Γερμανικά εύσημα για το ελληνικό σχέδιο για το Ταμείο Ανάκαμψης: η Ελλάδα έχει «το καλύτερο πρόγραμμα» σημείωσε ο ευρωβουλευτής Μάρκους Φέρμπερ (Markus Ferber), εκ μέρους του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, κατά τη διάρκεια εκδήλωσης με τίτλο, «Ταμείο Ανάκαμψης: Το εμβόλιο για την ευρωπαϊκή οικονομία;» που συνδιοργάνωσαν δύο think tanks, το Ινστιτούτο Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Καραμανλής και το Ίδρυμα Hanns Seidel. Τους φιλόδοξους μεταρρυθμιστικούς στόχους της κυβερνητικής πρότασης υπογράμμισε στην ίδια συζήτηση ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Θόδωρος Σκυλακάκης θέτοντας ταυτοχρόνως το στόχο για 45 ως 50 δισ. ευρώ επενδύσεις, ενώ η ‘Αννα Διαμαντοπούλου, παράλληλα με όσα είπε για το Ταμείο, όταν κλήθηκε να μιλήσει για την υποψηφιότητά της για την ηγεσία του ΟΟΣΑ, παρατήρησε ότι η χώρα μας «απέδειξε ότι μπορεί να διεκδικήσει και διεθνείς οργανισμούς».
Στην εισαγωγική παρατήρηση του συντονιστή της εκδήλωσης και δημοσιογράφου Gerd Hohler (ανταποκριτής της εφημερίδας Handelsblatt), ότι η ελληνική κυβέρνηση ήταν από τις πρώτες χώρες που κατέθεσαν ένα εκτεταμένο πρόγραμμα, ο Markus Ferber, συντονιστής του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος στην Επιτροπή Οικονομικών και Νομισματικών Υποθέσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και πρόεδρος του Ιδρύματος Hanns Seidel, ξεκίνησε λέγοντας πως είχε σήμερα μια… ελληνική ημέρα καθώς παρευρίσκετο στη συνεδρίαση του ΕΛΚ στο οποίο συμμετείχε και ο Έλληνας πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης. Για να εκφράσει στη συνέχεια «την εκτίμηση από τη γερμανική πλευρά ότι το ελληνικό πρόγραμμα ανάκαμψης αποτιμάται πολύ θετικά». Και τούτο γιατί «η Ελλάδα δεν συνέλεξε από όλα τα υπουργεία το τι το καθένα ήθελε, αλλά κοίταξε εν γένει τι χρειαζόταν η χώρα, απευθύνθηκε στους επιστήμονες και τους ρώτησε τι χρειάζεται για να πετύχει αυτή η ανάκαμψη».
Ευχήθηκε δε, «όλα τα κράτη μέλη να έπρατταν όπως έπραξε εδώ η Ελλάδα. Γιατί, όταν μιλά ο Κυριάκος Μητσοτάκης για δουλειές και το πώς μπορούμε να δημιουργήσουμε δουλειές στην Ευρώπη, ακριβώς αυτός είναι ο πρωταρχικός στόχος μας μέσα από την Πράσινη Συμφωνία, μέσα από την ψηφιοποίηση, την Υγεία κ.α.». Και δηλώνοντας περήφανος, όπως είπε, «για αυτό που έχει καταφέρει η Ελλάδα», έκλεισε λέγοντας πως «η Ελλάδα είναι σε πολύ καλό δρόμο και έχει το καλύτερο πρόγραμμα αυτή τη στιγμή να παρουσιάσει».
Και στη «δευτερολογία» του ο Markus Ferber ανέδειξε ότι «η Ελλάδα έχει ένα πολύ φιλόδοξο πρόγραμμα επενδύσεων και μετασχηματισμού, έχει λιγότερα προβλήματα να αντιμετωπίσει λόγω της πανδημίας σε σύγκριση με άλλες χώρες. Αντιθέτως», συνέχισε, «η Ιταλία με κάνει να χάνω τον ύπνο μου λόγω της σημαντικής αύξησης του χρέους εκεί».
