Μετά το Brexit, ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν, γνώριζε καλύτερα από πολλούς άλλους συναδέλφους του, αρχηγούς κρατών δηλαδή, ότι η πολιτική και αμυντική Ευρώπη ήταν πλέον γαλλική υπόθεση. Πλην όμως, το οποιοδήποτε βήμα προς την κατεύθυνση αυτή, θα έπρεπε να έχει και τη σύμφωνη γνώμη της Γερμανίας, η οποία ως προς την αμυντική Ευρώπη διαφωνεί.
Του Αθανάσιου Παπανδρόπουλου
Σήμερα όμως, το όλο σκηνικό αλλάζει και όσο θα προχωρούν τα χρόνια, η αλλαγή αυτή θα γίνεται πιο αδρή.
Στο πλαίσιο αυτό λοιπόν, η αμυντική συμφωνία Ελλάδας – Γαλλίας μπορούμε να πούμε ότι στη σημερινή συγκυρία έχει ιστορικό χαρακτήρα. Ίσως να είναι το πρώτο ουσιαστικό βήμα για την εκκόλαψη μιας κοινής ευρωπαϊκής αμυντικής πολιτικής, η οποία ως εκ της φύσεως της θα θέσει και το θέμα της πολιτικής ενοποίησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Από την άποψη αυτή, για να αντιληφθούμε το μέγεθος της ελληνογαλλικής συμφωνίας, αρκεί να αναφέρουμε ότι ανάλογης σημασίας συμφωνία η Γαλλία έχει συνάψει με τη Γερμανία για την από κοινού οικοδόμηση της Ευρώπης – πρόκειται για την συνθήκη του Ελυζέ που υπέγραψαν το 1963 ο Ντε Γκωλ με τον Αντενάουερ και ανανεώθηκε το 2019 με τη συμφωνία του Ααχεν που υπέγραψαν ο Μακρόν και η Μέρκελ.
Αυτή η ιστορική αναφορά μας δείχνει ότι χώρες κυρίαρχες μπορούν να συνάπτουν στρατηγικού χαρακτήρα συμφωνίες ανεξαρτήτως της ένταξης τους σε πολυμερείς οργανισμούς όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση και το NATO. Άλλωστε, και οι Η.Π.Α. συμπράττοντας με την Αυστραλία και τη Βρετανία πρόσφατα κάτι ανάλογο έπραξαν. Επίσης, η ιστορική αναλογία μας υποδεικνύει ότι τέτοιες κινήσεις δεν είναι συγκυριακές, πρέπει να έχουν ή να αποκτήσουν βάθος. Να είναι λοιπόν σαφές ότι η συμπαράταξη μας με τη Γαλλία θα πρέπει να έχει προοπτική και ουσιαστικό περιεχόμενο και να εξυπηρετηθεί και από τις επόμενες κυβερνήσεις τόσο στην Ελλάδα όσο και στη Γαλλία.
Στο επίπεδο αυτό όμως, εγείρονται δύο προβλήματα. Το πρώτο το έθεσε ο κ.Ευάγγελος Βενιζέλος γράφοντας στο διαδίκτυο τα ακόλουθα:
«…Μέσα στον δίκαιο ενθουσιασμό ας μη μας διαφύγει ότι η ρήτρα αμοιβαίας στρατιωτικής συνδρομής του άρθρου 2 της συμφωνίας προβλέπει την ενεργοποίηση της εάν τα μέρη «διαπιστώσουν από κοινού ότι μία ένοπλη επίθεση λαμβάνει χώρα εναντίον της επικράτειας ενός από τα δύο, συμφωνά με το Άρθρο 51 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών». Όμως η υφαλοκρηπίδα, ακόμη και μετά την οριοθέτηση της και η ΑΟΖ ακόμη και μετά την ανακήρυξη και οριοθέτηση της δεν συνιστούν «επικράτεια» στην οποία ασκείται εθνική κυριαρχία, αλλά ζώνες στις οποίες ασκούνται ειδικά κυριαρχικά δικαιώματα. Δεν είμαι οπαδός του μαξιμαλισμού, αλλά ίσως υπάρχει περιθώριο για διευκρίνιση έστω με τη μορφή δήλωσης ή επιστολής…».
Το δεύτερο το επισημαίνει αρθρογράφος του «Οικονομικού Ταχυδρόμου», τονίζοντας:
«…Στη συμφωνία με τη Γαλλία υπάρχει ρήτρα αμοιβαίας συνδρομής. Οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις μπορεί να κληθούν να υποστηρίξουν τις γαλλικές στην Κεντρική Αφρική όπου καθημερινά γίνονται μάχες με τρομοκρατικές ομάδες και επίσης καθημερινά θρηνούν θύματα. Είναι πολύ πιθανότερο να συμβεί αυτό παρά το αντίθετο, να συνδράμουν δηλαδή γαλλικές δυνάμεις την Ελλάδα σε σύγκρουση με την Τουρκία καθώς η συμφωνία ενισχύει την αποτρεπτική δύναμη της χώρας μας και καθιστά πολύ δυσκολότερη μια στρατιωτική εμπλοκή με τη γείτονα. Αλλά εμπλοκή ελληνική σε μέτωπα γαλλικής προτεραιότητας δεν πρέπει να αποκλείεται. Είναι προετοιμασμένη η ελληνική κοινή γνώμη για κάτι τέτοιο; Ασφαλώς όχι, οι στρατηλάτες μάχονται μόνο στα τηλεοπτικά παράθυρα…».
Τι μπορεί να συμβεί λοιπόν αν με βάση τη συμφωνία η Γαλλία ζητήσει την ελληνική συνδρομή; Θα γίνουμε πάλι μάρτυρες των γνωστών «σόου» που αφειδώς παρακολουθούμε τα τελευταία χρόνια; Και μια τελευταία παρατήρηση: Καλόν θα είναι τα στελέχη των ενόπλων δυνάμεών μας να αρχίσουν κάποια μαθήματα γαλλικής γλώσσας και κουλτούρας. Θα τους φανούν πολλαπλώς χρήσιμα… γιατί οι Γάλλοι πέρα από τα κακά αγγλικά τους, εκτιμούν ιδιαιτέρως αυτούς που κάνουν τον κόπο να εντρυφήσουν στη δύσκολη γαλλική γλώσσα…