Η δημόσια αντιπαράθεση των κομμάτων και του πολιτικού προσωπικού στην Ελλάδα, αντί να λειτουργεί ως καταλύτης για την ανάπτυξη διαλόγου στην κοινωνική βάση με κατάληξη την διαμόρφωση στάσεων στους πολίτες σε σχέση με την κατεύθυνση της πορείας της χώρας στο μέλλον, εξαντλείται στην σκανδαλολογία και στην «χρέωση» ευθυνών στο ατομικό επίπεδο, χωρίς όμως να συνδέονται με την γενικευμένη διαφθορά, η οποία αποτελεί πλέον δομικό στοιχείο της ελληνικής κοινωνίας.
Του Χρίστου Αλεξόπουλου
Αρκεί να ληφθεί υπόψη η ηθικά και κοινωνικά μη νομιμοποιήσιμη πρακτική, που αποσκοπεί στην αποκόμιση προσωπικού οφέλους (π.χ. το «μέσον» ως εργαλείο για την εξεύρεση εργασίας ή ανάθεση έργου, η δωροληψία, η δωροδοκία, η οικογενειοκρατία, η κατάχρηση, η φοροδιαφυγή κ.λ.π.) και θα γίνουν ορατά ο υψηλός βαθμός διαφθοράς, που διαπερνά την ελληνική πραγματικότητα και το εύρος της παρακμής.
Ουσιαστικά με την μετατροπή της διαφθοράς σε σκανδαλολογία από το πολιτικό σύστημα διαμορφώνεται το κατάλληλο επικοινωνιακό εργαλείο για την δημιουργία πολιτικού κλίματος και την άσκηση επιρροής στους πολίτες με στόχο την διαμόρφωση της επιθυμητής στάσης.
Δεν αντιμετωπίζονται τα πραγματικά αίτια της αναγωγής της διαφθοράς σε δομικό στοιχείο της ελληνικής κοινωνίας, ενώ τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και ιδιαιτέρως τα εικονικά, ως προεκτάσεις του πολιτικού συστήματος μετατρέπονται σε βασικούς συντελεστές της διαμόρφωσης πολιτικού κλίματος σε πραγματικό χρόνο.
Μακροπρόθεσμα όμως δεν διασφαλίζεται η γενικευμένη άσκηση πολιτικής επιρροής στις τοπικές κοινωνίες, διότι η προσέγγιση των πληροφοριών, που διοχετεύονται από τα ΜΜΕ στους πολίτες, δεν βασίζεται στην αξιοποίηση του ορθολογισμού, αλλά στην εντύπωση, που προκαλούν. Και αυτή εύκολα αλλάζει, διότι η πραγματικότητα δεν λειτουργεί εξιδανικευτικά, όταν οι εντυπώσεις δεν συμπορεύονται με τα ορατά δεδομένα της εξέλιξης.
Τα πραγματικά αίτια της διαφθοράς άπτονται της οργανωτικής δομής της κοινωνίας, του συστήματος κοινωνικών αξιών και της πολιτικής διαχείρισης της πραγματικότητας. Όταν, για παράδειγμα, τα διάφορα κοινωνικά συστήματα οικοδομούνται με πελατειακή και συντεχνιακή λογική, είναι αναμενόμενο φαινόμενο η ευδοκίμηση της διαφθοράς ως μέσου για την διατήρηση ή διεκδίκηση των προνομίων, που παρέχονται από αυτά.
Αυτή η πραγματικότητα εξηγεί, γιατί το ελληνικό κράτος διογκώθηκε, ως προς την στελέχωση του, χωρίς όμως ταυτοχρόνως να συμπορεύεται με τον τρόπο οργάνωσης ενός σύγχρονου φορέα στην εποχή της γνώσης και της ψηφιοποίησης.
Ανάλογα στατικός προσανατολισμός είναι και η καλλιέργεια της συντεχνιακής λογικής με επακόλουθο την οικογενειοκρατία στους διάφορους τομείς δραστηριοποίησης, οικονομία (κληρονομιά οικογενειακών επιχειρήσεων π.χ. φαρμακεία) και πολιτική (π.χ. κατάληψη θέσεων βουλευτών ή πρωθυπουργών).
Η πελατειακή και η συντεχνιακή διάσταση της διαφθοράς προϋποθέτουν βέβαια και ανάλογη λειτουργία των θεσμών, όπως είναι το κράτος και οι κυβερνήσεις, οι οποίες την χρησιμοποιούν ως πολιτικό εργαλείο για την απόκτηση και διεύρυνση της επιρροής στο εκλογικό σώμα.