Είχε προηγηθεί η εισαγωγική τοποθέτηση του αναπληρωτή υπουργού Οικονομικών Θόδωρου Σκυλακάκη, που ξεκίνησε από κάποιες διαπιστώσεις, όπως ότι «η βασική αδυναμία της ελληνικής οικονομίας πριν τη νέα κρίση της πανδημίας, ήταν το επενδυτικό της κενό (…) η Ελλάδα από το 2011 και μετά, έχει αρνητικές επενδύσεις, οι αποσβέσεις είναι μεγαλύτερες από τις επενδύσεις στη χώρα», συμπερασματικώς «έχει μειωθεί πολύ το υπάρχον επενδυτικό κεφάλαιο».
Ο Θ. Σκυλακάκης ανέφερε τα παραπάνω για να υπογραμμίσει την «απόλυτη ανάγκη», όπως χαρακτηριστικά είπε, «να αξιοποιήσουμε, να κινητοποιήσουμε και το τελευταίο ευρώ μέσα στο πρόγραμμα. Είμαστε περίπου στο μισό του ευρωπαϊκού μέσου όρου στις επενδύσεις όλα αυτά τα τελευταία χρόνια», και τελικώς «τίποτε δεν μπορεί να επιτευχθεί αν αυτό δεν λυθεί», ξεκαθάρισε. Διευκρίνισε δε, ότι «το επενδυτικό κενό δεν αφορά μόνο δημόσιες επενδύσεις, αφορά κατά κύριο λόγο ιδιωτικές επενδύσεις. Ο δικός μας στόχος είναι με αυτά τα 32 δισ. (…) να μπορέσουμε να κινητοποιήσουμε τουλάχιστον 45 ως 50 δισ. επενδύσεις».
Ενώ επέμεινε ότι στην κυβερνητική πρόταση για το Ταμείο Ανάκαμψης έχει ενταχθεί «ένα πολύ φιλόδοξο πακέτο μεταρρυθμίσεων, δεν έχω δει τα άλλα σχέδια αλλά σας διαβεβαιώ ότι πολύ δύσκολα θα βρείτε πιο φιλόδοξο πακέτο μεταρρυθμίσεων».
Παραλλήλως περιέγραψε τους τρεις ειδικότερους στόχους του σχεδίου που είναι:
-Κάλυψη του επενδυτικού κενού
-Απόλυτη αλλαγή του κράτους
-Πράσινος μετασχηματισμός. Σε αυτό το τελευταίο, ο αν. υπουργός Οικονομικών περιέγραψε την κυβερνητική «φιλοδοξία να προχωρήσουμε με πολύ μεγάλη ταχύτητα» σε θέματα όπως μετάβαση στην ηλεκτροκίνηση, μείωση εξάρτησης από υδρογονάνθρακες, μαζί με την προετοιμασία της χώρας στην κλιματική αλλαγή. «Οι τρεις αυτοί βασικοί στόχοι μαζί με την κοινωνική συνοχή συνοψίζουν την “καρδιά” του σχεδίου», δήλωσε εξάλλου.
Αναφέρθηκε όμως και σε ένα «μεσο-μακροχρόνιο στόχο που εμπεριέχεται στο Ταμείο Ανάκαμψης» και ο οποίος αφορά την αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου της ελληνικής οικονομίας. Η αλλαγή αυτή «δεν είναι μια κλαδική αλλαγή, έχει ως “κλειδί” να πετύχουμε κάτι που στην Ελλάδα δεν μας αρέσει καθόλου να το λέμε, αλλά είναι τελείως απαραίτητο: να είμαστε διεθνώς ανταγωνιστικοί, που σημαίνει να έχουμε μεγαλύτερο μέγεθος όλων των ειδών των επιχειρήσεων», υπογράμμισε ο Θ. Σκυλακάκης με τη χαρακτηριστική επισήμανση, «έχουμε τις μικρότερες πολύ μικρές, τις μικρότερες μικρές, τις μικρότερες μεσαίες και τις μικρότερες μεγάλες επιχειρήσεις στην Ευρώπη. Μαζί με αυτό, έχουμε πολύ εκτεταμένο γκρίζο τομέα της οικονομίας. Αυτή η αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου (…) διατρέχει την κυβερνητική στρατηγική μεταρρυθμίσεων και επενδύσεων, και ειδικότερα και του Ταμείου Ανάκαμψης».
