Σύμφωνα με τη μελέτη/ ενημέρωση του Π.Ο.Υ. (παγκόσμιου οργανισμού υγείας) με τίτλο «Covid 19 και υποχρεωτικός εμβολιασμός: Ηθικές εκτιμήσεις και Caveats» (προειδοποιήσεις/ επιφυλάξεις)» της 13ης Απριλίου 2021» που συντάχθηκε με την συμμετοχή πληθώρας καθηγητών σε θέματα βιοηθικής και ιατρικής ηθικής από όλο τον κόσμο, επισημαίνονται τα εξής σημεία/συμπεράσματα.
Του Λάμπρου Γ. Ροϊλού(*)
Τα οποία αναφέρωμε πιο κάτω με τους χρησιμοποιούμενους τίτλους της μελέτης, με αντίστοιχη σύνοψη του περιεχομένου της προσθέτοντας σχόλια και συμπληρώσεις από άλλες πηγές εντασσόμενα στο θέμα εκάστου εξ’αυτών:
Αναγκαιότητα και αναλογικότητα: «Εάν η προάσπιση ενός στόχου δημόσιας υγείας, μπορεί να επιτευχθεί με λιγότερο εξαναγκαστικά ή παρεμβατικά μέτρα στις ατομικές ελευθερίες τότε επιτυγχάνεται καλύτερα η ποσόστωση ρίσκου και ωφέλειας.»
Αυτή η διαπίστωση της μελέτης συνάδει με το άρθρο 25 παράγραφος 1 του Ελληνικού Συντάγματος περί της αρχής της αναλογικότητας. Εφόσον λοιπόν υπάρχει η δυνατότητα: (1) χρησιμοποίησης των σελφτέστ, (2) η υποχρέωση των μέτρων της τριλογίας ( μάσκες, αποστάσεις και πλύσιμο/ απολύμανση) (3) που θα πρέπει να τηρούν και οι εμβολιασμένοι, -γιατί και αυτοί μεταδίδουν-(έστω με λιγότερο ιικό φορτίο οι ασυμπτωματικοί). Μπορεί με αυτά, να επιτευχθεί ένα ικανοποιητικό αποτέλεσμα αποφυγής της μετάδοσης της νόσου, που παράλληλα και με τους ήδη εμβολιασμένους, μπορούν να εξισορροπήσουν τον μη εμβολιασμό των λοιπών.
Λόγω λοιπόν αυτών των ηπιότερων μέτρων, φρονούμε ότι ο εξαναγκασμός σε εμβολιασμό κρίνεται αντισυνταγματικός.
Επαρκείς αποδείξεις για ασφάλεια των εμβολίων και της αποτελεσματικότητάς τους: «Οι κυβερνώντες πρέπει να εκτιμήσουν ειδικότερα αν εμβόλια αδειοδοτημένα για επείγοντες λόγους ή/και υπό προϋποθέσεις, αν ανταποκρίνονται σε ένα επίπεδο τέτοιας ασφάλειας, επαρκές για να τα χορηγήσουν υποχρεωτικά.» (Αφήνει να εννοηθεί εδώ ότι αυτού του είδους είναι τα σημερινά εμβόλια για Covid 19)!!
«Επιπρόσθετα μια εξαναγκαστική έκθεση του πληθυσμού σε ένα εν δυνάμει βλαβερό προϊόν (εμβόλιο), παραβιάζει την ηθική υποχρέωση των κυβερνώντων να προστατεύουν το κοινό από μη αναγκαία βλάβη, η οποία βλάβη να μπορεί να αντισταθμίζει την πιθανή βλάβη χωρίς το προϊόν αυτό.»
Πιο πάνω λοιπόν, η έκθεση αυτή του Π.Ο.Υ. χαρακτηρίζει τα εμβόλια για Covid19 «αδειοδοτημένα για επείγοντες λόγους ή/και υπό προϋποθέσεις».
