Η επιτυχής ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης είναι “κλειδί” για να δρομολογηθούν νέες επενδύσεις στην Ελλάδα, όμως το κυριότερο ζητούμενο στο μυαλό των περισσότερων επενδυτών δεν είναι η ελάφρυνση του χρέους αλλά η μακροπρόθεσμη σταθερότητα της χώρας.
Αυτό δήλωσε σε συνέντευξη του στον ΣΚΑΪ ο Πίτερ Σάνφεϊ, υποδιευθυντής της Ευρωπαϊκής Τράπεζας για την Ανασυγκρότηση και την Ανάπτυξη (EBRD) για θέματα οικονομίας και πολιτικής στις χώρες όπου επενδύει ο οργανισμός και αρμόδιος οικονομολόγος για την Ελλάδα.
Κατά τις εκτιμήσεις του, τόσο στα δημοσιονομικά όσο και στο μέτωπο της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών η Ελλάδα βρίσκεται σε καλό δρόμο. Εξέφρασε παράλληλα τη βούληση της EBRD να συμμετάσχει σε αποκρατικοποιήσεις – ειδικά στον κλάδο της ενέργειας – εάν το έδαφος είναι πρόσφορο.
Πρώτος στόχος η σταθερότητα
Οι μελέτες της EBRD καταδεικνύουν βαθιά απαισιοδοξία στην ελληνική κοινωνία, ωστόσο, ο κ. Σάνφεϊ επισήμανε ότι σε μακροοικονομικό επίπεδο υπάρχουν πλέον λόγοι για αισιοδοξία, εκτιμώντας πως η Ελλάδα έχει μεγάλες δυνατότητες ανάκαμψης και προσέλκυσης επενδύσεων.
Το “κλειδί”, τόνισε, δεν είναι η βαθιά ελάφρυνση του χρέους ούτε η συρρίκνωση του εργατικού κόστους – που δεν απασχολεί ιδιαίτερα εν δυνάμει επενδυτές με τους οποίους μιλά η EBRD. Είναι η προβολή μίας εικόνας σταθερότητας που θα δίνει αίσθημα ασφάλειας σε όσους θέλουν να φέρουν κεφάλαια στη χώρα μας.
Οι επενδυτές θα ήθελαν μεν κάποια διαβεβαίωση για τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους αλλά συνάμα είναι “πραγματιστές” σημείωσε ο κ. Σάνφεϊ• η κύρια έγνοια τους για την Ελλάδα δεν είναι τυχόν άμεση αναδιάρθρωση.
Ψήφος εμπιστοσύνης για δημοσιονομικά και τράπεζες
Στο μέτωπο των δημοσιονομικών στόχων, που αποτελεί σημείο τριβής ανάμεσα στην Αθήνα και τους θεσμούς, ο κ. Σάνφεϊ εκτίμησε ότι ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ το 2018 είναι “σίγουρα επιτεύξιμος” υπό τις παρούσες συνθήκες.
Προσέθεσε ότι έχει εντυπωσιαστεί από την έως τώρα υπεραπόδοση των στόχων κι ότι η κυβέρνηση δικαιούται σε ένα βαθμό εύσημα για τις μεταρρυθμίσεις που έχει νομοθετήσει, ειδικά εάν ληφθούν υπόψη τα επιβαρυντικά κληροδοτήματα της κρίσης.
Παρά ταύτα, ο οικονομολόγος της EBRD παραδέχτηκε ότι η διατήρηση πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% σε βάθος πολλών ετών είναι κάτι πολύ δύσκολο για οποιαδήποτε χώρα, κάτι που σημαίνει ότι Αθήνα και πιστωτές θα πρέπει εν τέλει να συγκεκριμενοποιήσουν το “μεσοπρόθεσμο διάστημα” που προβλέπει η συμφωνία.
Εξίσου θετική ήταν η αποτίμησή του για τις προοπτικές του τραπεζικού συστήματος, με το οποίο η EBRD συνεργάζεται στενά αφενός επειδή το 2015 έλαβε μέρος στη στρατηγική ανακεφαλαιοποίηση των συστημικών ιδρυμάτων και αφετέρου στο πλαίσιο προγραμμάτων για την δανειοδότηση ιδιωτικών επιχειρήσεων.
Ο κ. Σάνφεϊ εκτίμησε πως οι τράπεζες δεν θα χρειαστούν νέα ανακεφαλαιοποίηση, παρά τις παλαιότερες ανησυχίες του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Δήλωσε μάλιστα αισιόδοξος σχετικά με τον στόχο που έχει θέσει η Τράπεζα της Ελλάδος για μείωση των “κόκκινων” δανείων κατά 40 δισεκατομμύρια ευρώ έως το 2019.
Μία από τις οδούς μείωσης των προβληματικών δανείων είναι η δευτερογενής αγορά που δημιουργήθηκε πέρυσι, όπου οι τράπεζες έχουν τη δυνατότητα να πουλήσουν ανοίγματα σε πρόθυμους διαχειριστές. Έως τώρα όμως η δραστηριότητα είναι πολύ μικρή.
Ο κ. Σάνφεϊ πάντως εμφανίστηκε καθησυχαστικός για τις προοπτικές της δευτερογενούς αγοράς, αναφέροντας ότι συνήθως χρειάζεται χρόνο ώστε ένας τέτοιος χώρος να πάρει μπρος. “Δεν περιμέναμε γρήγορη ανάπτυξη”, είπε χαρακτηριστικά.
Προοπτική επενδύσεων στην ενέργεια
Τέλος, στο μέτωπο των ιδιωτικοποιήσεων, ο κ. Σάνφεϊ επαναβεβαίωσε το ενδιαφέρον της EBRD να συμμετάσχει σε διαγωνισμούς ως υποστηρικτικός χρηματοδότης, ιδιαίτερα στο χώρο της ενέργειας.
Διευκρίνισε πως σε πρώτη φάση θα πρέπει να δούμε πώς θα λειτουργεί το νέο υπερταμείο αποκρατικοποιήσεων, τώρα που έχει λυθεί το θέμα της διοίκησής του. Εάν οι διαγωνισμοί γίνουν σωστά, υπάρχουν επενδυτές που ενδιαφέρονται για την Ελλάδα.
Επισήμανε πως η έλευση κεφαλαίων και η αυξημένη εμπλοκή του ιδιωτικού τομέα μπορούν να φέρουν πληθώρα θετικών στη χώρα μας, όπως θέσεις εργασίας, τεχνογνωσία, ανταγωνισμό, χαμηλότερο κόστος και καλύτερη ποιότητα ζωής για τον μέσο πολίτη.
Αν και η EBRD δεν είναι μέρος των θεσμών που χρηματοδοτούν τα προγράμματα στήριξης της Ελλάδας, σε περίπου δύο χρόνια παρουσίας στη χώρα μας έχει επενδύσει 800 εκατομμύρια ευρώ σε διάφορα πρότζεκτ, κυρίως υποστηρίζοντας υγιείς ιδιωτικές επιχειρήσεις που δυσκολεύονται να βρουν κεφάλαια λόγω του δύσκολου κλίματος.