Το περίγραμμα της υπόθεσης του ελληνικού χρέους και της απομείωσης αυτού δίνει αρθρογράφος των Financial Times, με άρθρο του στην οικονομική εφημερίδα.
Υπό τον τίτλο «Το δράμα του ελληνικού χρέους δεν έχει ορατό τέλος», ο αρθρογράφος Tony Barber δηλώνει ότι αυτό που ίσως χρειάζεται για να σταματήσει το αδιέξοδο είναι ένα απρόβλεπτο γεγονός, ένας απρόβλεπτος εξωτερικός παράγοντας.
Όπως εξηγεί ο Tony Barber, αν και η ελληνική κρίση είναι ένα «από τα μεγαλύτερα διεθνή δράματα των αρχών του 21ου αιώνα», ο κόσμος το 2016 έχασε το ενδιαφέρον του για αυτήν. Την ευθύνη έχουν, όπως ο ίδιος ισχυρίζεται, οι έλληνες πολιτικοί, η Ευρωζώνη και το ΔΝΤ, τους οποίους παρομοιάζει με «σεναριογράφους» του ελληνικού δράματος. Όμως, με ευθύνη αυτών «η αυλαία δεν πέφτει ποτέ και το έργο συνεχίζεται στην αιωνιότητα».
Διαβάστε αναλυτικά το άρθρο του κ. Barber…
«Οι γεωπολιτικές, οικονομικές και ηθικές πλευρές της κρίσης του ελληνικού χρέους είναι καθηλωτικές. Την καθιστούν ένα από τα μεγαλύτερα διεθνή δράματα των αρχών του 21ου αιώνα. Αλλά το 2016 ήταν η χρονιά κατά την οποία μεγάλο μέρος του κόσμου έχασε το ενδιαφέρον του και έστρεψε την προσοχή του αλλού.
Η ψήφος της Βρετανίας υπέρ της εξόδου από την ΕΕ, η ήττα του Ματέο Ρέντσι στο δημοψήφισμα της Ιταλίας για τις συνταγματικές μεταρρυθμίσεις και η νίκη του Ντόναλντ Τραμπ στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές, ήταν συναρπαστικά θεάματα. Οι συνέπειες θα είναι ριζικές για τη Βρετανία, την Ευρώπη και τη μεταπολεμική φιλελεύθερη παγκόσμια τάξη με επικεφαλής τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Αντίθετα, οι παρατηρητές του ελληνικού δράματος αισθάνονται ότι παραπλανήθηκαν. Είναι μια παράσταση που δείχνει “κολλημένη” στην τρίτη ή τέταρτη πράξη της, ακόμη μακριά από ένα είτε καλό είτε κακό τέλος, και δε φαίνεται τόσο πιθανό να ταρακουνήσει τον κόσμο όσο έδειχνε το 2015.
Για την αποτυχία της τραγωδίας να φτάσει στο τέλος της, ρίξτε το φταίξιμο στους σεναριογράφους. Αυτοί περιλαμβάνουν την πολιτική και διοικητική τάξη της Ελλάδας, τους εταίρους της χώρας από την ευρωζώνη και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Χρόνο με το χρόνο, καθένας από αυτούς προσφέρει ένα συνονθύλευμα από ατάκες και σκηνοθετικές οδηγίες για τους ηθοποιούς. Και όμως, η αυλαία δεν πέφτει ποτέ και το έργο συνεχίζεται στην αιωνιότητα.
Θα ήταν αγένεια να πούμε πως στους σεναριογράφους έχει ξεφύγει η πλοκή. Και πάλι, η καταθλιπτική πραγματικότητα είναι πως, σχεδόν επτά χρόνια μετά την πρώτη, έκτακτη διάσωση της Ελλάδας από ΕΕ και ΔΝΤ το Μάιο του 2010, η βασική κατάσταση της χώρας δεν έχει αλλάξει πολύ.
Στερημένη από οικονομική ανάπτυξη και βεβαρημένη με χρέος, η Ελλάδα κυβερνά τον εαυτό της, ή κυβερνάται, ως ένα είδος προτεκτοράτου του δυτικού κόσμου. Απ’ έξω μοιάζει με κυρίαρχο κράτος, αλλά βρίσκεται υπό τη στενή και αδιάκοπη επίβλεψη ξένων.
Για μια χώρα που είναι πλήρες μέλος της ΕΕ, της ευρωζώνης και του ΝΑΤΟ και είναι έντονα δημοκρατική στις πολιτικές της διαδικασίες, πρόκειται για μια απόλυτα μη ικανοποιητική κατάσταση. Είναι, όμως, το αναπόφευκτο αποτέλεσμα του τρόπου με τον οποίο η ευρωζώνη, το ΔΝΤ και οι ελληνικοί φορείς χάραξης πολιτικής έχουν προσεγγίσει την αναχαίτιση της κρίσης χρέους.
Οι στόχοι των τριών οικονομικών διασώσεων που σχεδιάστηκαν για την Ελλάδα μεταξύ 2010 και 2015, εντάσσονται σε έξι κατηγορίες.
Πρώτον, οι ευρωπαίοι εταίροι της Ελλάδας, ιδιαίτερα η Γαλλία και η Γερμανία, ήθελαν απελπισμένα το 2010 να προστατεύσουν τις τράπεζές τους από τις πιθανώς θανάσιμες συνέπειες του απερίσκεπτου δανεισμού τους στα ελληνικά ιδρύματα την περίοδο πριν τη χρηματοπιστωτική κρίση.
