Το καμπανάκι του υψηλότερου χρέους για πολλές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και κυρίως για την Ελλάδα, κρούει ο Διοικητής της Τραπέζης Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας, με άρθρο του στη γερμανική οικονομική εφημερίδα Handelsblatt.
Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο κ. Στουρνάρας, τα επίπεδα χρέους μπορούν να παρομοιαστούν με τα αντίστοιχα σε περίοδο πολέμου.
Ειδικότερα, στο άρθρο του, ο Διοικητής της Τραπέζης Ελλάδος, αναφέρει τα εξής:
“Η πανδημική κρίση δημιούργησε μια πρωτόγνωρη πρόκληση για τις ευρωπαϊκές οικονομίες. Η ΕΚΤ αντέδρασε στην κρίση με μια πρωτοφανή σειρά μέτρων νομισματικής πολιτικής και έχει εξαγγείλει ότι θα διατηρήσει τη διευκολυντική κατεύθυνση της πολιτικής της έως ότου ο πληθωρισμός παρουσιάσει σαφείς ενδείξεις ότι συγκλίνει προς το στόχο της. Ένα παράπλευρο όφελος αυτών των μέτρων είναι ότι δημιουργούν τις προϋποθέσεις ισχυροποίησης των δημοσιονομικών πολιτικών.
Οι δημοσιονομικές αρχές των χωρών της ΕΕ ανταποκρίθηκαν σε αυτή τη δυνητική συμπληρωματικότητα μεταξύ νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής με μια μεγάλη δέσμη δημοσιονομικών μέτρων τόνωσης της οικονομίας. Όμως, προκύπτει το ερώτημα αν αυτή η δέσμη είναι αρκετά μεγάλη. Για να απαντήσουμε σ’ αυτό το ερώτημα, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη διάφορους παράγοντες. Πρώτον, η αντίδραση της δημοσιονομικής πολιτικής στις ΗΠΑ είναι πολύ μεγαλύτερη από ό,τι στην ΕΕ – μέχρι στιγμής υπερδιπλάσια ως ποσοστό του ΑΕΠ – παρόλο που η αμερικανική οικονομία κατέγραψε μικρότερη ύφεση το 2020 από ό,τι η οικονομία της ΕΕ. Δεύτερον, η βραδύτερη διάθεση εμβολίων και η παράταση των περιοριστικών μέτρων στην ΕΕ, σε συνδυασμό με τη μικρότερη δημοσιονομική επέκταση, αναμένεται να οδηγήσει σε πιο συγκρατημένη ανάκαμψη από ό,τι στις ΗΠΑ. Με δεδομένη την τρέχουσα συμπληρωματικότητα μεταξύ νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής, είναι καιρός για ακόμα τολμηρότερη δημοσιονομική δράση στην ΕΕ έως ότου επιτευχθεί ανθεκτική ανάκαμψη που θα επιτρέψει την επάνοδο σε υγιείς μεσοπρόθεσμες δημοσιονομικές θέσεις.
Στο τέλος της πανδημίας, πολλές χώρες της ΕΕ θα έχουν επίπεδα χρέους που έχουν παρατηρηθεί μόνο σε περίοδο πολέμου. Αν και αυτό είναι αναπόφευκτο, απαιτείται προσεκτική παρακολούθηση. Τα παρακάτω θέματα είναι σημαντικά.
Η κατεύθυνση της δημοσιονομικής πολιτικής θα πρέπει να παραμείνει υποστηρικτική για όσο καιρό χρειαστεί. Τυχόν πρόωρη αυστηροποίησή της μπορεί να έχει δραματικές επιπτώσεις για τις συνθήκες χρηματοδότησης, δημιουργώντας κινδύνους για την ανάκαμψη. Μόνο όταν ο ρυθμός ανάπτυξης θα είναι αρκετά ισχυρός ενδείκνυται να επανέλθει η πολιτική στο στόχο της μεσοπρόθεσμης δημοσιονομικής βιωσιμότητας.
Είναι αναγκαία η μεταρρύθμιση του δημοσιονομικού πλαισίου. Ένα παράδειγμα είναι το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Την επαύριο της πανδημίας, οι δημοσιονομικοί κανόνες θα πρέπει να διαφοροποιηθούν ανάλογα με τις επιπτώσεις που θα έχει υποστεί κάθε χώρα από την πανδημία και ανάλογα με την υποκείμενη δημοσιονομική της κατάσταση.
Οι κυβερνήσεις θα πρέπει να επικεντρωθούν στην ενίσχυση των δημόσιων επενδύσεων ως επιταχυντή της ανάπτυξης και να εφαρμόσουν διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που θα ενισχύσουν τα θεμελιώδη μεγέθη των οικονομιών. Τα αναπτυξιακά μέτρα θα συμβάλουν στην καταγραφή ρυθμών ανάπτυξης σταθερά υψηλότερων από το πραγματικό επιτόκιο, ώστε η διαφορά ρυθμού ανάπτυξης-επιτοκίου (“snowball effect”) να επηρεάζει ευνοϊκά τη δυναμική του χρέους.
Το ευρωπαϊκό μέσο ανάκαμψης Next Generation EU (NGEU) παρέχει μια μοναδική ευκαιρία για τη στήριξη των επενδύσεων και την επίτευξη διατηρήσιμης ανάκαμψης, ιδίως στις χώρες που έχουν πληγεί σφοδρότερα από την κρίση. Οι εκταμιεύσεις μέσω του NGEU πρέπει να επιταχυνθούν.
Η κρίση ανέδειξε την ανάγκη για περαιτέρω εμβάθυνση της νομισματικής ένωσης μέσω της μεταρρύθμισης του πλαισίου διακυβέρνησης ούτως ώστε να σπάσει οριστικά ο φαύλος κύκλος μεταξύ κρατών, τραπεζών και αγορών. Στο μέλλον θα πρέπει ταυτόχρονα να ενισχυθούν τα μέτρα επιμερισμού και μείωσης των κινδύνων και να κινηθούμε σταδιακά προς κοινά δημοσιονομικά εργαλεία σε επίπεδο ΕΕ, ώστε να εξασφαλιστεί ότι στο εξής η προσαρμογή των οικονομιών θα είναι πιο συμμετρική”.