Γιατί;
Διότι αν χρησιμοποιείτο ο τρόπος παρασκευής ενός κλασικού τύπου εμβολίου, όπως αυτό της γρίπης (με ολόκληρο αποδυναμωμένο ιό) θα ήθελε 3-5 χρόνια να παρασκευαστεί και να δοκιμαστεί. Η τεχνολογία των mRNA που χρησιμοποιείται στα νέα εμβόλια είναι γνωστή εδώ και μια δεκαετία, αλλά χρησιμοποιήθηκε μόνο για την καταπολέμηση καρκινικών κυττάρων.
Ποτέ μέχρι τώρα δεν είχε εγκριθεί για χρήση σε εμβόλια.(Προφανώς αυτό συνέβαινε γιατί υπήρχε κάποιος σοβαρός λόγος γι’αυτό, κάποιο ρίσκο. Διαφορετικά η ταχύτητα και ευκολία μαζικής τους παραγωγής δεν θα συγκρινόταν με τα κλασσικού τύπου εμβόλια.)
Για την παρασκευή τους χρησιμοποιείται είτε νανοτεχνολογία, είτε τεχνητή βιολογία, είτε και τα δύο (όπως το εμβόλιο της Moderna). Τα Astra Zeneca και J&Johnson χρησιμοποιούν μεταλλαγμένο εντεροϊό με τεχνητή βιολογία που παράγει πρωτεΐνη του ιού SARS-CoV-2.
Τόσο όμως η χρήση νανοτεχνολογίας (με τα σωματίδια να μπορούν να εισχωρήσουν σε όλο το σώμα) όσο και της τεχνητής βιολογίας που παράγει μεταλλαγμένη ζωϊκή ύλη, μπορούν να έχουν άγνωστες μακροχρόνιες επιπτώσεις στον οργανισμό, αφού η επίδρασή τους δεν έχει ερευνηθεί σε βάθος χρόνου. (Βλ. την μελέτη της Υπηρεσίας Έρευνας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (EPRS) με τίτλο «10 τεχνολογίες για την καταπολέμηση του Κορωνοϊού», («Μια εις βάθος ανάλυση») στην Αγγλική γλώσσα με συγγραφέα τον κ. Μιχάλη Κρητικό (Απρίλιος 2020).
Επάρκεια στην προμήθεια των εμβολίων: «Αν δεν υπάρχει τέτοια (λαμβανομένων υπ’ όψιν και των μεταλλάξεων που σε ένα βαθμό μπορεί να ακυρώνουν τα υπάρχοντα εμβόλια) τότε δεν νοείται να εξεταστεί η υποχρεωτικότητα».
Εμπιστοσύνη του κοινού: « Οι κυβερνώντες πρέπει να λάβουν σοβαρά υπόψιν την επήρεια της υποχρεωτικότητας του εμβολιασμού, που μπορεί να έχει στην εμπιστοσύνη του κοινού ως προς αυτούς και προς την επιστημονική κοινότητα. Η υποχρεωτικότητα μπορεί να επηρεάσει αρνητικά τόσο την διάθεση του κοινού να εμβολιαστεί, όσο και να συμμορφωθεί στα λοιπά επιβαλλόμενα μέτρα προστασίας».
Ηθικές διαδικασίες κατά την λήψη των αποφάσεων: «Μέτρα πρέπει να λαμβάνονται καλή τη πίστη με σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα, χωρίς διακρίσεις και την θέση σε υποδεέστερη μοίρα των μη εμβολιασμένων».
Για τους υγειονομικούς: «Ο υποχρεωτικός εμβολιασμός συζητείται πιο συχνά στα πλαίσια του υγειονομικού προσωπικού, λόγω της άμεσης επαφής τους με το κοινό και ασθενείς. Απορρέει αφενός λόγω της υποχρέωσης τους να προστατεύσουν τους ασθενείς τους, αφετέρου λόγω της ανάγκης να προστατευτεί το σύστημα υγείας από το ενδεχόμενο της ανικανότητας των λόγω ασθενείας των να εργαστούν.
