Η συμφωνία αμυντικής συνεργασίας και εταιρικής σχέσης που δρομολόγησαν Μακρόν και Μητσοτάκης και η οποία κυρώθηκε από την Βουλή την περασμένη εβδομάδα, σε αρκετά της σημεία δεν ήταν καινούργια.
Πολύ απλά εμπλουτίστηκε και επισπεύτηκε όταν στις 15 Σεπτεμβρίου οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Αυστραλία και το Ηνωμένο Βασίλειο, ανακοίνωσαν ένα τριμερές αμυντικό σύμφωνο που είχαν διαπραγματευθεί υπό άκρα μυστικότητα «κάτω από τη μύτη» των ευρωπαίων εταίρων τους, με σκοπό την ανάσχεση της Κίνας στην περιοχή του Ινδο-Ειρηνικού. Ο μεγάλος χαμένος του επονομαζόμενου, πλέον, AUKUS ήταν το Παρίσι.
Η απόφαση της Αυστραλίας να ακυρώσει μια παραγγελία ύψους άνω των 80 δισεκατομμυρίων δολαρίων για την αγορά συμβατικών υποβρυχίων από τη Γαλλία και να προτιμήσει την αγορά αμερικανικών πυρηνικών υποβρυχίων έπληξε όχι μόνο το κύρος της Naval Group αλλά και του ίδιου του Εμμανουέλ Μακρόν.
Ο Γάλλος πρόεδρος, σύμφωνα με τους παρισταμένους στις 17 Σεπτεμβρίου στις εργασίας της EUMED9, δεν μπορούσε να κρύψει τον εκνευρισμό του μετά την σύναψη της AUKUS.
Ουδείς όμως μπορούσε να προβλέψει ότι αυτό το γεωπολιτικό υπόστρωμα θα αποτελούσε βάση ώστε μέσα σε 10 ημέρες να ολοκληρωθεί μια από τις σημαντικότερες συμφωνίες της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής που ίσως αποτελέσει ένα βήμα προς την ευρωπαϊκή στρατηγική αυτονομία.
Μία αυτονομία βέβαια η οποία δεν είναι του γούστου της Γερμανίας και αυτό είναι κάτι που έχει μεγάλη σημασία όπως θα δούμε.
Μετά την απόφαση της Αυστραλίας, οι εξελίξεις επισπεύτηκαν στην Ευρώπη. Όπως έγραψε στο «Βήμα» ο συνάδελφος Άγγελος Αλ. Αθανασόπουλος (3/10), «…τα πάντα εξελίχθηκαν υπό άκρα μυστικότητα και στο ανώτατο πολιτικό επίπεδο. Η “Συμφωνία για την Εγκαθίδρυση Στρατηγικής Εταιρικής Σχέσης για τη Συνεργασία στην Άμυνα και την Ασφάλεια”, η οποία υπεγράφη την Τρίτη 28 Σεπτεμβρίου στο Παρίσι, υπήρξε μια κίνηση που αποφασίστηκε και εκτελέστηκε προσωπικά από τους ηγέτες των δύο χωρών, των Κυριάκο Μητσοτάκη και τον Εμμανουέλ Μακρόν, και των επιτελείων τους σε Μέγαρο Μαξίμου και Μέγαρο των Ηλυσίων. Η προσωπική σχέση του έλληνα πρωθυπουργού με τον γάλλο πρόεδρο έχει σφυρηλατηθεί σχεδόν από την επομένη της εκλογικής επικράτησης του κ.Μητσοτάκη στις εκλογές του Ιουλίου 2019. Η δε συμπαράσταση της Γαλλίας στην ελληνοτουρκική κρίση του θέρους του 2020 στην Ανατολική Μεσόγειο έφερε τους δύο άνδρες εγγύτερα. Αυτή η χημεία υπήρξε καταλυτική ώστε να ξεπεραστούν όλα τα δύσκολα σημεία…».
Με αφετηρία έτσι μια ξενάγηση του ζεύγους Μακρόν στην Ακρόπολη, ο Έλληνας πρωθυπουργός, διαισθανόμενος την ευκαιρία, αποφάσισε να επαναφέρει προς τον Γάλλο πρόεδρο την ιδέα της υπογραφής μίας συμφωνίας στρατηγικής συνεργασίας που απασχολούσε την Αθήνα και το Παρίσι και στο πολύ πρόσφατο παρελθόν.
Στην ιδιωτική συνομιλία που είχαν οι δύο άνδρες, ο Γάλλος πρόεδρος ανταποκρίθηκε αμέσως. Γιατί όμως; Οι λόγοι είναι αρκετοί.
Κατά πρώτον, ο Εμμ. Μακρόν, με την συμφωνία αυτή αντισταθμίζει σοβαρές απώλειες τζίρου στη γαλλική αμυντική βιομηχανία σε μίαν κρίσιμη φάση για το μέλλον της. Και αυτό σε προεκλογική περίοδο, όπου η επανεκλογή του δεν είναι καθόλου βέβαιη.