Παραλλήλως ο αν. υπουργός έκανε λόγο για «ένα πολύ δύσκολο Ταμείο», για το λόγο ότι «η Ευρώπη έχει βάλει ένα μεγάλο στοίχημα με τον εαυτό της, γιατί θέλει να πετύχει με λίγα χρήματα (σε σχέση με τις Ηνωμένες Πολιτείες) πολλούς στόχους -κι εκεί», συνέστησε, «να είμαστε όλοι προσεκτικοί στην Ευρώπη, για να φύγω από το εθνικό σχέδιο. Γιατί, αν θες να πετύχεις πολλούς στόχους με πολύ λίγα χρήματα, υπάρχει ο κίνδυνος να μην πετύχεις κανένα στόχο. Αυτό είμαι απολύτως βέβαιος ότι στο ελληνικό σχέδιο δεν θα γίνει, αλλά για μας έχει μεγάλη σημασία το σύνολο της Ευρώπης να μπορέσει να ανακάμψει δυναμικά».
Και μετά, στο δεύτερο κύκλο συζήτησης, ο Θ. Σκυλακάκης διευκρίνισε πως αυτό που τον ανησυχεί, «δεν είναι το μεσο-μακροπρόθεσμο, γιατί έχουμε καταφέρει και έχουμε κρατήσει τον προϋπολογισμό απείραχτο από μόνιμες επιβαρύνσεις. Είναι ένας προϋπολογισμός που μπορεί να παράγει πολύ καλά δημοσιονομικά αποτελέσματα από την ώρα που η οικονομία θα επανέλθει σε φυσιολογική λειτουργία. Πολύ περισσότερο με ανησυχεί ο επόμενος μήνας παρά τα επόμενα χρόνια».
Από την πλευρά της η ‘Αννα Διαμαντοπούλου εισαγωγικώς ρωτήθηκε από το διοργανωτή της συζήτησης για την προσπάθεια διεκδίκησης της ηγεσίας του ΟΟΣΑ. Και η πρόεδρος του Δικτύου για τη Μεταρρύθμιση στην Ελλάδα και την Ευρώπη, τόνισε: «η έννοια “απόσυρση” χρησιμοποιείται από τους οργανισμούς όταν φτάνει κάποιος σε κάποιο σημείο, που οι ψήφοι του είναι λιγότεροι από αυτούς που χρειάζεται για να πάει στον επόμενο γύρο (…) αποφάσισαν να πάνε σε δύο και όχι σε τρεις υποψηφίους στον επόμενο γύρο, άρα η απόσυρση ήταν ο αξιοπρεπής μονόδρομος. Με αυτήν την πορεία και αυτή τη θέση που πήραμε ως χώρα, για πρώτη φορά έχουμε μπει σε ένα διεθνή διαγωνισμό, νομίζω ότι μπορούμε να πούμε στην Ελλάδα, “Welcome back” στο διεθνή ανταγωνισμό, και με δυνατότητες και με την ικανότητα που απέδειξε ότι μπορεί να διεκδικήσει και διεθνείς οργανισμούς».
Στο θέμα της διαδικτυακής συζήτησης τώρα, για την πρώην επίτροπο και υπουργό, το Ταμείο Ανάκαμψης θα αποτελέσει ένα ορόσημο, όντως μια πολύ μεγάλη στιγμή για την Ευρώπη. Και, δανειζόμενη τον τίτλο της εκδήλωσης, όντως «εμβόλιο» για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Το Ταμείο αυτό, πρόσθεσε, δεν είναι μόνο για το Νότο, τους φτωχούς, είναι για όλη την Ευρώπη και από την άποψη αυτή «έχει ισχυρότερη ενοποιητική δύναμη εν συγκρίσει με τα ΕΣΠΑ». Όμως, η Α. Διαμαντοπούλου δεν παρέλειψε να παρατηρήσει ότι στο Ταμείο το «πάνω χέρι» το έχουν πάρει οι κυβερνήσεις, ως εκ τούτου «η διακυβερνητική αυτή προσέγγιση μας απομακρύνει από τον τρόπο που θέλουμε να λειτουργήσει η Ευρώπη».