Για να αποφασιστεί η υποχρεωτικότητα εμβολιασμού σε αυτό τον κλάδο θα πρέπει να ληφθούν υπ’ όψιν οι ιδιαίτερες συνθήκες του συστήματος υγείας της κάθε χώρας. Εάν τεθούν σε αναστολή εργασίας οι αρνούμενοι τον εμβολιασμό, ή αν θα αποτελέσει προϋπόθεση αυτός για να προσληφθούν νέοι εργαζόμενοι στο σύστημα υγείας, τότε μπορεί να αποδυναμωθεί το σύστημα υγείας».
Σε αυτό φρονούμε θα πρέπει επίσης να ληφθεί υπ’ όψιν το κατά πόσον ακόμα οι εμβολιασμένοι υγειονομικοί δεν μεταδίδουν ακόμα και αυτοί όντες θετικοί στον ιό.
Εν τούτοις στη γνώμη του σχετικά με τον εμβολιασμό κατά της νόσου Covid-19 και την ενδεχόμενη υποχρεωτικότητά του το Εργαστήριο Μελέτης Ιατρικού Δικαίου και Βιοηθικής της Νομικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, κρίνει ότι «κατά τον παρόντα χρόνο και όσο διαρκεί η πανδημία του Covid-19, το Υπουργείο Υγείας μπορεί να ορίσει ως υποχρεωτικό τον εμβολιασμό όλων των γιατρών και του νοσηλευτικού προσωπικού, καθώς και όλων όσοι στελεχώνουν δομές υγείας (δημόσιου και ιδιωτικού τομέα) ή δομές περίθαλψης ευπαθών ομάδων (ηλικιωμένων, ατόμων με χρόνιες παθήσεις ή ατόμων με ειδικές ανάγκες), ορίζοντας ταυτόχρονα ως άμεση συνέπεια της άρνησης εμβολιασμού τους την απομάκρυνσή τους από τον χώρο της εργασίας τους χωρίς καμία οικονομική απαίτηση».
Για τα σχολεία: Η πιο πάνω γνώμη/μελέτη του εργαστηρίου του ΑΠΘ αναφέρει ότι: «ο νηπιακός εμβολιασμός, ως προϋπόθεση για την εγγραφή των παιδιών στο σχολείο, έχει απασχολήσει επανειλημμένα την Πολιτεία, το αρμόδιο Υπουργείο Παιδείας, την Εθνική Επιτροπή Βιοηθικής (2015) και πρόσφατα το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣΤΕ). Με την απόφαση του 2387/2020 το τελευταίο αυτό, κάνει δεκτό ότι η αξίωση του μη εμβολιασμού (για τα νήπια) με τα κλασσικά εμβόλια, αντίκειται στην αρχή της ισότητας…». Χωρίς όμως να φαίνεται αν η μελέτη αυτή παίρνει συγκεκριμένη θέση για τα σημερινά εμβόλια, όπως το κάνει με τους υγειονομικούς.
Η μελέτη όμως του Π.Ο.Υ. επί του θέματος των σχολείων αναφέρει: «Με το δεδομένο ότι δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία για την ασφάλεια και αποτελεσματικότητα των εμβολίων αυτών στα παιδιά, η υποχρεωτικότητα δεν μπορεί να έχει ηθική βάση….».
«Επιπροσθέτως, η υποχρεωτικότητα σε εμβολιασμό εμβολίων ρουτίνας (π.χ. πολιομυελίτιδας, ιλαράς κ.λπ.) είναι τελείως διαφορετικό πράγμα από εμβόλια αδειοδοτημένα για επείγουσα χρήση, συμπεριλαμβανομένης της σχετικά περιορισμένης και της εν εξελίξει εμπειρίας και αποδείξεων όπως τα εμβόλια για Covid 19. Αυτά σε συνδυασμό με την αμφιβολία της επίτευξης ανοσίας της αγέλης και των μεταλλάξεων του ιού.»
Για το κοινό γενικώς: Η μελέτη του Π.Ο.Υ. αναφέρει: «Παρομοίως, η υποχρεωτικότητα για το ευρύ κοινό, που σπανίζει διεθνώς, εξαρτάται από τα πιο πάνω. Επάρκεια των εμβολίων. Μεγαλύτερη εμπειρία και αποδείξεις ασφάλειας. Εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας και στάθμιση της εμπιστοσύνης του κοινού προς τους κυβερνώντες και της επιστήμης ή του κλονισμού της προς αυτούς».
