Για έναν ασυνήθιστα υψηλό βαθμό αβεβαιότητας γύρω από την αναπτυξιακή προοπτική της Ελλάδας το 2017 κάνει λόγο η Διεύθυνση Οικονομικής Ανάλυσης και Έρευνας Διεθνών Κεφαλαιαγορών της Eurobank σε έκθεση με τίτλο “Ελλάδα: οικονομικές προοπτικές 2017”.
Η αβεβαιότητα αυτή οφείλεται, μεταξύ άλλων, στην καθυστέρηση στην επίτευξη συμφωνίας σε τεχνικό επίπεδο στο πλαίσιο της 2ης αξιολόγησης του προγράμματος. Σε κάθε περίπτωση, ανησυχία δημιουργούν κάποιες προκαταρκτικές ενδείξεις επιδείνωσης του εγχώριου οικονομικού κλίματος λόγω της πρόσφατης όξυνσης της αβεβαιότητας σχετικά με την πορεία των διαπραγματεύσεων με τους επίσημους πιστωτές. Συνεπώς, η επίτευξη συμφωνίας χωρίς περαιτέρω σημαντικές καθυστερήσεις και στο πλαίσιο που τέθηκε στο Eurogroup της 20ης Φεβρουαρίου θεωρείται καθοριστικής σημασίας για την αποφυγή μιας εκ νέου επιδείνωσης της εγχώριας οικονομικής δραστηριότητας, εν όψει και των υψηλών δανειακών υποχρεώσεων της χώρας τον Ιούλιο 2017.
Σε αυτό το πλαίσιο, η τρέχουσα πρόβλεψη της Eurobank για πραγματικό ρυθμό μεταβολής του ΑΕΠ το 2017 κυμαίνεται μεταξύ 1,5%-2,0%. Σημειώνεται ότι η ανωτέρω πρόβλεψη είναι αυστηρά προκαταρκτική και είναι πιθανό να αναθεωρηθεί όταν υπάρξει μεγαλύτερη ευκρίνεια σχετικά με το χρονοδιάγραμμα ολοκλήρωσης της 2ης αξιολόγησης.
Σύμφωνα με το βασικό σενάριο, το οποίο λαμβάνει υπόψη μόνο την αναμενόμενη επίπτωση των σχετικών εξελίξεων και των δημοσιονομικών μέτρων που έχουν ήδη ανακοινωθεί, εκτιμάται αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ κατά 1,7% για το 2017. Η συγκεκριμένη αριθμητική τιμή δε συμπίπτει απαραίτητα με την πρόβλεψή μας για το ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ το τρέχον έτος. Παρόλα αυτά, η εν λόγω ανάλυση προσφέρει ένα χρήσιμο πλαίσιο για την ποσοτική εκτίμηση σειράς εναλλακτικών σεναρίων για το επόμενο διάστημα.
Πιο συγκεκριμένα, η προβλεπόμενη οικονομική ανάκαμψη βασίζεται σε μια ήπια αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης λόγω της σταδιακής βελτίωσης σε μισθούς και επιχειρηματική κερδοφορία καθώς και της περαιτέρω υποχώρησης του ποσοστού ανεργίας. Η αύξηση αυτή μετριάζεται από τη συσταλτική επίδραση στο διαθέσιμο εισόδημα των νέων δημοσιονομικών μέτρων ύψους περίπου €2,6 δις. τα οποία είναι προγραμματισμένο να εφαρμοστούν το 2017. Οι επενδύσεις επίσης αναμένεται να αυξηθούν, ενώ ο εξωτερικός τομέας εκτιμάται ότι θα έχει μια ήπια αρνητική συμβολή λόγω της ανάκαμψης των εισαγωγών.
Συνολικά, το προαναφερθέν σενάριο υποθέτει την ολοκλήρωση της 2ης αξιολόγησης του προγράμματος χωρίς περαιτέρω σημαντικές καθυστερήσεις καθώς και την συνακόλουθη συμμετοχή της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ. Παράγοντες που θα μπορούσαν να επηρεάσουν αρνητικά τις εκτιμήσεις για την εξέλιξη του ρυθμού μεγέθυνσης της οικονομικής δραστηριότητας το τρέχον έτος περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων: σημαντικές καθυστερήσεις στην ολοκλήρωση της 2ης αξιολόγησης, χαμηλό βαθμό “ιδιοκτησίας” των συμφωνηθέντων μεταρρυθμίσεων, μεγάλες καθυστερήσεις στην άρση των κεφαλαιακών περιορισμών, χαμηλό ρυθμό επιστροφής καταθέσεων στο εγχώριο χρηματοπιστωτικό σύστημα, ασθενέστερη της αναμενόμενης ανάπτυξη της οικονομίας της Ευρωζώνης, επιδείνωση της προσφυγικής κρίσης και όξυνση των γεωπολιτικών εντάσεων. Από την άλλη πλευρά, τα θετικά ρίσκα περιλαμβάνουν: ταχύτερη από την αναμενόμενη άρση των κεφαλαιακών περιορισμών, μείωση των πολιτικών κινδύνων στην Ευρωζώνη το επόμενο διάστημα και ενίσχυση των οφελών ανταγωνιστικότητας λόγω σημαντικής προσαρμογής της εγχώριας μισθολογικής δαπάνης και της διατηρήσιμης αποδυνάμωσης του ευρώ.
