Το πιο ύπουλο σχόλιο που μπορείς να λάβεις είναι να κατηγορηθείς ή να πάρεις τα εύσημα για οτιδήποτε καλό ή κακό που συμβαίνει όταν τυχαίνει να είσαι εκεί δίπλα. Είναι κάτι που συχνά συμβαίνει στο ευρώ. Αυτό το μήνα, το Free Lunch εντόπισε κάποιες τέτοιες περιπτώσεις και θα ήθελε να προσφέρει μια πιο κατάλληλη ερμηνεία.
Μια νέα ακαδημαϊκή εργασία επάνω στη δημοσιονομική λιτότητα μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, ερμηνεύθηκε από τον Matt O’Brien της Washington Post ως ένδειξη ότι «το ευρώ πραγματικά έχει γίνει εργαλείο καταστροφής για να μετατρέπει τις υφέσεις σε βαθιές υφέσεις». Αλλά οι Christopher House, Christian Proebsting και Linda Tesar που συνέταξαν την (εξαιρετική) μελέτη, στην πραγματικότητα είπαν τα εξής: «Η αρνητική σχέση μεταξύ της λιτότητας στις κυβερνητικές αγορές και του ΑΕΠ (…) συνεχίζεται για χώρες με σταθερές ισοτιμίες αλλά και με ελεύθερες συναλλαγματικές διακυμάνσεις». Με άλλα λόγια, αυτό δεν ισχύει συγκεκριμένα για το ευρώ. Πράγματι, η χώρα με τις καλύτερες επιδόσεις ανάπτυξης στο δείγμα τους είναι η Λιθουανία –η οποία έχει δραματική λιτότητα, μεγάλη πτώση στην παραγωγή, αλλά την πιο ραγδαία ανάκαμψη μεταξύ 29 χωρών (των Ευρωπαϊκών, συν των ΗΠΑ).
Το κύριο εύρημα της έρευνας είναι εξαιρετικά σημαντικό: είναι πως οι χώρες θα μπορούσαν να έχουν σημαντικά πιο ραγδαία ανάπτυξη και μεγαλύτερα εισοδήματα, αν είχαν επιβάλλει λιγότερη λιτότητα –μέχρι που το βάρος χρέους τους θα ήταν μικρότερο. Όπως έχουμε επιμείνει και στο παρελθόν, είναι εύκολο να δείξει κανείς με νούμερα ότι η πολύ γρήγορη μείωση των ελλειμμάτων μπορεί να κάνει τα προβλήματα χρέους χειρότερα αντί να τα βελτιώσει- και αυτό που δείχνουν ο House και οι συνάδελφοί του είναι ότι αυτό είναι που έχει συμβεί και στην πράξη. Όλο αυτό είναι αντίθετο στις κατηγορίες ενάντια στο ευρώ. Ουσιαστικά απαλλάσσει το κοινό νόμισμα από την ευθύνη για την καταστροφική εμπειρία που έχουν βιώσει πολλές χώρες της ευρωζώνης με την ανάπτυξή τους -διότι αυτή η καταστροφή προκλήθηκε από πολιτικές επιλογές των ηγετών, οι οποίες δεν τους επιβλήθηκαν και στις οποίες υπήρχαν εναλλακτικές. Αυτή η μελέτη ευθυγραμμίζεται με προηγούμενες έρευνες που δείχνουν το πόσο καλύτερα θα τα είχαν πάει οι οικονομίες της ευρωζώνης, με καλύτερες πολιτικές που ήταν διαθέσιμες αλλά έμειναν τραγικά αναξιοποίητες.
Και ο συνάδελφός μου, Matthew Klein, ανυπομονεί να κατηγορήσει το ευρώ για τα βάσανα των χωρών που το χρησιμοποιούν ή τουλάχιστον για την Ελλάδα. Παρατηρεί ότι η εμπειρία της ελληνικής κρίσης είναι μία από τις χειρότερες στην ιστορία –χειρότερη από τη Μεγάλη Ύφεση στις ΗΠΑ. Πιστεύει πως αυτή η παρατήρηση υπαινίσσεται ότι η Ελλάδα θα έπρεπε να έχει φύγει από το ευρώ εδώ και καιρό. Έχουμε διαψεύσει τη γνωστή πλάνη του «κατόπιν τούτου, άρα εξαιτίας τούτου» σχετικά με το κοινό νόμισμα ξανά στο παρελθόν -δηλαδή την ιδέα ότι επειδή οι οικονομικές επιδόσεις της ευρωζώνης είναι κακές, οι κακές επιδόσεις οφείλονται στο ευρώ- αλλά έχει αξία να σταθούμε για λίγο στο επιχείρημα του Klein.
