Η δυναμική ανάκαμψη της οικονομίας μετά τον έλεγχο της πανδημίας, το νοικοκύρεμα των δημοσίων οικονομικών, η ρύθμιση της πληγής των “κόκκινων” δανείων και η πρόκληση της κλιματικής αλλαγής, αποτελούν τα 4 μεγάλα στοιχήματα της οικονομίας στη μετά Covid εποχή.
Το πλαίσιο στο οποίο βρίσκεται η οικονομία αλλά και ο δρόμος στον οποίο πρέπει να βαδίσει, αναπτύχθηκαν από τον Διοικητή της Τραπέζης Ελλάδος Γιάννη Στουρνάρα στην εκδήλωση του Ελληνοαμερικανικού Επιμελητηρίου με θέμα “Ελληνική οικονομία: Εξελίξεις, Προκλήσεις και Ευκαιρίες από την κρίση της Πανδημίας”.
Σύμφωνα με τις τρέχουσες τρέχουσες οικονομικές εξελίξεις, όπως ανέφερε στην ομιλία του ο κ. Στουρνάρας, η πανδημία του κορωνοϊού, εκτός από τις πολύ σοβαρές υγειονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις στο σύνολο του πληθυσμού και κυρίως στις πλέον ευάλωτες ομάδες, ανέκοψε και την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας που είχε ξεκινήσει το 2017.
Η ύφεση που καταγράφηκε το πρώτο εξάμηνο του 2020 (-7,9%) αποδίδεται κυρίως στην αρνητική συμβολή της ιδιωτικής κατανάλωσης και των εξαγωγών, ενώ αρνητικά κινήθηκαν και οι επενδύσεις παγίου κεφαλαίου. Η αναστολή δραστηριότητας ή υπολειτουργία επιχειρήσεων λόγω των περιοριστικών μέτρων για την αντιμετώπιση της πανδημίας επέδρασαν αρνητικά ιδίως στον τουριστικό τομέα. Παράλληλα, η κάμψη στον τομέα των υπηρεσιών και η πτώση των τιμών ενέργειας έχουν ωθήσει την οικονομία το τρέχον έτος σε συνθήκες αποπληθωρισμού (αρνητικού πληθωρισμού, -1,1% την περίοδο Ιανουαρίου-Οκτωβρίου) που συμπίπτουν με την ύπαρξη σημαντικού αρνητικού παραγωγικού κενού στην οικονομία (περίπου 10% του δυνητικού προϊόντος).
Τα εκτεταμένα και συντονισμένα μέτρα στήριξης που ελήφθησαν από την ελληνική κυβέρνηση και τις ευρωπαϊκές αρχές, τα οποία έχουν ως στόχο να λειτουργήσουν ως ‘γέφυρα’ μέχρι να διατεθούν τα εμβόλια στο μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού και ανακάμψει η οικονομία, περιόρισαν την πτώση της οικονομικής δραστηριότητας και τις αρνητικές επιπτώσεις στην αγορά εργασίας. Ωστόσο, τα δημοσιονομικά μέτρα στήριξης και η ύφεση έχουν οδηγήσει στην αύξηση του δημοσιονομικού ελλείμματος της γενικής κυβέρνησης για το 2020 (αναμένεται σε περίπου 10% του ΑΕΠ) και, σε συνδυασμό με τον αποπληθωρισμό, σε σημαντική αύξηση του λόγου του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ (περίπου 210%). Πρέπει όμως να τονιστεί, και είναι ενθαρρυντικό διότι είναι αναστρέψιμο, ότι η αύξηση του λόγου του χρέους προς το ΑΕΠ οφείλεται κυρίως στη μείωση του ΑΕΠ και όχι στην αύξηση του απόλυτου μεγέθους του χρέους.
Παρ’ όλα αυτά, οι εξελίξεις στην αγορά κεφαλαίων και ιδιαιτέρως στην αγορά ομολόγων είναι θετικές, όπως προκύπτει από την πρόσφατη αναβάθμιση του αξιόχρεου της Ελληνικής Δημοκρατίας από τον οίκο αξιολόγησης Moody’s, τη σημαντική υποχώρηση των αποδόσεων των ελληνικών κρατικών και εταιρικών ομολόγων και τη σταθερή πρόσβαση του Ελληνικού Δημοσίου στις διεθνείς αγορές για άντληση χρηματοδοτικών πόρων. Σε αυτό συνέβαλε καταλυτικά η αποδοχή των ελληνικών κρατικών ομολόγων στο έκτακτο πρόγραμμα αγοράς τίτλων λόγω της πανδημίας (pandemic emergency purchase programme – PEPP) της ΕΚΤ, καθώς και ως εξασφαλίσεις στις πράξεις αναχρηματοδότησης των τραπεζών από το Ευρωσύστημα.