Η ιδιωτική κατανάλωση και οι επενδύσεις στήριξαν την ανάπτυξη του 2016
Σύμφωνα με τις προκαταρκτικές εκτιμήσεις, ο πραγματικός ρυθμός μεταβολής του ελληνικού ΑΕΠ το 4ο τρίμηνο 2016 διαμορφώθηκε στο -0,4% (τριμηνιαία βάση) και +0,3% (ετήσια βάση), διακόπτοντας δύο συνεχή τρίμηνα θετικών ρυθμών μεταβολής σε τριμηνιαία βάση (0,3% και 0,9% το 2ο και το 3ο τρίμηνο, αντίστοιχα). Για το σύνολο του έτους, το πραγματικό ΑΕΠ αυξήθηκε 0,3%, σε συμφωνία με την προγενέστερη εκτίμηση της Eurobank και έναντι πρόβλεψης για συρρίκνωση 0,3% στον προϋπολογισμό του 2017 (Νοέμβριος 2016). Το εν λόγω αποτέλεσμα δημιουργεί μια θετική στατιστική επίδραση βάσης (carry-over) της τάξης των 0,3 ποσοστιαίων μονάδων για το 2017, όπως και το προηγούμενο έτος.
Ο ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης το 2016 προήλθε κυρίως από την ιδιωτική κατανάλωση και τις επενδύσεις. Από την άλλη πλευρά, η συνεισφορά των καθαρών εξαγωγών εκτιμάται ότι ήταν αρνητική καθώς οι εισαγωγές αυξήθηκαν με ταχύτερο ρυθμό από ό,τι οι εξαγωγές λόγω ενίσχυσης της εσωτερικής ζήτησης. Οι προαναφερθείσες ποιοτικές μεταβολές αποδίδονται εν μέρει στην ευνοϊκή επίδραση βάσης που συνδέεται με την κατακόρυφη πτώση της οικονομικής δραστηριότητας το αρχικό διάστημα μετά τις αρνητικές εξελίξεις του καλοκαιριού του 2015. Ωστόσο, η γενικότερη εικόνα σταθεροποίησης της εγχώριας δραστηριότητας κατά το μεγαλύτερο μέρος του προηγούμενου έτους επιβεβαιώνεται από σειρά οικονομικών δεικτών, που καταδεικνύουν τη σταδιακή βελτίωση των συνθηκών σε βασικούς τομείς της οικονομίας όπως το λιανικό εμπόριο και η μεταποίηση.
Αντικατοπτρίζοντας τις προαναφερθείσες τάσεις, οι συνθήκες στην αγορά εργασίας συνέχισαν να βελτιώνονται καθ’ όλη τη διάρκεια του προηγούμενου έτους, με τη μέση ετήσια μεταβολή της απασχόλησης να διαμορφώνεται γύρω στο 2,3% τους πρώτους 11 μήνες και το ποσοστό ανεργίας να υποχωρεί στο 23% το Νοέμβριο του 2016, το χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων 56 μηνών. Επιπρόσθετα, ο ρυθμός μεταβολής της παραγωγικότητας της εργασίας (τόσο σε όρους προϊόντος ανά απασχολούμενο όσο και σε όρους προϊόντος ανά ώρα εργασίας) επέστρεψε σε θετική περιοχή το 3ο τρίμηνο του προηγούμενου έτους, μετά από 5 συνεχή τρίμηνα αρνητικής μεταβολής. Παρά τις θετικές αυτές εξελίξεις, το ποσοστό ανεργίας στην Ελλάδα εξακολουθεί να παραμένει σε εξαιρετικά υψηλά επίπεδα, ιδίως μεταξύ των πιο ευάλωτων παραγωγικά ενεργών τμημάτων του πληθυσμού (π.χ. ανεργία των νέων 45,7% το Νοέμβριο 2016). Επιπλέον, το πολύ υψηλό ποσοστό μακροχρόνια ανέργων (72,6% το 3ο τρίμηνο 2016) παραμένει σημαντική πηγή ανησυχίας για την πορεία της απασχόλησης και της παραγωγικότητας.