Σύμφωνα με την γνώμη/μελέτη του εργαστηρίου του ΑΠΘ: «Για τις υπόλοιπες πληθυσμιακές ομάδες, για τις οποίες ο εμβολιασμός δεν θα έχει οριστεί ως υποχρεωτικός, η άρνηση εμβολιασμού δεν μπορεί να αποτελεί κώλυμα πρόσληψης ή διορισμού, ούτε αποτελεί νόμιμη βάση για την με οποιονδήποτε τρόπο απομάκρυνση του εργαζομένου από την εργασία του (θέση σε αργία χωρίς αμοιβή) ή πολύ περισσότερο για την απόλυσή του.»
Συμπεράσματα της μελέτης του Π.Ο.Υ.:
«Κυβερνώντες, επιστήμονες και διαμορφωτές της κοινής γνώμης, οφείλουν με επιχειρήματα και κίνητρα να πείσουν το κοινό να εμβολιαστεί προτού να εξεταστεί η υποχρεωτικότητα. Τα επιχειρήματα να είναι οι αποδείξεις της ασφάλειας και των πλεονεκτημάτων του εμβολιασμού και η σοβαρή λήψη υπόψη των ηθικών θεμάτων.»
Η πρόεδρος του Γερμανικού Συμβουλίου Ηθικής Alena Buyx σε πρόσφατη συνέντευξή της δήλωσε ότι δεν πρέπει να αρθούν οι περιορισμοί για τους εμβολιασμένους γιατί μένει ακόμα να εκτιμηθεί η μεταδοτικότητα από αυτούς.
Το συμβούλιο έκανε περαιτέρω διάκριση μεταξύ μέτρων (με κριτήριο τον εμβολιασμό) που επιβάλλει το κράτος και εκείνων που μπορούν να επιβάλουν οι ιδιωτικές επιχειρήσεις (π.χ. θεάτρων, γηπέδων, εστίασης κ.λπ.).
Αλλά θεωρεί ότι το να επιβάλλουν αυτές υποχρεωτικό εμβολιασμό στους υπαλλήλους τους θα ήταν παράνομο. Ο Γερμανός υπουργός εσωτερικών Horst Seehofer δήλωσε ότι η διάκριση μεταξύ εμβολιασμένων και μη (με ένα πιστοποιητικό στο εσωτερικό μιας χώρας) θα ισοδυναμούσε με υποχρεωτικό εμβολιασμό που δεν ισχύει τώρα. Διαφορετική θέση έλαβε ο Γερμανός υπουργός εξωτερικών Heiko Mas.
Ιδιοφυής η υιοθέτηση του σελφτέστ από την Ελληνική κυβέρνηση, καθώς προστατεύει από τη μετάδοση και έτσι αποφεύγεται με αυτό τον τρόπο ο εξαναγκασμός σε εμβολιασμό.
Φρονούμε ότι προστατεύει καλύτερα και από τους εμβολιασμένους, οι οποίοι και αυτοί μπορούν να μεταδώσουν (έστω λιγότερο εάν είναι ασυμπτωματικοί) ή/και να νοσήσουν ακόμη. Μάλιστα, θεωρούν τον εαυτό τους ασφαλή και επιδίδονται σε ρίσκα έναντι εαυτών και έναντι άλλων που δεν θα επιχειρούσαν αν δεν ήταν εμβολιασμένοι.
Το φιλότιμο που θα επιδείξουν οι κυβερνώντες στις αποφάσεις τους για υποχρεωτικό εμβολιασμό, θα είναι η μεγαλύτερη ασπίδα τόσο των ατομικών δικαιωμάτων, όσον και της εμπιστοσύνης των πολιτών προς αυτούς και την επιστήμη. Καρπός της εμπιστοσύνης αυτής θα είναι η διάθεση συμμόρφωσης στα εν γένει τωρινά ή μελλοντικά μέτρα.
*Ο Λάμπρος Γ. Ροϊλός είναι συντ δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω-συγγραφέας-ερευνητής