Οι καταθέσεις του ιδιωτικού μη χρηματοπιστωτικού τομέα συνεχίζουν να αυξάνονται (περίπου κατά 12 δισεκ. ευρώ από την αρχή του τρέχοντος έτους και 13 δισεκ. ευρώ από την αρχή της πανδημίας) εξαιτίας της αναγκαστικής αποχής από την κατανάλωση λόγω του εγκλεισμού (lockdown), της προληπτικής αποταμίευσης λόγω της αβεβαιότητας για το μέλλον, των άμεσων κρατικών ενισχύσεων και της δυνατότητας αναβολής πληρωμών δανειακών και φορολογικών υποχρεώσεων. Επιπλέον, η πιστωτική επέκταση, κυρίως προς τις μεγαλύτερες μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις, αυξάνεται, αντανακλώντας κατά πρώτο λόγο τα ευνοϊκά μέτρα νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ και τις διευκολύνσεις από την πλευρά του εποπτικού βραχίονα, του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού (SSM), αλλά και τα μέτρα που θέσπισε η ελληνική κυβέρνηση για ενίσχυση των προγραμμάτων κάλυψης τραπεζικών δανείων με εγγυήσεις της Αναπτυξιακής Τράπεζας.
Δεδομένης της αυξημένης αβεβαιότητας, η διεξαγωγή προβλέψεων είναι εξαιρετικά δυσχερής και εξαρτάται αποκλειστικά από την πορεία της πανδημίας. Για παράδειγμα, τα γενικευμένα περιοριστικά μέτρα που ενεργοποιήθηκαν στις 7 Νοεμβρίου για μια περίοδο τριών εβδομάδων εξακολουθούν να παραμένουν εν ισχύ επηρεάζοντας περισσότερο του αναμενομένου την οικονομία. Η εξέλιξη αυτή αναμένεται να οδηγήσει σε νέα υποχώρηση της οικονομικής δραστηριότητας το δ’ τρίμηνο του έτους και κατ’ επέκταση σε ακόμα μεγαλύτερη ύφεση για όλο το 2020, σε σχέση με αυτή που καταγράφηκε το α’ εξάμηνο του έτους (-7,9%).
Αντίθετα, η ταχύτερη διάθεση του εμβολίου κατά του κορωνοϊού στο ευρύ κοινό θα περιορίσει σημαντικά την αβεβαιότητα και θα επιταχύνει την ανάκαμψη το 2021. Επίσης, η αποτελεσματική αξιοποίηση των πόρων του νέου μέσου ανάκαμψης και ανθεκτικότητας της ΕΕ (Next Generation EU – NGEU) θα ενισχύσει τις αναπτυξιακές προοπτικές τις ελληνικής οικονομίας, επιχορηγώντας κυρίως, αλλά όχι αποκλειστικά, επενδύσεις στους τομείς της λεγόμενης ‘πράσινης’ ανάπτυξης και της ψηφιακής τεχνολογίας (57% των συνολικών πόρων περίπου προβλέπεται να κατευθυνθούν στους δύο αυτούς τομείς).
Παρά την αυξημένη αβεβαιότητα και τους κινδύνους σχετικά με τη μελλοντική πορεία της οικονομίας, η βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους δεν απειλείται, τουλάχιστον μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 2030, λόγω κυρίως της μακράς διάρκειας των αποπληρωμών των δόσεων του χρέους, της σύνθεσής του που αποτελείται κατά 81% από δάνεια του επίσημου τομέα, κυρίως όμως λόγω των ευνοϊκών όρων αποπληρωμών στο πλαίσιο των μεσοπρόθεσμων μέτρων ελάφρυνσης του χρέους που έχουν ήδη αποφασιστεί. Υπενθυμίζεται ότι η βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους ορίζεται ως δαπάνες εξυπηρέτησής του που δεν υπερβαίνουν ετησίως το 15% του ΑΕΠ, παράλληλα με την πτωτική πορεία του λόγου του δημοσίου χρέους προς το ΑΕΠ.
