Στις ομοσπονδιακές εκλογές του 2013 το ελληνικό ζήτημα βρισκόταν ψηλά στην ατζέντα του προεκλογικού αγώνα. Λίγες εβδομάδες πριν ανοίξουν οι κάλπες, ο ίδιος ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε έβαζε στο τραπέζι το ενδεχόμενο ενός νέου πακέτου βοήθειας προς την Ελλάδα, και συγκεκριμένα του τρίτου, που αποφασίστηκε εντέλει το καλοκαίρι του 2015. Στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης είχε τεθεί τότε και ένα ενδεχόμενο κούρεμα του ελληνικού χρέους, με τον γερμανό υπουργό Οικονομικών να το αποκλείει και τότε με το ίδιο σθένος όπως και σήμερα.
Σε αντίθεση με τις εκλογές του 2013 όμως, η Ελλάδα είναι αυτή τη φορά απούσα από τον γερμανικό προεκλογικό αγώνα. «Ακόμη και στους Φιλελεύθερους και στην Εναλλακτική για τη Γερμανία που τάσσονται υπέρ της αποπομπής της Ελλάδας από το ευρώ (το AfD ζητά βάσει του προεκλογικού του προγράμματος την αποχώρηση και της Γερμανίας από τη ζώνη του ευρώ), η ελληνική κρίση δεν βρίσκεται στο επίκεντρο, αλλά στο περιθώριο», επισημαίνει στη Deutsche Welle ο κοινωνιολόγος Αριστοτέλης Αγριδόπουλος, επιστημονικός συνεργάτης στο Ινστιτούτο Κοινωνικών Ερευνών του Πανεπιστημίου Γκαίτε της Φρανκφούρτης.
Ενόψει κρίσιμων αποφάσεων
Μολονότι η ελληνική κρίση δεν απασχόλησε φέτος την προεκλογική Γερμανία -το ενδιαφέρον μονοπώλησε η προσφυγική και μεταναστευτική πολιτική-, είναι κοινό μυστικό ότι η επόμενη γερμανική κυβέρνηση θα κληθεί να λάβει σημαντικές αποφάσεις αφού το ελληνικό ζήτημα αναμένεται να τεθεί το αργότερο το ερχόμενο καλοκαίρι, όταν και εφόσον θα έχει ολοκληρωθεί το τρίτο τρέχον πρόγραμμα στήριξης. Το αργότερo τότε θα πρέπει να διευθετηθεί, μεταξύ άλλων, και το ζήτημα της ελάφρυνσης του χρέους.
Ποιο είναι λοιπόν σε αυτά τα συμφραζόμενα το διακύβευμα των φετινών εκλογών για την Ελλάδα; Πώς θα επηρεάσουν οι πιθανές μετεκλογικές συμμαχίες στο Βερολίνο τη διαχείριση του ελληνικού ζητήματος; Ποια τα καλά και ποια τα κακά σενάρια;
«Εάν καταψηφίζονταν Μέρκελ και Σόιμπλε», σχολιάζει ο κ. Αγριδόπουλος, «οι οποίοι υποστηρίζουν εδώ και χρόνια μια αυστηρή πολιτική λιτότητας, αυτό θα συνιστούσε μια συμβολικά θετική είδηση για την Ελλάδα. Πιθανότατα όμως αυτό δεν θα γίνει. Το χειρότερο σενάριο θα ήταν μάλλον μια συγκυβέρνηση της Χριστιανικής Ένωσης με τους Φιλελεύθερους ή και η συνέχιση του μεγάλου συνασπισμού, δεδομένου ότι (μέχρι στιγμής) η CDU απορρίπτει το κούρεμα του χρέους ενώ το FDP δεν θέλει να εγκρίνει άλλα δάνεια δις προς την Ελλάδα και προτείνει την έξοδο της Ελλάδας από την Ευρωζώνη».