Είναι «κοινό μυστικό» η λειτουργία κομμάτων και πολιτικών προσώπων ως «μέσων» για την επίτευξη ατομικών στόχων από τους πολίτες (π.χ. πρόσληψη στο δημόσιο, ανάθεση έργου στο πλαίσιο δημοσίων διαγωνισμών κ.λ.π.).
Βέβαια με αυτό τον τρόπο η αξιοκρατία και το κοινωνικό συμφέρον αποδομούνται, ενώ οι κοινωνίες δεν κινούνται με λειτουργικό και σύγχρονο τρόπο προς το μέλλον, με αποτέλεσμα να αυξάνεται ο βαθμός διακινδύνευσης τους.
Αυτό σημαίνει, ότι η διαφθορά συρρικνώνει την κοινωνική δικαιοσύνη, διότι προωθούνται οι κοινωνικές ανισότητες και η υποκατάσταση του δικαίου από την απουσία κανόνων με γενικευμένη ισχύ, οι οποίοι οριοθετούν με αξιακό περιεχόμενο την ατομική συμπεριφορά και στάση και ταυτοχρόνως διασφαλίζουν την πραγμάτωση του κοινωνικού και του ατομικού συμφέροντος.
Επίσης θετικό υπόστρωμα για την ευδοκίμηση της διαφθοράς αποτελεί ο μονοδιάστατος προσανατολισμός των σύγχρονων κοινωνιών στον καταναλωτισμό και στην ανταγωνιστική λογική ως βασικών παραμέτρων για την απόκτηση κοινωνικού στάτους και ανάλογης αναγνώρισης, ώστε να επιτυγχάνεται η προώθηση του ατομικού συμφέροντος και η αντίστοιχη υλική ευημερία.
Η διαμόρφωση κοινωνικής συνείδησης και η οικοδόμηση της ενσυναίσθησης (ικανότητα του ατόμου να «μπαίνει» στη θέση των συμπολιτών του να τους καταλαβαίνει και να τους συμπαρίσταται) με ταυτόχρονη ανάληψη των ευθυνών, που αναλογούν για την προώθηση του κοινωνικού συμφέροντος και της κοινωνικής συνοχής, δεν αποτελούν προτεραιότητα στις σύγχρονες κοινωνίες.
Δεν είναι βέβαια εύκολο, διότι η παραγωγή κοινωνικών αξιών δεν είναι πλέον αποτέλεσμα των κοινωνικών σχέσεων και διεργασιών στο τοπικό κοινωνικό πεδίο. Αυτή η λειτουργία έχει υποκατασταθεί από τα καταναλωτικά πρότυπα, που διοχετεύονται μαζικά από τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας στο πλαίσιο της διαφήμισης και της κοινωνίας του θεάματος.
Γι’ αυτό και η πολιτική επικοινωνία οριοθετείται κυρίως από την εντύπωση, που προκαλεί ο εκφερόμενος πολιτικός λόγος και η πολλαπλασιαστική επιρροή του στο πλαίσιο της αναπαραγωγής του στα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας.
Με αυτό τον τρόπο όμως η διαφθορά δεν καταπολεμάται, διότι οι πρακτικές, που εφαρμόζονται, διαπερνώνται από την οπτική του ωφελιμισμού και μάλιστα του ατομικού ή του συστημικού, ο οποίος εξαντλείται στα όρια της λογικής της συντεχνιακής πραγματικότητας (π.χ. στο χώρο της πολιτικής, της οικονομίας, της επαγγελματικής δραστηριότητας κ.λ.π.).
Γι’ αυτό το πολιτικό σύστημα κάνει την εύκολη επιλογή της υποκατάστασης της αντιμετώπισης της διαφθοράς με την σκανδαλολογία. Με αυτό τον τρόπο «θολώνεται» η πραγματικότητα (άρα και οι ευθύνες), δεν αντιμετωπίζονται οι παθογένειες της, ενώ είναι πολύ πιο εύκολο να ασκηθεί πολιτική επιρροή στους πολίτες με εργαλείο την ηθικολογία και στόχο την διαμόρφωση της επιθυμητής στάσης. Οι αντιπαραθέσεις των πολιτικών και ιδιαιτέρως κυβέρνησης και αξιωματικής αντιπολίτευσης, στο Κοινοβούλιο είναι πολύ χαρακτηριστικές (Novartis, «παραδικαστικά κυκλώματα» κ.λ.π.).
Το μακροπρόθεσμο αποτέλεσμα βέβαια αυτών των πρακτικών είναι η πολιτική και κοινωνική παρακμή.