Για τη διατήρηση της βιωσιμότητας του δημοσίου χρέους σε μακροπρόθεσμη βάση, είναι αναγκαίο όπως ο συνδυασμός τριών παραμέτρων, δηλαδή του ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης, του μέσου επιτοκίου δανεισμού του δημοσίου και του πρωτογενούς αποτελέσματος της γενικής κυβέρνησης, να εξασφαλίζει πτωτική πορεία του λόγου του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ.
Προκλήσεις και ευκαιρίες
Η πανδημία του κορωνοϊού αναμένεται να επιδεινώσει σημαντικά κάποια από τα προβλήματα που κληροδότησε στην Ελλάδα η κρίση χρέους της δεκαετίας του 2010, όπως το υψηλό δημόσιο χρέος, το υψηλό ποσοστό ανεργίας, το μεγάλο απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων και το επενδυτικό κενό.
Τα προβλήματα αυτά προστίθενται στις διαρθρωτικού τύπου προκλήσεις που αντιμετώπιζε ήδη η ελληνική οικονομία πριν από την πανδημία του κορωνοϊού και οι οποίες περιορίζουν τις μακροπρόθεσμες προοπτικές της: τη χαμηλή διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα, το υψηλό επίπεδο φοροδιαφυγής, τον αργό ψηφιακό μετασχηματισμό, τη φυγή ανθρώπινου δυναμικού υψηλής εξειδίκευσης στο εξωτερικό, την κλιματική αλλαγή και το κόστος μετάβασης σε πιο καθαρές μορφές ενέργειας, τη μεταναστευτική-προσφυγική κρίση και την προβλεπόμενη δημογραφική επιδείνωση λόγω της γήρανσης του πληθυσμού.
Παρά τις αναμφισβήτητα έντονα αρνητικές υγειονομικές και οικονομικές εξελίξεις, η πανδημία έχει οδηγήσει σε ορισμένες δομικές αλλαγές με σημαντικές θετικές μακροχρόνιες συνέπειες. Η σπουδαιότερη είναι η από πολλών ετών διεκδικούμενη ανάληψη κοινής δράσης στο χώρο της οικονομικής πολιτικής στη ζώνη του ευρώ. Αυτή η κοινή δράση αποτελείται: Πρώτον, από μια επεκτατική και ευέλικτη νομισματική πολιτική εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας στις παρούσες συνθήκες ύφεσης, η οποία δεν εξαιρεί κανένα κράτος-μέλος ασχέτως επενδυτικής βαθμίδας.
Δεύτερον, από μια επεκτατική δημοσιονομική πολιτική, όχι μόνο από τα κράτη-μέλη μετά την αναστολή, και ενόψει της αναθεώρησής τους, των όρων του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, αλλά κυρίως μέσω του νέου μέσου ανάκαμψης και ανθεκτικότητας (NGEU), συνολικής αξίας 750 δις ευρώ σε σταθερές τιμές 2018. Αυτό αποτελεί κοινή δημοσιονομική δράση και κοινό δανεισμό. Αναμφισβήτητα, αν αυτό το μέσο αποτελέσει έναν μόνιμο δημοσιονομικό μηχανισμό παρέμβασης, αυτό θα ήταν ένα μικρό μεν αλλά αποφασιστικό βήμα προς την ολοκλήρωση της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης. Μικρό βήμα, διότι δεν αρκεί, δεν μπορεί να θεωρηθεί “η στιγμή του Χάμιλτον” (Hamiltonian moment) για την ζώνη του ευρώ.
Πρέπει επιπροσθέτως να προχωρήσει η ολοκλήρωση της τραπεζικής ένωσης με ένα ευρωπαϊκό σύστημα ασφάλισης καταθέσεων και τον εκσυγχρονισμό της νομοθεσίας για την αντιμετώπιση τραπεζικών κρίσεων (BRRD), να προχωρήσει η ένωση κεφαλαιαγορών, και σε τελικό στάδιο, όταν οι πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες στη ζώνη του ευρώ είναι ώριμες για αλλαγές στη Συνθήκη, να ολοκληρωθεί και η δημοσιονομική ένωση. Μόνο με μία πλήρη Οικονομική και Νομισματική Ένωση (σήμερα, στην ουσία, είναι μόνο Νομισματική) θα γίνει πιο ανταγωνιστική η οικονομία της ζώνης του ευρώ, οι αγορές κεφαλαίων και ομολόγων της θα αποκτήσουν το αναγκαίο βάθος, και το ευρώ θα μπορέσει με αξιώσεις να ανταγωνιστεί το δολάριο ως παγκόσμιο συναλλαγματικό απόθεμα.
