«Κολοσσιαία» αποτυχία χαρακτηρίζει η εφημερίδα Guardian τα προγράμματα διάσωσης της Ελλάδας, σε άρθρο του Λάρι Έλιοτ ενόψει της λήξης του τρίτου προγράμματος.
Ο Έλιοτ, στο άρθρο του αναφέρει πως το success story που πλασάρεται από τους θεσμούς και την κυβέρνηση απέχει από την αλήθεια. Και όπως συνεχίζει, στην πραγματικότητα, τα προγράμματα διάσωσης δεν είναι τίποτα παραπάνω από μια «ιστορία ανικανότητας, ψεύδους, άσκοπης καθυστέρησης και συμφερόντων τραπεζών, τα οποία τέθηκαν πάνω από τις ανάγκες των ανθρώπων.
Η στρατηγική της λιτότητας θα έχει μακροπρόθεσμες συνέπειες που θα αντηχούν σε ολόκληρη την Ευρώπη».
«Μετά από οκτώ χρόνια, η Ελλάδα θεωρείται από αύριο Δευτέρα αρκετά ισχυρή ώστε να σταθεί στα δικά της πόδια. Το διεθνές πρόγραμμα διάσωσης που έχει παράσχει στην Αθήνα οικονομική βοήθεια έκτακτης ανάγκης τερματίζεται.
Εκτός από τους βαρύτατους δημοσιονομικούς κανόνες, που ισχύουν για την επόμενη δεκαετία ή και περισσότερο, οι Έλληνες μπορούν να «αποχαιρετήσουν» την τρόικα – τους αξιωματούχους του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης – που στην ουσία έχει διαχειριστεί τη χώρα από το 2010» αναφέρει ο Έλιοτ χαρακτηριστικά και συνεχίζει:
«Πρόκειται για μία διαφημιστική εκστρατεία, που παρουσιάζει την Ελλάδα ως ένα success story, ένα φόρο τιμής στην αλληλεγγύη και μια λογική προσέγγιση που έχει αποκαταστήσει την οικονομική σταθερότητα και παρεμπόδισε την Ελλάδα να είναι η πρώτη χώρα που θα εγκαταλείψει το ευρώ.
Τίποτα δεν θα μπορούσε να απέχει περισσότερο από την αλήθεια. Η Ελλάδα ήταν μια κολοσσιαία αποτυχία. Πρόκειται για μια ιστορία ανικανότητας, άσκοπης καθυστέρησης και των συμφερόντων των τραπεζών που τέθηκαν πάνω από τις ανάγκες των ανθρώπων. Και θα υπάρξουν μακροπρόθεσμες συνέπειες».
Συνεχίζοντας, ο αρθρογράφος αναφέρει πως όταν η Ελλάδα έλαβε για πρώτη φορά χρηματοδοτική βοήθεια το 2010, το σχέδιο προϋπόθετε να έχει πρόσβαση στις χρηματοπιστωτικές αγορές εντός δύο ετών. Έχει λάβει δύο επιπλέον πακέτα διάσωσης και έχουν περάσει έξι χρόνια για να συμβεί αυτό. Η ελληνική οικονομία αναπτύχθηκε πρόσφατα, αλλά έχει τεράστιο έδαφος για να καλύψει, καθώς απώλεσε το 1/3 του ΑΕΠ της χώρας κατά τα χρόνια της κρίσης.
«Τα προβλήματα της Ελλάδας ξεκίνησαν όταν η Αθήνα αποκάλυψε ότι το δημοσιονομικό της έλλειμμα είχε διογκωθεί στο 13% του ΑΕΠ το 2009 – πολύ χειρότερο από ό, τι είχε εκτιμηθεί προηγουμένως. Οι αγορές εξέφρασαν ανησυχίες για την πορεία της Ελλάδας» τονίζει και προσθέτει:
«Το αρχικό σχέδιο διάσωσης περιλάμβανε χρηματοδοτική βοήθεια ύψους 110 δισ. ευρώ σε αντάλλαγμα της συρρίκνωσης του ελλείμματος κατά 7,5% το 2010 μόνο στο πλαίσιο ενός δρακόντειου προγράμματος δημοσιονομικών περιορισμών. Αυτό δεν ήταν ποτέ εφικτό αλλά βασίστηκε στη θεωρία ότι η δέσμευση για συρρίκνωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και για μείωση των επιπέδων δημόσιου χρέους θα ενίσχυε την εμπιστοσύνη των χρηματοπιστωτικών αγορών».
«Οι επενδυτές θα απαιτούσαν χαμηλότερη πριμοδότηση για την κατοχή κρατικού χρέους και αυτό θα οδηγούσε σε χαμηλότερα μακροπρόθεσμα επιτόκια. Η ελληνική κυβέρνηση ξεκίνησε ένα πρόγραμμα περικοπών των δημοσίων επενδύσεων, που είχε το αντίθετο αποτέλεσμα από το προσδοκώμενο.
Η μείωση των μισθών του δημόσιου τομέα και η μείωση της αξίας των παροχών είχαν ως αποτέλεσμα χαμηλότερες καταναλωτικές δαπάνες και περαιτέρω υποβαθμισμένες ιδιωτικές επενδύσεις. Στην Ελλάδα, αυτή η προσέγγιση οδήγησε σε μια σπειροειδή πτώση καθώς χάθηκαν θέσεις εργασίας και μειώθηκαν τα φορολογικά έσοδα. Το δημόσιο χρέος αυξήθηκε παρά μειώθηκε, οδηγώντας σε πιέσεις για ακόμη μεγαλύτερες περικοπές», καταλήγει ο Έλιοτ.