Η ανάκαμψη της παραγωγικότητας της εργασίας αποτελεί αναγκαία συνθήκη για την είσοδο της οικονομίας σε βιώσιμους ρυθμούς μεγέθυνσης, υπογραμμίζει η Eurobank στο εβδομαδιαίο της δελτίο.
Οπως αναφέρει, σύμφωνα με τα στοιχεία της ευρωπαϊκής στατιστικής υπηρεσίας (Eurostat), η παραγωγικότητα της εργασίας στην ελληνική οικονομία κατέγραψε ετήσια αύξηση 2,3% σε όρους ωρών εργασίας και μείωση -0,5% σε όρους ατόμων απασχόλησης το 1ο τρίμηνο 2017, αναφέρει το ependisinews.
Η παραγωγικότητα της εργασίας (labour productivity) – ένα μέτρο του βαθμού αποτελεσματικότητας της χρήσης του παραγωγικού συντελεστή της εργασίας – ορίζεται ως ο λόγος του πραγματικού προϊόντος, δηλαδή του πραγματικού ΑΕΠ, ως προς το φυσικό μέγεθος της συνεισφοράς του παραγωγικού συντελεστή της εργασίας (labour input). Η τελευταία μεταβλητή δύναται να μετρηθεί είτε σε όρους απασχολούμενων ατόμων είτε σε όρους ωρών εργασίας. Όπως έχει αναφέρει πολλάκις η Eurobank, η παραγωγικότητα της εργασίας αποτελεί έναν βασικό προσδιοριστικό παράγοντα του μακροχρόνιου ρυθμού μεγέθυνσης μιας οικονομίας (long term real GDP growth).
Οπως αναφέρει η τράπεζα, για τα επόμενα χρόνια δεν αναμένουμε σημαντική ενίσχυση της συνεισφοράς του φυσικού κεφαλαίου στην παραγωγικότητα της εργασίας. Ο λόγος είναι ο εξής: ήδη από το 2011 και έπειτα το φυσικό κεφάλαιο της ελληνικής οικονομίας ακολουθεί καθοδική πορεία καθώς το επίπεδο των αποσβέσεων είναι υψηλότερο από το αντίστοιχο των επενδύσεων. Δηλαδή, οι επενδυτικές δαπάνες που πραγματοποιούνται δεν επαρκούν για να καλύψουν τα αποσβεσθέντα κεφαλαιουχικά αγαθά. Ως εκ τούτου, το φυσικό κεφάλαιο μειώνεται (από €857,2 δισ. το 2010 στα €782,6 δισ. το 2016).
Επιπρόσθετα, σύμφωνα με τις εαρινές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (Μάιος 2017) η προαναφερθείσα αρνητική απόκλιση αναμένεται να διατηρηθεί για τα έτη 2017 και 2018. Ο μόνος τρόπος που υπάρχει για να αντισταθμιστεί μερικώς το προαναφερθέν αρνητικό αποτέλεσμα είναι να αυξηθεί ο βαθμός εκμετάλλευσης του φυσικού κεφαλαίου (capital utilization). Η τράπεζα εκτιμά ότι εξαιτίας της υπάρχουσας ισχνής οικονομικής δραστηριότητας το συγκεκριμένο μέγεθος βρίσκεται σε χαμηλά επίπεδα.
Σε ότι αφορά την αναμενόμενη συνεισφορά της ποιότητας του εργατικού δυναμικού στην παραγωγικότητα της εργασίας, οι πιθανοί προσδιοριστικοί παράγοντες δύναται να είναι οι ακόλουθοι: (α) ο βαθμός εκροής ανθρώπινου κεφαλαίου προς τις χώρες της αλλοδαπής, (β) η πορεία που θα ακολουθήσει το ποσοστό των μακροχρόνια ανέργων (71,9% το 2017 Q1 σε όρους κινητού μέσου 4 τριμήνων) και (γ) η δημογραφική σύνθεση του εργατικού δυναμικού. Εν παραδείγματι, σε μια οικονομία που καταγράφεται εκροή ανθρώπινου κεφαλαίου, που το ποσοστό των μακροχρόνια ανέργων είναι πολύ υψηλό (απόσβεση δεξιοτήτων και γνώσεων) και το εργατικό δυναμικό παρουσιάζει τάσεις γήρανσης, η συνεισφορά της ποιότητας του παραγωγικού συντελεστή της εργασίας στην παραγωγικότητα της εργασίας αναμένεται να είναι χαμηλή.
Τέλος, η επίδραση που αναμένεται να έχει η συνολική παραγωγικότητα των συντελεστών της παραγωγής (TFP) στην παραγωγικότητα της εργασίας θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από το πόσο αποτελεσματική θα είναι η εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που υιοθετήθηκαν στην ελληνική οικονομία τα τελευταία χρόνια (και αυτών που αναμένεται να υιοθετηθούν στο μέλλον). Μια επιπρόσθετη σημαντική παράμετρος θα είναι και η πορεία των άμεσων ξένων επενδύσεων. Η συγκεκριμένη μεταβλητή εκτός από σημαντική πηγή χρηματοδότησης επενδύσεων αποτελεί και τον δίαυλο μέσω του οποίου η τεχνογνωσία επιχειρήσεων από την αλλοδαπή διαχέεται στην εγχώρια οικονομία με σημαντικά οφέλη για την παραγωγικότητα, καταλήγει η τράπεζα.