Κατά δεύτερο λόγο η πανδημία επιταχύνει τεχνολογικές εξελίξεις και την ανάληψη δράσης για την κλιματική αλλαγή. Εξαιτίας της πανδημίας γίνεται εκτεταμένη χρήση της ψηφιακής τεχνολογίας, ενώ έχουν αυξηθεί η εξ αποστάσεως εργασία και εκπαίδευση, το ηλεκτρονικό εμπόριο και οι διαδικτυακές πληρωμές. Ψηφιακά άλματα έχουν πραγματοποιηθεί ήδη στο Δημόσιο με την ηλεκτρονική συνταγογράφηση και την ηλεκτρονική εξυπηρέτηση των πολιτών. Ψηφιακά άλματα αναμένονται επίσης στο χώρο των συστημάτων πληρωμών και του ηλεκτρονικού χρήματος.
Η Ελλάδα, όπως ήδη αναφέρθηκε, αναμένεται να εισπράξει 32 δισεκ. ευρώ από το νέο μέσο ανάκαμψης (NGEU) την περίοδο 2021-2026, εκ των οποίων 19,3 δισεκ. ευρώ σε επιχορηγήσεις και 12,7 δισεκ. ευρώ σε εξαιρετικά χαμηλότοκα δάνεια (σε σταθερές τιμές του 2018). Οι πόροι αυτοί για την Ελλάδα ανέρχονται σε 4,26% του συνολικού ποσού, δηλαδή σε ποσοστό υπερδιπλάσιο από την ‘κλείδα’ της Ελλάδας που χρησιμοποιείται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα για τις αγορές Ελληνικών κρατικών ομολόγων.
Οι διαθέσιμοι πόροι του NGEU αποτελούν μια πολύ μεγάλη ευκαιρία καθώς μπορούν να χρηματοδοτήσουν τη μετάβαση σε ένα βιώσιμο εξωστρεφές πρότυπο οικονομικής ανάπτυξης μέσω της επιτάχυνσης των μεταρρυθμίσεων, της βελτίωσης των υποδομών, του ψηφιακού μετασχηματισμού του κράτους και της οικονομίας, της επίτευξης βασικών περιβαλλοντικών προτεραιοτήτων και της μετάβασης στην πράσινη ενέργεια.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, η πλήρης, έγκαιρη και αποτελεσματική αξιοποίηση των κονδυλίων του NGEU θα συμβάλει σε αύξηση του επιπέδου του πραγματικού ΑΕΠ πάνω από 2,0% κατά μέσο όρο ετησίως την περίοδο 2021-2026, και θα οδηγήσει σε αύξηση της συνολικής παραγωγικότητας των συντελεστών της παραγωγής και υψηλότερη δυνητική ανάπτυξη για όλη την επόμενη δεκαετία.
Μέσος ετήσιος ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης την επόμενη δεκαετία της τάξης του 3,5% για την Ελλάδα δεν είναι ουτοπικός, ιδιαιτέρως αν ληφθεί υπόψη ότι το σύνολο των πόρων που θα εισρεύσουν στην ελληνική οικονομία την επόμενη επταετία από τα Διαρθρωτικά Ταμεία της ΕΕ και το Νέο Μέσο Ανάπτυξης και Ανθεκτικότητας, NGEU ανέρχονται σε 72 δις ευρώ περίπου. Επειδή, όπως ήδη αναφέρθηκε, το 57% των πόρων του NGEU αναμένεται να κατευθυνθεί στους δύο τομείς της ψηφιακής και της πράσινης οικονομίας, θα ήθελα να αποτυπώσω ορισμένες σκέψεις σχετικά με αυτούς τους δύο τομείς.
Καινοτομία-εκπαίδευση
Η Ελλάδα αντιμετωπίζει μια τεράστια πρόκληση, αυτή της μετάβασης από μια οικονομία χαμηλής εξειδίκευσης και χαμηλής έντασης τεχνολογίας σε μία οικονομία μέσης και υψηλής έντασης τεχνολογίας και εξειδίκευσης.
Το νέο μέσο ανάκαμψης και ανθεκτικότητας (NGEU) θα διαδραματίσει καταλυτικό ρόλο σε αυτό, καθώς το 20% των κονδυλίων αναμένεται να διατεθεί στην ψηφιακή μετάβαση. Συνεπώς, ο μελλοντικός αναπτυξιακός σχεδιασμός της χώρας θα πρέπει να δώσει έμφαση στις επενδύσεις που σχετίζονται με το λεγόμενο τρίγωνο της γνώσης, δηλαδή την έρευνα, την καινοτομία και την εκπαίδευση καθώς και την αναβάθμιση των ψηφιακών δεξιοτήτων του πληθυσμού προκειμένου να αξιοποιηθούν οι νέες τεχνολογίες που σχετίζονται με την 4 η Βιομηχανική Επανάσταση.
