Άτομα που όσο πιο γρήγορα και περισσότερο μαθαίνουν, διαθέτουν προβάδισμα έναντι αυτών που συνήθως στις μεγάλες εταιρίες νομίζουν ότι τα ξέρουν όλα
Οι μεταβαλλόμενες συνθήκες στις συνθήκες παραγωγής πλούτου και στο επιχειρείν, όπως και στις γεωπολιτικές ισορροπίες, αποκτούν και νέους κύκλους μάθησης.
Του Αθανάσιου Χ. Παπανδρόπουλου
Ο καθηγητής Peter Senge, 72 ετών, και το έργο του για την «Οργάνωση που μαθαίνει», έχουν ίσως πολλά να διδάξουν στις μέρες μας. Ο ίδιος υποστηρίζει ότι σε μία εποχή ταχύτατων μεταβολών με διαρθρωτικό και πνευματικό περιεχόμενο, η μάθηση αποτελεί ισχυρό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα.
«Μια εταιρία που μαθαίνει πιο γρήγορα από τις άλλες και άρα προλαβαίνει τις αλλαγές στο επιχειρηματικό περιβάλλον, σίγουρα διαθέτει σοβαρό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Το ίδιο βέβαια ισχύει και για τα άτομα και κυρίως τα στελέχη των επιχειρήσεων. Όσο πιο γρήγορα και περισσότερο μαθαίνουν, διαθέτουν προβάδισμα έναντι αυτών που συνήθως στις μεγάλες εταιρίες νομίζουν ότι τα ξέρουν όλα», μας λέει ο διάσημος σύμβουλος επιχειρήσεων.
Προσθέτει δε ότι η Ελλάδα, στον τομέα αυτόν, ως χώρα λίκνο της φιλοσοφίας και του ορθού λόγου, θα έπρεπε να παίζει πρώτο ρόλο. Δυστυχώς όμως κάτι τέτοιο είναι ανέφικτο, γιατί γραφειοκρατία, κυρίως εκπαιδευτική και μάθηση είναι δύο εντελώς διαφορετικά πράγματα, με το πρώτο να στηρίζεται στην οργάνωση του σκοταδισμού.
Για τον Peter Senge η πραγματική μάθηση φτάνει στην καρδιά του τι είναι να είσαι άνθρωπος. Γινόμαστε σε θέση να ξαναδημιουργήσουμε τον εαυτό μας. Αυτό ισχύει τόσο για άτομα όσο και για οργανισμούς. Επομένως, για έναν οργανισμό μάθησης δεν αρκεί να επιβιώσει.
Η «εκμάθηση επιβίωσης;» ή αυτό που ονομάζεται πιο συχνά «προσαρμοστική μάθηση» είναι σημαντική – πράγματι είναι απαραίτητη. Αλλά για έναν οργανισμό μάθησης, η «προσαρμοστική μάθηση» πρέπει να ενωθεί με τη «γενετική μάθηση», μάθηση που ενισχύει την ικανότητά μας να δημιουργούμε.
Πλην όμως, η μάθηση αυτή συνδέεται άμεσα με το οικογενειακό περιβάλλον, το οποίο τις περισσότερες φορές δεν δίνει το βάρος που πρέπει στο θέμα της μάθησης και της μαθησιακής συμπεριφοράς.
«Ενώ όλοι οι άνθρωποι έχουν την ικανότητα να μαθαίνουν, οι δομές στις οποίες πρέπει να λειτουργούν συχνά δεν ευνοούν τον προβληματισμό και την εμπλοκή.
Επιπλέον, οι άνθρωποι μπορεί να μη διαθέτουν τα εργαλεία και τις ιδέες καθοδήγησης για να κατανοούν τις καταστάσεις που αντιμετωπίζουν. Οι οργανισμοί, που επεκτείνουν συνεχώς την ικανότητά τους να δημιουργούν το μέλλον τους, απαιτούν μια θεμελιώδη μετατόπιση του μυαλού μεταξύ των μελών τους», τονίζει ο Peter Senge. Και φέρνει στο προσκήνιο ένα σοβαρό πρόβλημα της εποχής μας.
Αυτό του ρόλου της ατομικής προσωπικότητας, η οποία στις κοινωνίες μας συνεχώς και ύπουλα ισοπεδώνεται. Υπό αυτήν την έννοια, ο γνωστός καθηγητής του ΜΙΤ υποστηρίζει ότι στον αναδυόμενο ψηφιακό κόσμο η νόηση και η συναφής με αυτήν απόκτηση γνώσης αποτελούν πλέον κορυφαία πρώτη ύλη, προσβάσιμη στον κάθε άνθρωπο.
Εναπόκειται έτσι σε κάθε άτομο να καταλαβαίνει τις νέες συνθήκες και στο μέτρο του εφικτού να αξιοποιεί τις δυνατότητες που του προσφέρονται.
Αν βέβαια έχει την απαιτούμενη θέληση και επιθυμεί να υιοθετήσει καινούργιες δεξιότητες, ικανές να του ανοίξουν νέα μονοπάτια. Υπό αυτήν την έννοια η διά βίου μάθηση είναι πλέον κανόνας.
Στοιχεία που θα διαμορφώνουν την εμπιστοσύνη το 2030
Σήμερα το 58% των εταιρειών θεωρούν την υψηλή ποιότητα τον παράγοντα που διαμορφώνει την καταναλωτική εμπιστοσύνη, αλλά οι περισσότεροι καταναλωτές αναφέρουν πως οι χαμηλές τιμές ή οι εκπτώσεις είναι αυτές που τελικά τους κερδίζουν.
Αλλά μέχρι το 2030, οι καταναλωτές αναφέρουν πως οι εφαρμογές, η ταχύτατη πρόσβαση και η δυνατότητα να παραγγέλνουν μέσω έξυπνων οικιακών συστημάτων, αποτελούν τις 3 κορυφαίες τεχνολογίες που αναμένουν να επηρεάσουν την εμπιστοσύνη τους.
Οι εταιρείες συμφωνούν και πιστεύουν πως η τεχνητή νοημοσύνη, η μηχανική εκμάθηση και τα predictive analytics θα παίξουν καθοριστικό ρόλο στο μέλλον και βλέπουν το 2030 σαν μια ευκαιρία να αξιοποιήσουν την τεχνολογία, τόσο για να προσφέρουν πιο ομαλή αλληλεπίδραση, όσο και για να εξασφαλίσουν την απαραίτητη πληροφόρηση και να προσφέρουν βαθύτερες, πιο ουσιαστικές πελατειακές σχέσεις, αλλά και να αυξήσουν την καταναλωτική εμπιστοσύνη.
Το χτίσιμο της εμπιστοσύνης είναι ιδιαίτερα κρίσιμο για την ανάπτυξη της κάθε εταιρείας και μέσα στα επόμενα 10 χρόνια θα δούμε αύξηση της διαφοροποίησης που θα εκτείνεται πέρα από το παραδοσιακό μείγμα τιμής, ποιότητας και εξυπηρέτησης που κυριαρχούσε για πάρα πολύ καιρό.
Στο μέλλον, ο τρόπος που οι επιχειρήσεις θα υιοθετούν τις τεχνολογίες, θα καθοδηγούν την αγορά (και τον καταναλωτή) και θα μετρούν τον κοινωνικό αντίκτυπο θα παίξει σημαντικότερο ρόλο στην εδραίωση της καταναλωτικής εμπιστοσύνης.
Ήδη βλέπουμε κάτι τέτοιο να συμβαίνει και το 2030 η σημαντικότητά του θα πολλαπλασιαστεί.