά τις ιδιωτικοποιήσεις καταγράφονται οι κινήσεις στο αεροδρόμιο «Ελ. Βενιζέλος», στο Ελληνικό, στη ΔΕΠΑ, στην Εγνατία και μικρότερες κινήσεις που αφορούν σε μαρίνες, περιφερειακά λιμάνια και real estate.
Οι επενδύσεις αποτελούν μόλις το 12% του ΑΕΠ, μισό από τον μέσο όρο της ευρωζώνης. Τα πράγματα όμως δείχνουν καλύτερα: το 2008, η χώρα έκανε ρεκόρ ξένων επενδύσεων, στα 3,4 δισ. ευρώ, ενώ το 2019 το ποσό ανέβηκε στα 4,1 δισ. ευρώ.
Η HSBC στέκεται και στο θέμα της αξιοποίησης των κοινοτικών κονδυλίων, επισημαίνοντας ότι η χώρα μπορεί να αξιοποιήσει περί τα 40 δισ. ευρώ την επόμενη δεκαετία, τα οποία μάλιστα είναι σχεδόν δωρεάν.
Σε ό,τι αφορά τον έξτρα δημοσιονομικό χώρο επισημαίνεται ότι η Ελλάδα αναμένεται και το 2019 να υπερβεί τον στόχο του 3,5% και αυτό θα μπορούσε να δημιουργήσει περιθώρια κινήσεων. Παράλληλα, υπάρχει διαπραγμάτευση για μείωση του στόχου για το 2021. Επ’ αυτού υπάρχουν τρεις διαστάσεις: α) το αίτημα για πιο «μαλακή» προσαρμογή σε στόχο πρωτογενούς πλεονάσματος από το 2023 και μετά («πάνω από 2% του ΑΕΠ», β) χρήση των κερδών από τα ελληνικά ομόλογα (περίπου 0,6% του ΑΕΠ τον χρόνο), γ) έναν μηχανισμό που θα επιτρέπει στη χώρα να μεταφέρει υπερπλεονάσματα από τη μια χρονιά στην επόμενη.
Η κυβέρνηση, γράφει η HSBC, θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τον επιπλέον δημοσιονομικό χώρο για να εφαρμόσει περαιτέρω επεκτατική πολιτική, βοηθώντας με αυτό τον τρόπο την ανάπτυξη. Ο συνδυασμός υψηλότερων επενδύσεων, δημόσιων και ιδιωτικών, χαλαρότερης δημοσιονομικής στάσης και ελαφρά υψηλότερης παραγωγικότητας θα μπορούσε να αυξήσει τα επόμενα χρόνια την ανάπτυξη πιο κοντά -ή ακριβώς- στον δηλωμένο κυβερνητικό στόχο του 4%.
Οι τράπεζες
Η HSBC επισημαίνει την πρόθεση των τραπεζών να κάνουν χρήση του σχήματος και στέκεται στο ότι παραμένει σε εκκρεμότητα το θέμα του zero-risk για τα senior ομόλογα, τουλάχιστον μέχρι να αποκτήσει η χώρα αξιολόγηση «επενδυτικής βαθμίδας». Επισημαίνει ότι μια αναβάθμιση της Ελλάδας σε αυτό το επίπεδο θα βοηθήσει τον τραπεζικό κλάδο καθώς πέραν από το ότι θα λυθεί το θέμα του zero-risk, θα δώσει τη δυνατότητα να χρησιμοποιούνται ελληνικά ομόλογα ως εγγύηση στην ΕΚΤ, για να ληφθεί περισσότερη ρευστότητα μέσω των TLTRO-III της Κεντρικής Τράπεζας, πιθανά σε αρνητικά επιτόκια.
Τι μπορεί να πάει στραβά
Προφανής ανησυχία αποτελεί ο κορωνοϊός, που επηρέασε, εκτός των άλλων, τη δραστηριότητα στο λιμάνι του Πειραιά. Επισημαίνεται ότι ο τουριστικός κλάδος καλύπτει το 20% του ΑΕΠ και εκτιμάται ότι μια πτώση 10% του κλάδου θα μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά την ανάπτυξη κατά τουλάχιστον 1 ποσοστιαία μονάδα. Σύμφωνα με την HSBC, υπάρχουν μερικές «άμυνες», όπως το ότι η τουριστική σεζόν στη χώρα ξεκινά σχετικά αργά αλλά και το ότι η χώρα δεν έχει πληγεί ιδιαίτερα και μπορεί να επωφεληθεί από τις αλλαγές των επιλογών των ταξιδιωτών.
Επιπρόσθετο πρόβλημα αποτελεί το προσφυγικό, στη σκιά των όσων εξελίσσονται τις τελευταίες ημέρες.
Επισημαίνεται, τέλος, ότι ένας ακόμα κίνδυνος είναι ο εφησυχασμός. Η άνετη κυβερνητική πλειοψηφία (158 βουλευτές) και ο μακρύς ορίζοντας μέχρι τις επόμενες προγραμματισμένες εκλογές επέτρεψαν στη χώρα να διατηρήσει το μεταρρυθμιστικό μομέντουμ. Τα πολιτικά ρίσκα είναι μικρά. Αν όμως η χώρα πετύχει την ανάπτυξη που ελπίζει, θα μπορούσε να γίνει πιο εφησυχασμένη και οι μεταρρυθμίσεις να περιοριστούν. Η αύξηση των αντιδράσεων (διαδηλώσεις κ.λπ.) μπορεί να επιτείνουν τις δυσκολίες.