Ενθάρρυνση της καινοτομίας
Βασική προϋπόθεση για τα παραπάνω είναι η ενίσχυση της καινοτομίας. Η διεθνής εμπειρία έχει δείξει ότι η καινοτομία δεν αποτελεί αποκλειστικό προνόμιο των μεγάλων χωρών που διαθέτουν άφθονους πόρους για έρευνα και ανάπτυξη, μεγάλα ερευνητικά κέντρα, ισχυρό επιστημονικό προσωπικό και εταιρίες με μεγάλο προϋπολογισμό για έρευνα και ανάπτυξη.
Μικρές χώρες (π.χ. Σουηδία, Ισραήλ) με κατάλληλες πολιτικές έχουν αναδειχθεί ηγέτιδες της καινοτομίας, με εμφανή αντίκτυπο στην οικονομική τους ανάπτυξη. Η Ελλάδα θα μπορούσε κάλλιστα να αποτελέσει έναν αξιόλογο κόμβο τεχνολογίας (technology hub), με το επιστημονικό δυναμικό που διαθέτει, σύμφωνα τουλάχιστον με τους παραδεκτούς διεθνείς δείκτες επιστημονικής αξιολόγησης.
Στην κατεύθυνση αυτή, ο ιδιωτικός τομέας θα πρέπει να δραστηριοποιηθεί αναλαμβάνοντας πρώτος πρωτοβουλίες και επιχειρηματικά ρίσκα που θα αποφέρουν κέρδη σε βάθος χρόνου. Για το σκοπό αυτό απαιτείται βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος και διευκόλυνση της εισόδου νέων καινοτόμων επιχειρήσεων στην αγορά. Θα πρέπει να δοθεί περισσότερος χώρος στην ερευνητική και επιχειρηματική δραστηριότητα και να δημιουργηθεί ένα αξιόπιστο, απλό και ευέλικτο θεσμικό υπόβαθρο για την ανάπτυξη τεχνοβλαστών και νεοφυών επιχειρήσεων (spin-offs και start-ups).
Η ανάπτυξη και η μεγέθυνση των νέων τεχνολογικά καινοτόμων επιχειρήσεων, που συχνά δεν έχουν επαρκείς εμπράγματες εγγυήσεις για να λάβουν τραπεζική χρηματοδότηση, θα μπορούσε να διευκολυνθεί μέσω ταμείων παροχής εγγυήσεων και χρηματοδοτήσεων, επιχειρηματικών κεφαλαίων (venture capitals), επιχειρηματικών αγγέλων (business angels) και τη δυνατότητα έκδοσης χρέους που θα είναι μετατρέψιμο σε μετοχές.
Η Τράπεζα της Ελλάδος, προκειμένου να συμβάλει στην προώθηση της καινοτομίας στην Ελλάδα στον χώρο τον οποίο εποπτεύει, δηλαδή τον χρηματοπιστωτικό, έθεσε ήδη σε λειτουργία ‘κόμβο καινοτομίας’ (Innovation Hub) από το Μάρτιο του 2019, ως κεντρικό σημείο επαφής με επιχειρήσεις που εισάγουν καινοτόμα προϊόντα και υπηρεσίες, δηλαδή προϊόντα και υπηρεσίες Fintech. Από το Μάρτιο του 2019 μέχρι σήμερα, η Τράπεζα της Ελλάδος έχει δεχθεί 60 αιτήματα μέσω του κόμβου καινοτομίας της, κυρίως από νεοφυείς Fintech εταιρείες, και μάλιστα δύο από αυτές είναι έτοιμες να προχωρήσουν σε διαδικασία αδειοδότησης.
Επίσης, η Τράπεζα της Ελλάδος προχωρά στη δημιουργία και δεύτερου μηχανισμού διευκόλυνσης της καινοτομίας, ενός ‘Προστατευμένου Κανονιστικού Περιβάλλοντος’ (Regulatory Sandbox). Αυτού του είδους ο μηχανισμός δίνει στις επιχειρήσεις τη δυνατότητα να δοκιμάσουν καινοτόμα χρηματοοικονομικά προϊόντα ή επιχειρηματικά μοντέλα, βάσει συγκεκριμένου προγράμματος δοκιμών, το οποίο θα παρακολουθείται από ειδική υπηρεσιακή μονάδα της αρμόδιας εποπτικής αρχής. Τέτοιο μηχανισμό έχουν σήμερα 7 (επτά) εποπτικές αρχές στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η Τράπεζα της Ελλάδος φιλοδοξεί να είναι η 8η, με προβλεπόμενο χρόνο έναρξης τον Απρίλιο του 2021.