Είναι γεγονός ότι η αναβίωση του κυβερνητικού συνασπισμού μεταξύ CDU/CSU και FDP που συνεργάστηκαν για τελευταία φορά σε ομοσπονδιακό επίπεδο μεταξύ 2009 και 2013 δεν ξυπνά τις καλύτερες μνήμες για την Ελλάδα της κρίσης. Ο τότε υπουργός Οικονομίας Φίλιπ Ρέσλερ από το κόμμα των Φιλελευθέρων ζητούσε σχεδόν με κάθε ευκαιρία την εκπαραθύρωση της Ελλάδας από τη ζώνη του ευρώ. Ο διάδοχός του Κρίστιαν Λίντνερ -στον οποίο οφείλεται η ανάκαμψη και σημερινή δυναμική του κόμματος- έχει υιοθετήσει την ίδια σκληρή γραμμή και ρητορική.
Ο παράγοντας AfD
Σε περίπτωση που το κόμμα του κληθεί να αναλάβει κυβερνητικές ευθύνες τα πράγματα δεν θα είναι εύκολα για την Ελλάδα, επισημαίνει και ο Λάζαρος Μηλιόπουλος, πολιτικός επιστήμονας στο Πανεπιστήμιο της Βόννης. Αυτό αφορά τόσο το ζήτημα της ελάφρυνσης του χρέους, όσο και ενδεχόμενη νέα χρηματοδοτική βοήθεια υπό τη μορφή, για παράδειγμα, μιας πιστοληπτικής γραμμής πίστωσης. Ο ίδιος βάζει όμως στο τραπέζι και μια νέα παράμετρο: τον παράγοντα AfD. «Από τη θέση της αντιπολίτευσης η Εναλλακτική για τη Γερμανία θα ασκήσει ισχυρές πιέσεις στο θέμα της Ελλάδας».
Υπενθυμίζεται ότι το AfD είχε ξεκινήσει ως αμιγώς ευρωσκεπτικιστικό κόμμα με μονοθεματική σχεδόν ατζέντα και σημαία την έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ πριν «μεταμορφωθεί» με αφορμή την προσφυγική κρίση σε ακραιφνώς ξενοφοβικό και εθνολαϊκιστικό κόμμα.
Ελάφρυνση χρέους με μεγάλο συνασπισμό;
Κατά τον Αριστοτέλη Αγριδόπουλο το καλύτερο σενάριο θα ήταν η συγκρότηση ενός συνασπισμού μεταξύ Σοσιαλδημοκρατών, Πρασίνων και της Αριστεράς που δεν έχει βέβαια προηγούμενο στη μεταπολεμική Γερμανία. «Η ελπίδα που συνδέεται με αυτό είναι η χαλάρωση του προγράμματος λιτότητας, το κούρεμα χρέους και νέα επενδυτικά και χρηματοδοτικά προγράμματα για την Ελλάδα». Εντούτοις και ενώ μέχρι και την άνοιξη θεωρούνταν αρκετά πιθανό, τουλάχιστον μαθηματικά, οι τελευταίες δημοσκοπήσεις δίνουν στο μετεκλογικό αυτό σενάριο μηδαμινές πιθανότητες.
Πέρα από τη συγκρότηση ενός συνασπισμού μεταξύ των συντηρητικών της Α. Μέρκελ και των Φιλελεθέρων -που θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από τα τελικά ποσοστά του FDP- το έτερο επικρατέστερο σενάριο είναι η συνέχιση της νυν κυβερνητικής συνεργασίας μεταξύ Σοσιαλδημοκρατών και Χριστιανοδημοκρατών. Αναλυτές εκτιμούν ότι είναι και το προτιμητέο σενάριο για την ίδια την Α. Μέρκελ καθότι έχει μια άψογη και κυρίως προβλέψιμη συνεργασία με τους Σοσιαλδημοκράτες και πως δεν επιθυμεί κατά την τέταρτη -και πιθανότατα τελευταία θητεία της- να μπει στα αχαρτογράφητα νερά μιας συγκυβέρνησης με τους Φιλελεύθερους που δεν είχαν καν κοινοβουλευτική εμπειρία τα τελευταία τέσσερα χρόνια. Σύμφωνα με τον Λ. Μηλιόπουλο το σενάριο αυτό προσφέρει για την Ελλάδα «τις μεγαλύτερες πιθανότητες προκειμένου να υλοποιηθεί σχετικά εύκολα και μια ελάφρυνση του χρέους».