Δεύτερον, ο Γάλλος πρόεδρος δίνει ένα σοβαρό μάθημα γεωπολιτικής στον Αλέξη Τσίπρα, στον οποίον είχε προτείνει παρεμφερή συμφωνία την οποίαν όμως ο συνομιλητής του είχε απορρίψει.
Τότε, ο Αλέξης Τσίπρας, ενδιαφερόταν περισσότερο να εξυπηρετήσει τα γερμανικά σχέδια για την Ευρώπη, θεωρώντας ότι αυτό θα ενίσχυε την οικονομική του πολιτική και ενδεχομένως την επανεκλογή του.
Παράλληλα δε, ήθελε να εξευμενίσει Γερμανία και ΗΠΑ με τη Συμφωνία των Πρεσπών και όχι να «μπλέξει» με τα ευρωπαϊκά αμυντικά οράματα του Μακρόν. Τα τελευταία εξάλλου δεν ήσαν διόλου δημοφιλή στο κόμμα του, το οποίο θεωρεί ότι η χώρα δεν απειλείται από την Τουρκία και άρα δεν συντρέχει λόγος αύξησης των αμυντικών δαπανών.
«…Για τον κ. Τσίπρα….», επισημαίνουν συνεργάτες του Εμμ. Μακρόν και όχι μόνον, «…μεγάλη προτεραιότητα του είναι η εξουσία και όχι η εμπλοκή του σε πολυσύνθετα θέματα τα οποία δεν κατέχει και άρα είναι πολύ δύσκολο να αξιοποιήσει πολιτικά και επικοινωνιακά…».
Από την άλλη, όταν του έγινε η γαλλική πρόταση, ο Τσίπρας θεώρησε ότι η όποια εμπλοκή με τους Γάλλους θα δυσαρεστούσε τους φιλότουρκους Γερμανούς, οι οποίοι εκείνη την περίοδο δεν είχαν και τις καλύτερες σχέσεις με τον Μακρόν.
Υπάρχει όμως και ένας ακόμη λόγος που Τσίπρας και Σύριζα δεν ήθελαν μια αμυντική συμφωνία όπως αυτή που ψηφίστηκε από τη Βουλή.
Η ισχυρή Γαλλία, η μόνη πυρηνική δύναμη της Ε.Ε., στέκεται στο πλευρό μας, όχι γενικώς και αορίστως αλλά μέσω μιας συμφωνίας με αμοιβαίες υποχρεώσεις.
Όπως είπε και ο πρωθυπουργός στη σχετική συζήτηση στη Βουλή, «…η συμφωνία περιλαμβάνει δέσμευση για συνδρομή σε περίπτωση επίθεσης ανεξαρτήτως του τόπου. Το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο έχει αποφανθεί πως επίθεση δεν σημαίνει μόνον εισβολή αλλά και οποιοδήποτε επεισόδιο, Εξ ού και σε καμία συμφωνία δεν αναφέρεται η ΑΟΖ και η υφαλοκρηπίδα. Ποτέ άλλοτε μια τόσο ισχυρή δύναμη δεν βρέθηκε εγγυήτρια της εδαφικής μας ακεραιότητας επί του πεδίου και εάν χρειαστεί και εν όπλοις…».
Αυτά δεν είναι όμως καλά νέα για τη σταλινογενή αριστερά του Αλέξη Τσίπρα, ο οποίος δεν θέλει μια ευημερούσα και ισχυρή Ελλάδα. Προτιμά να είμαστε η Βενεζουέλα της Μεσογείου, για να μοιράζει δανεικά που εκβιαστικά θα παίρνει από «Κουτόφραγκους».
Στη βάση λοιπόν της πιο πάνω λογικής, όπως πολύ σωστά επισημαίνει και ο εκπαιδευτικός κ. Λ. Καστανάς, για τη σταλινογενή αριστερά, η καταψήφιση της αμυντικής συμφωνίας δεν είναι απλά μια αντιπολιτευτική στάση. Δεν είναι μόνο μικροπολιτική.
Είναι πολιτική επιλογή με ισχυρό ιδεολογικό φορτίο.
Όπως είναι η άρνηση στην αξιολόγηση των εκπαιδευτικών, στα μη κρατικά πανεπιστήμια, στην πώληση του ποσοστού της ΔΕΔΔΗΕ, στη μείωση της γραφειοκρατίας, στα υποχρεωτικά υγειονομικά μέτρα. Το διαρκές ΟΧΙ που ακούγεται από τα χείλη της με χλωμές συνήθως δικαιολογίες είναι το πολιτικό της οξυγόνο, αλλά και το μήνυμα που στέλνει στο ακροατήριο. Η αριστερά φωνάζει είμαι ένας τόπος αλλού, θέλω να σας πάω αλλού.
Και κάποιοι από μας γνωρίζουμε που….