Μειωμένη επισκεψιμότητα και καχεκτικές πωλήσεις χαρακτήρισαν τη φετινή θερινή εκπτωτική περίοδο για τις μικρές και μικρομεσαίες εμπορικές επιχειρήσεις, ενισχύοντας την εκτίμηση για ένα νέο κύμα λουκέτων και ανεργίας στο λιανεμπόριο εντός του φθινοπώρου.
Αν και στα στοιχεία της έρευνας που κοινοποίησε χθες η ΕΣΕΕ δεν συμπεριλαμβάνονται στοιχεία για το μέγεθος της πτώσης των πωλήσεων, εν τούτοις η πεποίθηση που επικρατεί μεταξύ των παραγόντων της αγοράς είναι για μία βουτιά γύρω στο 30% μεσοσταθμικά σε σχέση με πέρυσι. Βέβαια τα ποσοστά ανά περιοχή αλλά και προϊόν διαφέρουν με μεγαλύτερο πλήγμα να δέχονται οι τουριστικές περιοχές και τα καταστήματα ένδυσης – υπόδησης, αναφέρει το protothema.
«Η έλλειψη ρευστότητας αποτελεί το μεγαλύτερο πλήγμα για μια εμπορική επιχείρηση», σημειώνει ο Πρόεδρος της ΕΣΕΕ κ. Γιώργος Καρανίκας, και προσθέτει: «Ξέρετε, οι μικρές επιχειρήσεις, μέχρι στιγμής, πλην της επιστρεπτέας προκαταβολής δεν είχαμε τη δυνατότητα λήψης ρευστότητας από άλλες πηγές. Ακόμα όμως και εάν μας δοθούν χρηματοδοτικά εργαλεία για να αντιμετωπίσουμε τη δύσκολη περίοδο, το κενό που διαφαίνεται στην αγορά θα είναι τέτοιο που φοβάμαι ότι δεν θα μπορεί να καλυφθεί».
Τι σημαίνει αυτό; «Δυστυχώς, εάν δεν υπάρχει ρευστότητα, τότε και ο επιχειρηματίας δεν θα μπορεί να πληρώνει. Οπότε, αφενός θα υπάρξει αδυναμία πληρωμών και νέο κύμα στάσης πληρωμών, από υποχρεώσεις προς το Δημόσιο ως τα τραπεζικά δάνεια, και φυσικά λουκέτα», απαντά ο κ. Καρανίκας.
Η έρευνα
Σύμφωνα με την φετινή έρευνα της ΕΣΕΕ που έγινε τηλεφωνικά σε δείγμα 350 επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνταν στον οικιακό εξοπλισμό, στα ψυχαγωγικά/ επιμορφωτικά είδη και στην ένδυση/ υπόδηση:
Οκτώ στις δέκα επιχειρήσεις (81%) πραγματοποίησαν χαμηλότερες πωλήσεις κατά τη διάρκεια της θερινής εκπτωτικής περιόδου σε σχέση με την αντίστοιχη περσινή περίοδο. Οι επιδόσεις μάλιστα των επιχειρήσεων ήταν χειρότερες συγκριτικά με το πρώτο δεκαπενθήμερο των θερινών εκπτώσεων τον Ιούλιο.
Οι μισές επιχειρήσεις (50%) εκτιμούν πως οι πωλήσεις τους υποχώρησαν σε ποσοστό μεγαλύτερο του 30% κατά τη διάρκεια των θερινών εκπτώσεων. Αντίθετα, μόλις μία στις τέσσερις (26%) σημείωσε ηπιότερη πτώση πωλήσεων έως 20%. Οι επιδόσεις αυτές είναι σαφέστερα χειρότερα από τις αντίστοιχες περσινές.
Ως εκ τούτου, για την πλειονότητα των επιχειρήσεων (60%) η αγοραστική κίνηση είναι καλύτερη κατά το εκπτωτικό δεκαπενθήμερο του Ιουλίου, συμπεριφορά που επαναλαμβάνεται συστηματικά όλα τα προηγούμενα έτη.
Περίπου ένας στους δέκα (12%) επιχειρηματίες δήλωσε πως οι πωλήσεις τους ήταν εκείνες που ανέμεναν, αφού είχαν λάβει υπόψη τους την εκδήλωση και τον αντίκτυπο της πανδημίας. Αντίθετα, σχεδόν επτά στους δέκα (68%) επιχειρηματίες αιφνιδιάστηκαν από το μέγεθος των επιπτώσεων της πανδημίας και κατέγραψαν χαμηλότερες πωλήσεις από ότι εκτιμούσαν. Οι μικρές αποκλίσεις σε σχέση με το δεκαπενθήμερο των εκπτώσεων του Ιουλίου δείχνει πως οι ελπίδες του εμπορικού κόσμου για ηπιότερης έντασης αντίκτυπο δεν επιβεβαιώθηκαν.
Η αβεβαιότητα από την κρίση υγείας και η εφαρμογή των μέτρων ατομικής προστασίας επηρέασε αρνητικά και την επισκεψιμότητα στα καταστήματα, καθώς περισσότερες από οκτώ στις δέκα επιχειρήσεις (82%) κατέγραψαν συρρίκνωση της επισκεψιμότητας σε σχέση με το 2019.
Το 85% των επιχειρήσεων θεωρεί πως η πανδημία του κορωνοϊού επηρέασε σημαντικά την ψυχολογία των καταναλωτών, χαρακτηρίζοντάς την περισσότερο συγκρατημένη σε σχέση με πέρυσι.
Οι οκτώ στις δέκα επιχειρήσεις (79%) υποστήριξε πως η πανδημία έχει επηρεάσει από μεγάλο έως πολύ μεγάλο βαθμό τη λειτουργία τους, εκτίμηση η οποία, υπό τις παρούσες συνθήκες, δεν αποτελεί έκπληξη.
Οι απαντήσεις των επιχειρήσεων σχετικά με το κόστος προσαρμογής στο νέο πλαίσιο λειτουργίας που υπαγορεύει ο Covid-19 φαίνονται μοιρασμένες. Ειδικότερα, το 31% των επιχειρήσεων χαρακτηρίζει το κόστος από μεγάλο έως πολύ μεγάλο ενώ το 30% από μικρό έως πολύ μικρό. Ενδεχομένως, η διαφοροποίηση αυτή μπορεί να οφείλεται και στο μέγεθος των επιχειρήσεων ή/και στο είδος.
Οι μισές επιχειρήσεις (52%) θεωρούν πως η υποχρεωτική χρήση μάσκας στο χώρο του καταστήματος έχει επηρεάσει αρνητικά τη λειτουργία του καταστήματος και μόλις μία στις πέντε (19%) πως το έχει επηρεάσει θετικά.
Σχεδόν σε τρεις από τέσσερις επιχειρήσεις (73%) οι πελάτες χρησιμοποίησαν κυρίως κάρτες κατά τις συναλλαγές τους. Η εξοικείωση των πελατών με το πλαστικό χρήμα και τα μέσα ηλεκτρονικής πληρωμής, από την περίοδο επιβολής των “Capital Controls”, σίγουρα λειτούργησαν ευνοϊκά προς αυτήν την κατεύθυνση τα τελευταία χρόνια. Ωστόσο, η υγειονομική κρίση και τα μέσα ατομικής προστασίας υπαγόρευσαν τον ισχυρό περιορισμό της χρήσης μετρητών (μόνο στο 4% των επιχειρήσεων χρησιμοποιήθηκαν κυρίως μετρητά).