Δεύτερον, οι ευρωπαίοι φορείς χάραξης πολιτικής στις Βρυξέλλες και τις εθνικές πρωτεύουσες, ανυπομονούσαν να κρατήσουν την Ελλάδα στην ευρωζώνη, από φόβο πως αν ένα κράτος μέλος πτωχεύσει, ολόκληρο το πρότζεκτ θα τεθεί σε κίνδυνο. Πράγματι, αυτή η προσέγγιση αμφισβητήθηκε το 2015, όταν η γερμανική κυβέρνηση φλέρταρε με την πιθανότητα εγκατάλειψης της Ελλάδας. Στο τέλος, ωστόσο, η καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ αποφάσισε να μην το διακινδυνεύσει.
Τρίτον, οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι ευρωπαίοι σύμμαχοί τους κατανοούν τη στρατηγική ανάγκη να κρατήσουν την Ελλάδα στις δυτικές συμμαχικές δομές, ξεκινώντας από το ΝΑΤΟ.
Τέταρτον, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις έχουν μπει σε μεγάλο κόπο για να παρατείνουν την οικονομική αρωγή στην Ελλάδα, με έναν τρόπο που ελαχιστοποιεί τις αντιδράσεις των δικών τους αγανακτισμένων εκλογικών σωμάτων. Οι εντάσεις κλιμακώνονται, όχι μόνο στη Γερμανία, αλλά και στη Φινλανδία και στην Ολλανδία, όπου αντικαθεστωτικά κινήματα δεν διστάζουν να εκφράσουν τις αντιρρήσεις τους. Στη Σλοβακία και άλλα πρώην κομμουνιστικά κράτη, οι πολίτες παραπονιούνται πως “ξηλώνονται” για τους Έλληνες, παρότι είναι λιγότερο εύποροι.
Πέμπτον, όσο περισσότερο διαρκεί η κρίση χρέους, τόσο περισσότερο το ΔΝΤ υιοθετεί μια στάση πως δεν πρέπει να επιτρέψει στους ευρωπαίους πολιτικούς να παρενοχλούν, να πλευρίζουν και να καλοπιάνουν το Ταμείο με έδρα στην Ουάσινγκτον, ώστε να το εμπλέξουν σε εσφαλμένα σχέδια διάσωσης που θα αμαυρώσουν την επαγγελματική του φήμη.
Έκτον, η ΕΕ και το ΔΝΤ έχουν προσπαθήσει να χρησιμοποιήσουν τις διασώσεις ως μέσο πίεσης για να τσιγκλίσουν την Ελλάδα “να εκκαθαρίσει τον εαυτό της” από τις πελατειακές σχέσεις, την κακοδιαχείριση και τη διαφθορά. Οι πιστωτές πραγματικά πιστεύουν πως τέτοιου είδους μεταρρυθμίσεις είναι ο καλύτερος δρόμος μέσω του οποίου η Ελλάδα θα φτάσει στον προορισμό ενός σύγχρονου, ευκατάστατου, καλά κυβερνημένου κράτους. Ωστόσο, είναι άλλο θέμα το αν, έπειτα από 6,5 χρόνια αναποτελεσματικών προγραμμάτων διάσωσης, πραγματικά πιστεύουν ότι η Ελλάδα θα ολοκληρώσει αυτό το ταξίδι.
Γιατί; Διότι ένας επιπρόσθετος παράγοντας είναι πως τα κατεστημένα συμφέροντα στην ελληνική πολιτική, τις επιχειρήσεις και τη δημόσια διακυβέρνηση προσπαθούν να ακυρώσουν τις μεταρρυθμίσεις των πιστωτών με το να τις μπλοκάρουν, με το να τις εφαρμόζουν με μισή καρδιά ή με το να τις παρακάμπτουν όποτε θέλουν.
Ανάλογα με το τι πιστεύετε, μπορείτε να περιγράψετε τους διάφορους στόχους των οικονομικών διασώσεων της ΕΕ και του ΔΝΤ ως φιλόδοξους ή μη ρεαλιστικούς, καλούς ή κακούς για της Ελλάδα. Αυτό που είναι σίγουρο είναι πως οι στόχοι δεν είναι πάντα συμβατοί ο ένας με τον άλλον. Γι’ αυτό το λόγο το ελληνικό δράμα συνεχίζεται επ’ αόριστον. Προκειμένου να σταματήσει, είτε οι Έλληνες, είτε οι ευρωπαίοι εταίροι τους, είτε οι φορείς χάραξης πολιτικής του ΔΝΤ θα πρέπει να ξαναγράψουν το σενάριο. Μέχρι στιγμής, καμία πλευρά δεν θέλει να το κάνει αυτό.
Οι Γερμανοί δε θέλουν να προσφέρουν στην Ελλάδα μια ρητή μείωση των χρεών της. Το ΔΝΤ, από την άλλη, απαιτεί γενική ελάφρυνση χρέους. Οι μέσοι Έλληνες και οι εκλεγμένοι ηγέτες τους θέλουν η πατρίδα τους να μείνει στην Ευρωζώνη. Κι όμως, πολλοί αρνούνται τις μεταρρυθμίσεις που ενέχει αυτή η επιθυμία.
Είναι, εν ολίγοις, μια αιγαιοπελαγίτικη εκδοχή μεξικάνικης σύγκρουσης. Όπως και σε πολλές συγκρούσεις, μπορεί να χρειαστεί κάποιος απρόβλεπτος εξωτερικός παράγοντας για να δώσει τέλος στο ελληνικό δράμα».