Στην παρατήρηση δε, του M. Ferber, ότι «περικοπές χρεών δεν υπάρχουν στην ατζέντα και δεν θα πρέπει να συζητούμε κάτι τέτοιο», η Α. Διαμαντοπούλου αναγνώρισε μεν ότι είναι «πολύ επικίνδυνο» να μιλήσουμε για χρέος από τον κίνδυνο που μπορεί να προκληθεί, από την άλλη πλευρά ωστόσο «σε παγκόσμιο επίπεδο υπάρχει σημαντικός αριθμός χωρών, ανάμεσά τους μεγάλες χώρες, που λόγω της πανδημίας κινδυνεύουν με χρεοκοπία. Μια ταυτόχρονη χρεοκοπία πολλών χωρών δεν θα αφήσει ανεπηρέαστη ούτε την Αμερική, ούτε την Ευρώπη, ούτε την Κίνα. Επομένως το θέμα “χρέος” θα μπει σίγουρα στην ατζέντα σε παγκόσμιο επίπεδο και νομίζω ότι είναι ένα από τα θέματα που οι G-20 θα δουν γρήγορα», υπογράμμισε. Και ζήτησε, κλείνοντας, να μπει η χώρα μας στην πρώτη ψηφιακή γραμμή της Ευρώπης με θεμελιώδη μεταρρύθμιση τόσο του εκπαιδευτικού συστήματος όσο και της δια βίου εκπαίδευσης.
Από την πλευρά του ο Αλέξανδρος Κρητικός, διευθυντής έρευνας του Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών του Βερολίνου έθεσε στόχους, μέσω του Ταμείου, όπως η παραγωγική ανάπτυξη με νέες και καλοπληρωμένες θέσεις εργασίας, η μείωση της γραφειοκρατίας κ.α. ενώ το μεγαλύτερο μέγεθος των επιχειρήσεων, παρατήρησε, θα οδηγήσει σε μεγαλύτερη παραγωγικότητα.
Το Ταμείο Ανάκαμψης είναι μια μεγάλη ευκαιρία, τόνισε ο Μιχάλης Αργυρού, πρόεδρος του Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων, και για την Ελλάδα και για την Ευρώπη. Υπογραμμίζοντας προβλήματα της ευρωπαϊκής οικονομίας που είχαν διαπιστωθεί ήδη από το τέλος του 2019 (επενδυτική δαπάνη, ψηφιακή υστέρηση, Brexit, διεθνείς εμπορικές εντάσεις κ.α.) σημείωσε ότι πάνω σε αυτό το υπόβαθρο ήρθε το σοκ του κορονοϊού που έβαλε την ευρωπαϊκή οικονομία σε μεγάλη ύφεση.
Ωστόσο, «στην Ευρώπη έχουμε διδαχθεί από την προηγούμενη κρίση, γι’ αυτό και η αντίδρασή της ήταν πολύ πιο γρήγορη». Σύμφωνος και με την οικονομική λογική του Ταμείου Ανάκαμψης, ότι δηλαδή «πρέπει να υποστηριχθεί η οικονομική δραστηριότητα την περίοδο της κρίσης, δηλαδή να τονωθεί η πλευρά της ζήτησης, ούτως ώστε να μην καταρρεύσουν επιχειρήσεις, να μην αυξηθεί η ανεργία, αλλά αυτό πρέπει να γίνει με στοχευμένο τρόπο ώστε στο μέλλον να μη μείνουν μόνο χρέη». Με αυτή τη λογική, συμπέρανε, «θα αυξηθεί η παραγωγική ικανότητα της ευρωπαϊκής οικονομίας και των κρατών – μελών, και αυτό αντανακλάται στη λογική, οι επενδύσεις να συνδυάζονται με μεταρρυθμίσεις».
Την εκδήλωση προλόγισαν, εκ μέρους των συνδιοργανωτών, η Τζένη Καπέλλου, διευθύντρια του γραφείου Αθηνών του Ιδρύματος Hanns Seidel, και ο Πάνος Σταθόπουλος, διευθυντής του επιστημονικού συμβουλίου του Ινστιτούτου Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Καραμανλής.