Η συντριπτική πλειοψηφία των εργαζομένων, 8 στους 10, δηλώνει ότι η μηνιαία επιβάρυνσή τους από τις ανατιμήσεις θα είναι δυσβάσταχτη, ενώ η αύξηση των μισθών και του κατώτατου μισθού θεωρείται ως η αποτελεσματικότερη λύση.
Η ΓΣΕΕ και το Ινστιτούτο Εργασίας δίνουν στη δημοσιότητα τα αποτελέσματα ειδικής θεματικής έρευνας κοινής γνώμης, που υλοποιείται σε συνεργασία με την εταιρεία Alco, και απευθύνεται σε εργαζόμενους ιδιωτικού τομέα, για την καταγραφή-μέτρηση και συγκριτική αποτίμηση δεικτών κλίματος αναφορικά με την εξέλιξη των αμοιβών, την ασφάλεια της θέσης εργασίας τους και τον χρόνο εργασίας.
Επιπλέον, στην παρούσα έρευνα καταγράφονται οι απόψεις των εργαζομένων σχετικά με το μέγεθος της επιβάρυνσής τους από τις αυξήσεις στις τιμές της ενέργειας και των βασικών ειδών διατροφής καθώς και τους τρόπους αντιμετώπισης για την προστασία του βιοτικού επιπέδου τους. Συγκεκριμένα:
- Το 82% των εργαζομένων, δηλώνει ότι η μηνιαία επιβάρυνση του νοικοκυριού τους από τις αυξήσεις στις τιμές της ενέργειας και των βασικών ειδών διατροφής αναμένεται να είναι ¨Πολύ μεγάλη¨ ή ¨Μεγάλη¨ με το 14% να την εκτιμά ως ¨Μικρή¨ ή ¨Πολύ μικρή¨. Τα παραπάνω ποσοστά διαφοροποιούνται όταν συγκριθούν με το ύψος του εισοδήματός τους. Οι εργαζόμενοι που δηλώνουν μηνιαία αμοιβή έως 500 ευρώ δηλώνουν κατά 100% ότι αναμένουν πολύ μεγάλη επιβάρυνσή τους ενώ όσοι δηλώνουν ως μηνιαία αμοιβή από 1500 ευρώ και πάνω, το 19% δηλώνει ότι αναμένει πολύ μεγάλη επιβάρυνση και το 54% μεγάλη επιβάρυνση.
- Ως το αποτελεσματικότερο μέσο για την προστασία του βιοτικού τους επιπέδου από τις ανατιμήσεις, το 48% επιλέγει την αύξηση του μισθού και του κατώτατου μισθού, το 43% την μείωση των ειδικών φόρων και φόρων κατανάλωσης ενώ μόλις το 3% επιλέγει τη λύση των επιδομάτων. Τα παραπάνω ποσοστά διαφοροποιούνται έντονα ανάλογα με το ύψος των εισοδημάτων των εργαζομένων.
- Όσοι δηλώνουν μηνιαίο εισόδημα έως 1000 ευρώ δηλώνουν, κατά μέσο όρο, σε ποσοστό 57% ότι το αποτελεσματικότερο μέτρο για την προστασία του βιοτικού τους επιπέδου από τις ανατιμήσεις είναι η αύξηση των μισθών και του κατώτατου μισθού και το 39%, κατά μέσο όρο, την μείωση των ειδικών φόρων και φόρων κατανάλωσης.
- Όσοι δηλώνουν μηνιαίο εισόδημα από 1001 – 1500 ευρώ δηλώνουν, σε ποσοστό 42% ότι το αποτελεσματικότερο μέτρο για την προστασία του βιοτικού τους επιπέδου από τις ανατιμήσεις είναι η αύξηση των μισθών και του κατώτατου μισθού και το 53% την μείωση των ειδικών φόρων και φόρων κατανάλωσης.
- Όσοι δηλώνουν μηνιαίο εισόδημα από 1501 ευρώ και πάνω δηλώνουν, σε ποσοστό 18% ότι το αποτελεσματικότερο μέτρο για την προστασία του βιοτικού τους επιπέδου από τις ανατιμήσεις είναι η αύξηση των μισθών και του κατώτατου μισθού και το 82% την μείωση των ειδικών φόρων και φόρων κατανάλωσης.