Πράσινη ανάκαμψη
Οι πόροι του νέου μέσου ανάκαμψης (NGEU) παρέχουν μια μοναδική ευκαιρία για μία πράσινη ανάκαμψη από την πανδημία, μία ανάκαμψη με το διπλό όφελος της ταυτόχρονης αντιμετώπισης της υγειονομικής και της κλιματικής κρίσης.
Το 37% των πόρων του NGEU αναμένεται να διατεθεί σε πολιτικές που συνδέονται με την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής, σε συνέχεια της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας και της στρατηγικής της ΕΕ, ώστε η Ευρώπη να γίνει η πρώτη κλιματικά ουδέτερη ήπειρος έως το 2050. Παράλληλα, η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων θα στηρίξει τις επενδύσεις που θα χρειαστούν για την επίτευξη των στόχων και τη μετάβαση στην κλιματικά ουδέτερη οικονομία. Αντίστοιχα, το Ταμείο Δίκαιης Μετάβασης θα στηρίξει τη μετάβαση περιοχών ιδιαίτερα εξαρτημένων από τον άνθρακα σε νέες μορφές οικονομικής δραστηριότητας, καθώς είναι σημαντικό στην πορεία προς το 2050 για μία κλιματικά ουδέτερη Ευρώπη να μην μείνει κανείς πίσω.
Επομένως, η Ευρώπη και κατ’ επέκταση και η Ελλάδα μπορούν να αναδειχθούν ισχυρότερες από την πανδημία μέσα από την πράσινη ανάκαμψη, επενδύοντας κυρίως στην λεγόμενη κυκλική οικονομία, την εξοικονόμηση ενέργειας, τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, τις βιώσιμες μεταφορές και την καθαρή τεχνολογία, δημιουργώντας πράσινες θέσεις εργασίας. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι οι αγορές κεφαλαίων δεν λειτουργούν όσο αποτελεσματικά θα έπρεπε όσον αφορά την τιμολόγηση των κινδύνων από την κλιματική αλλαγή, και, ως συνέπεια, δεν παρέχουν τα αναγκαία επενδυτικά κίνητρα για πράσινες επενδύσεις, ούτε τα αντικίνητρα για επιβλαβείς για το περιβάλλον επενδύσεις. Οι οικονομολόγοι του περιβάλλοντος τονίζουν το ‘πρόβλημα των κοινών’ και το ‘πρόβλημα του χρονικού ορίζοντα’ ως την μητέρα όλων των στρεβλώσεων των αγορών και των εξωτερικοτήτων, που οδηγούν σε αποτυχία των αγορών κεφαλαίων να τιμολογήσουν ορθά τους κινδύνους από την κλιματική αλλαγή.
Επομένως, πέραν των δράσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που προαναφέρθηκαν, οι κυβερνήσεις κυρίως, αλλά και οι κεντρικές τράπεζες δευτερευόντως, οφείλουν να έχουν, μέσω των πολιτικών και των αποφάσεών τους, σημαντικό ρόλο στη μετάβαση σε μία πράσινη οικονομία. Οι κυβερνήσεις μέσω φορολογικών και άλλων κινήτρων, των μεταρρυθμίσεων που προωθούν αλλά και των επενδυτικών τους προγραμμάτων. Δευτερευόντως οι κεντρικές τράπεζες, α) μέσω της αγοράς ομολόγων για χρήση ως επενδυτικών προϊόντων στα δικά τους χαρτοφυλάκια, β) μέσω των εξασφαλίσεων (collaterals) που αποδέχονται στις πράξεις νομισματικής πολιτικής και γ) ως επόπτες των εμπορικών τραπεζών. Η Τράπεζα της Ελλάδος, στο πλαίσιο σχετικών διαβουλεύσεων με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Ευρωσύστημα, προετοιμάζεται ήδη στην κατεύθυνση αυτή. Παραλλήλως διαθέτει ικανό ερευνητικό δυναμικό που αναλύει, ποσοτικοποιεί και δημοσιεύει τους κινδύνους από την κλιματική αλλαγή.