Σε ό,τι αφορά τον εξωτερικό τομέα, τα πλέον πρόσφατα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος για το ισοζύγιο πληρωμών δείχνουν μικρό έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών ύψους €1,1 δισ. (-0,6% του ΑΕΠ) την περίοδο Ιανουάριος – Δεκέμβριος 2016, έναντι πλεονάσματος 0,26 δις. (0,1% του ΑΕΠ) την αντίστοιχη περίοδο του προηγούμενου έτους. Η εν λόγω μεταβολή προήλθε κυρίως από τη μείωση του πλεονάσματος του ισοζυγίου υπηρεσιών η οποία υπερκάλυψε την ταυτόχρονη βελτίωση (μείωση) του ελλείμματος του ισοζυγίου αγαθών. Η συνολική αξία τόσο των εξαγωγών όσο και των εισαγωγών αγαθών και υπηρεσιών κατέγραψε μείωση 6,1% και 4,2% ετησίως αντίστοιχα. Επιπρόσθετα, τα ισοζύγια πρωτογενών και δευτερογενών εισοδημάτων επιδεινώθηκαν. Τέλος, το άθροισμα των ισοζυγίων τρεχουσών συναλλαγών και κεφαλαίων κατέγραψε περιορισμένο έλλειμμα ύψους €68 εκατ. το 2016 έναντι πλεονάσματος €2,2 δις το 2015.
Μια σημαντική εξέλιξη στο ισοζύγιο χρηματοοικονομικών συναλλαγών για την περίοδο Ιανουαρίου – Δεκεμβρίου 2016, ήταν η ετήσια αύξηση κατά €2,8 δισ. των άμεσων επενδύσεων των μη κατοίκων έναντι αύξησης €1,0 δισ. το 2015. Ως εκ τούτου, το συνολικό ποσό των συναλλαγματικών διαθεσίμων της Ελλάδας διαμορφώθηκε στα €6,5 δις στο τέλος Δεκεμβρίου 2016 από €5,5 δις τον αντίστοιχο μήνα του προηγούμενου έτους. Για το 2017 προβλέπουμε σε γενικές γραμμές ισορροπημένο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών με τον εξωτερικό τομέα να έχει μια οριακά αρνητική συνεισφορά στο ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης.
Ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής του γενικού επιπέδου τιμών, τόσο σε όρους Εθνικού ΔΤΚ (ΕθΔΤΚ) όσο και σε όρους Εναρμονισμένου ΔΤΚ (ΕνΔΤΚ), παρέμεινε το 2016 σε αρνητική περιοχή (αποπληθωρισμός) για 4η συνεχόμενη χρονιά. Ο μέσος ετήσιος ρυθμός μεταβολής του ΕθΔΤΚ ήταν -0,8% με τη σωρευτική μεταβολή για την περίοδο 2012-2016 να ανέρχεται στο -4,7%. Είναι αξιοσημείωτο ότι η σχετική αποκλιμάκωση του αποπληθωρισμού το 2016 προήλθε κυρίως από την αύξηση συγκεκριμένων συντελεστών έμμεσων φόρων (όπως η αύξηση του ανώτατου συντελεστή ΦΠΑ από 23% σε 24%) και σε μικρότερο βαθμό από την ανάκαμψη των διεθνών τιμών του πετρελαίου. Για το 2017 αναμένουμε σταδιακή ενίσχυση των εγχώριων πληθωριστικών πιέσεων, προβλέποντας μέσο ετήσιο ρυθμό μεταβολής 1,0% τόσο για τον ΕθΔΤΚ όσο και τον ΕνΔΤΚ.
Στο δημοσιονομικό πεδίο, τα τελευταία στοιχεία εκτέλεσης του κρατικού προϋπολογισμού υποδηλώνουν ότι το πρωτογενές πλεόνασμα της γενικής κυβέρνησης θα κινηθεί κοντά στο 2,0% του ΑΕΠ για το σύνολο του 2016, υπερβαίνοντας σημαντικά τον αντίστοιχο στόχο του προγράμματος (0,5% του ΑΕΠ). Για το τρέχον έτος, πιστεύουμε ότι ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα 2,0% του ΑΕΠ που προβλέπει ο προϋπολογισμός είναι απόλυτα εφικτός, υπό την προϋπόθεση της περαιτέρω βελτίωσης της εγχώριας οικονομικής δραστηριότητας, της γρήγορης άρσης της αβεβαιότητας σχετικά με τη 2η αξιολόγηση του προγράμματος καθώς και της ομαλής εφαρμογής των συμφωνηθέντων διαρθρωτικών μέτρων που στοχεύουν στην καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης.
Στη συγγραφή της μελέτης συμμετείχαν οι Αναλυτές της Διεύθυνσης Οικονομικών Μελετών της Eurobank: Πλάτων Μονοκρούσος, Επικεφαλής Οικονομολόγος Ομίλου Eurobank, Τάσος Αναστασάτος, Αναπληρωτής Επικεφαλής Οικονομολόγος, Θεόδωρος Σταματίου, Ανώτερος Οικονομολόγος, Στυλιανός Γώγος, Οικονομικός Αναλυτής και Άννα Δημητριάδου, Οικονομικός Αναλυτής.