- Οι εργαζόμενοι δήλωσαν ότι για να διασφαλιστεί το βιοτικό τους επίπεδο είναι αναγκαίο να υπάρξουν σημαντικές αυξήσεις στους ονομαστικούς μισθούς τους που κατά μέσο τις προσδιορίζουν στο 25% (με διαφοροποιήσεις ανάλογα τα εισοδήματά τους).
Από τα υπόλοιπα ευρήματα της έρευνας και προς επιβεβαίωση των παραπάνω ευρημάτων, πολύ σημαντική είναι η διαφοροποίηση του δείκτη εξέλιξης των αμοιβών των εργαζομένων ιδιωτικού τομέα σε σχέση με την προηγούμενη μέτρηση (πριν 4 μήνες). Η μεγάλη πλειοψηφία των ερωτώμενων εργαζομένων ιδιωτικού τομέα δηλώνουν απαισιόδοξοι για την εξέλιξη των αμοιβών τους σε ποσοστό 61% σε σχέση με το 49% που κατέγραφε ο συγκεκριμένος δείκτης στην προηγούμενη μέτρηση. Το συγκεκριμένο εύρημα θεωρείται πολύ σημαντικό διότι αποτυπώνει μια έντονη τάση που παρατηρείται στην αγορά εργασίας σε σχέση με την εξέλιξη των αμοιβών στον ιδιωτικό τομέα της Οικονομίας.
Παρά το γεγονός ότι από τον Μάιο οι τιμές, σε εισαγμένα και εγχώρια προϊόντα, παρουσιάζουν ισχυρή ανοδική πορεία, η οποία φαίνεται ότι θα συνεχιστεί για μεγάλο χρονικό διάστημα, την ίδια στιγμή ο κατώτατος μισθός και οι μισθοί παραμένουν καθηλωμένοι. Είναι αναγκαίο να υλοποιηθεί άμεσα ένα μείγμα παρεμβάσεων έτσι ώστε να προστατευτεί στο μέγιστο δυνατό βαθμό το βιοτικό επίπεδο μισθωτών και κυρίως των χαμηλότερα αμειβόμενων. Η ελληνική οικονομία και κοινωνία μετά από 10 χρόνια λιτότητας βρίσκονται μπροστά σε ένα νέο επικίνδυνο μείγμα αστάθειας, αφού το κύμα ακρίβειας και ανατιμήσεων σε βασικά αγαθά και υπηρεσίες και στασιμότητας των εισοδημάτων απειλεί την αγοραστική δύναμη πολλών νοικοκυριών και κοινωνικών ομάδων. Η διάρκεια δε της ακρίβειας και μη αντιστάθμισή της με αποτελεσματικές παρεμβάσεις και μέτρα προστασίας του διαθέσιμου εισοδήματος θα οδηγήσει σε συρρίκνωση της εγχώριας ζήτησης, ενώ θα αυξήσει την πιθανότητα εκδήλωσης φαινομένων στασιμοπληθωρισμού. Για τους λόγους αυτούς η ΓΣΕΕ προτείνει τις εξής εισοδηματικές και δημοσιονομικές παρεμβάσεις:
– Να δοθεί άμεσα η αύξηση του κατώτατου μισθού για το 2021 με αναδρομική ισχύ από την 1/9/2021.
– Να αρχίσουν αμέσως οι διαπραγματεύσεις για την αύξηση του κατώτατου μισθού για το 2022, ώστε η μεταβολή του να ισχύσει από την 1/1/2022.
– Το ποσοστό αύξησης του κατώτατου μισθού να περάσει και στους ονομαστικούς μισθούς των ήδη συμφωνημένων κλαδικών συμβάσεων.
– Να μειωθούν οι ειδικοί φόροι κατανάλωσης στην ενέργεια. Αν το μέτρο δεν επαρκεί να σταθεροποιήσει τις τιμές και τις εισοδηματικές απώλειες να μειωθεί ο ΦΠΑ στην ενέργεια για τα νοικοκυριά.
– Εισαγωγή φόρου επί των έκτακτων κερδών των εταιρειών παροχής ενέργειας και διάθεση του ποσού για τη στήριξη του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών.
– Να οριστεί μια περίοδος χάριτος αποπληρωμής λογαριασμών ενέργειας για τα φτωχότερα νοικοκυριά.