Ουσιαστικά λειτουργεί συγκριτικά. Το γεγονός ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες μπόρεσαν να ανακάμψουν οικονομικά μετά την εγκατάλειψη του νομισματικού συστήματος του χρυσού κανόνα τη δεκαετία του 1930, πιστεύεται πως δείχνει ότι η συμμετοχή της Ελλάδας στο ευρώ είναι εμπόδιο για την ανάπτυξη. Σε επόμενο κείμενο, ο Klein συγκρίνει την μεγάλη ύφεση της Ελλάδας με τις επιδόσεις πέντε αναδυόμενων αγορών μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση, οι οποίες επέτρεψαν την ελεύθερη διακύμανση των ισοτιμιών: την Αργεντινή, τη Βραζιλία, την Ινδονησία, την Ταϊλάνδη και την Τουρκία. Σωστά παρατηρεί πως αυτές οι χώρες είχαν πιο ήπιες πτώσεις και πιο γρήγορες ανακάμψεις (και πράγματι είχαν πιο ισχυρές ανόδους πριν τις κρίσεις τους). Τι μπορούμε να συμπεράνουμε από αυτό σχετικά με το ρόλο της συμμετοχής στο ευρώ στην κρίση της Ελλάδας;
Στην πραγματικότητα τίποτα. Υπάρχουν πολλές άλλες διαφορές μεταξύ της Ελλάδας και του δείγματος που επέλεξε ο Klein, και συγκεκριμένα το πολύ υψηλότερο επίπεδο του δημόσιου χρέους. Και μπορείτε εύκολα να επιλέξετε ένα άλλο δείγμα οικονομιών σε κρίση που δεν επέτρεψαν την ελεύθερη διακύμανση των ισοτιμιών –όπως η Βουλγαρία και οι χώρες της Βαλτικής (σημειώστε το στοιχείο που αποκαλύφθηκε από τη μελέτη για τη Λιθουανία παραπάνω) –οι οποίες επίσης είχαν πολύ καλύτερες επιδόσεις από την Ελλάδα. Ο ίδιος ο Klein μας παραπέμπει σε μια μελέτη των Pierre-Olivier Gourinchas, Thomas Philippon και Dimitri Vayanos, η οποία τεκμηριώνει ότι η Ελλάδα τα πήγε πολύ χειρότερα σε σχέση με ένα ευρύ δείγμα χωρών με σταθερές ισοτιμίες, περιλαμβανομένων και εκείνων της ευρωζώνης.
Άρα τι πήγε στραβά; Η εστίαση του Klein στις ΗΠΑ τη δεκαετία του 1930 είναι χρήσιμη, γιατί βοηθάει να προσδιορίσουμε τα σημεία όπου η τότε πολιτική ήταν σωστή. Σίγουρα οι τραπεζικές μεταρρυθμίσεις, καθώς και τα προγράμματα εκτεταμένων δαπανών στο πλαίσιο του New Deal, βοήθησαν σε μεγάλο βαθμό την ανάκαμψη –όπως η υπερβολική λιτότητα της ευρωζώνης και η αποτυχία στην αναδιάρθρωση των τραπεζών έχει συνδράμει σε μεγάλο βαθμό την αδύναμη ανάκαμψη σήμερα. Αλλά τι αποτέλεσμα είχε η αλλαγή της αξίας του δολαρίου; Πριν απ’ όλα, την μείωση της πραγματικής αξίας των χρεών που συσσωρεύτηκαν στη διάρκεια της δεκαετίας του 1920. Όμως οι απομειώσεις χρέους είναι απόλυτα εφικτές στην ευρωζώνη. Και μάλιστα έχουν γίνει –για κρατικά χρέη το 2012 και για τραπεζικά χρέη με εξοφλητική προτεραιότητα το 2013- αν και σε μικρό βαθμό και πολύ αργά.
Το βασικό λάθος στην οικονομική πολιτική της ευρωζώνης ήταν η απροθυμία να αναδιαρθρωθούν τα χρέη το 2010. Αν είχε γίνει αυτό τότε, θα είχε εξαλείψει την αβεβαιότητα, θα είχε ελαττώσει την πίεση για λιτότητα και θα είχε χαλαρώσει τις χρηματοοικονομικές συνθήκες, εξυγιαίνοντας τους ισολογισμούς των τραπεζών. Αν οποιαδήποτε χώρα είχε εγκαταλείψει το ευρώ, αυτή η αναδιάρθρωση θα είχε καταστεί αναπόφευκτη. Αλλά θα ήταν η απομείωση και όχι το «νομισματικό διαζύγιο» που θα είχε φέρει αποτελέσματα. Επομένως δεν είναι η νομισματική ένωση, αλλά η παράλογη αγιοποίηση του χρέους από όλους τους ηγέτες της, που αποτελεί τη ρίζα του προβλήματος της Ελλάδας.