Η Amazon εμμένει… γερμανικά. Κοντά στο Μαγδεμβούργο δημιουργεί ένα νέο κέντρο logistic για 2000 εργαζόμενους. Κοντά στο Μενχενγκλάντμπαχ σύντομα θα ανοίξει τις πόρτες του κέντρο με ρομποτική τεχνική 55.000 τμ, όπου θα εργάζονται άλλοι 3.000 άνθρωποι. Στην ίδια ρότα η ελβετική Roche αλλά και η κινεζική CATL, η οποία επενδύει 240 εκατομ. ευρώ σε εργοστάσιο μπαταριών για αυτοκίνητα με έδρα το βιομηχανικό πάρκο στο Erfurter Kreuz.
Και εδώ τελειώνουν τα καλά νέα. Γιατί όλα αυτά δεν μπορούν να αποκρύψουν ότι το ενδιαφέρον των ξένων επενδυτών στην πρώτη οικονομία της Ευρώπης αποδυναμώνεται συν τω χρόνω. Σε σχέση με πέρυσι τα επενδυτικά σχέδια έχουν μειωθεί κατά 13%, είναι η πρώτη μείωση επενδυτικής δραστηριότητας από το εξωτερικό στη Γερμανία από το 2005, όπως καταγράφει η οικονομική εταιρεία EY (πρώην Ernst & Young), η οποία έχει ξεκινήσει από τότε να κάνει τις σχετικές μετρήσεις. Η εταιρεία δεν συμπεριλαμβάνει στις μετρήσεις της προθέσεις ή επενδυτικά σχέδια αλλά πρότζεκτ, που έχουν γίνει και από τα οποία δημιουργούνται θέσεις εργασίας και έχουν εισρεύσει χρήματα.
Η δραστική μείωση επενδυτικού ενδιαφέροντος προκαλεί έκπληξη. Η Γερμανία πέφτει στην τρίτη θέση πίσω από τη Μ. Βρετανία και τη Γαλλία. Εκείνο που προκαλεί επίσης έκπληξη είναι ότι αμερικανοί επενδυτές παραμένουν πιστοί στη Γερμανία παρά τις εμπορικές διενέξεις με τον Ντόναλντ Τραμπ και τις δημόσιες απαξιωτικές δηλώσεις του για το γερμανικό κοινωνικό κράτος. Ο αριθμός των επενδυτών από τις ΗΠΑ έχει αυξηθεί μάλιστα κατά 3%, μετά και την αύξηση κατά 10%, που σημειώθηκε το 2017.
Τι ακριβώς συμβαίνει; «Πρόκειται για προειδοποιητική βολή» υποστηρίζει ο Χούμπερτ Μπαρθ, επικεφαλής του γερμανικού τμήματος της οικονομικής εταιρείας EY. «Η Γερμανία δεν αποτελεί πλέον την κινητήρια αναπτυξιακή δύναμη της ευρωπαϊκής οικονομίας». Και για του λόγου του αληθές παραπέμπει στο ποσοστό ανάπτυξης που μόλις αγγίζει το 1,4%, σύμφωνα με το οποίο η Γερμανία κατατάσσεται στην 24η θέση ανάμεσα στις 28 χώρες-μέλη της ΕΕ. Οι προοπτικές εξανεμίζονται σε σχέση με τους απανωτούς δασμούς, που αναστέλουν τον επενδυτικό οίστρο κολοσσών και εξειδικευμένων μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
Αυξανόμενο εργατικό κόστος
Οι χρυσές εποχές φαίνεται ότι ανήκουν στο παρελθόν. Για το τρέχον έτος το υπουργείο Οικονομίας στο Βερολίνο υπολογίζει μια ασθενική ανάπτυξη γύρω στο 0,5%. Ο λόγος είναι η αποδυνάμωση της ζήτησης στο εσωτερικό και από το εξωτερικό της Γερμανίας και κυρίως από την Κίνα. Ένα άλλο εμπόδιο είναι οι επισφάλειες από τις γεωπολιτικές εντάσεις, τις κυρώσεις, την επιβολή δασμών και τον εμπορικό πόλεμο που προκαλούν ανησυχία στις διεθνείς χρηματαγορές και τους επάνω ορόφους των επιχειρήσεων. Κανονικά από την κατάσταση θα μπορούσε να επωφεληθεί η Γερμανία ως τόπος επενδύσεων αλλά αυτό δεν συμβαίνει. Το αντίθετο μάλιστα.
Σε αυτή τη δύσκολη περίοδο το ποσοστό των αρνητικών αξιολογήσεων ανάμεσα σε 700 ερωτηθέντες αυξήθηκε από 22% στο 37%. Και ενώ τα μεγαλύτερα πλεονεκτήματα της Γερμανίας είναι το υψηλό επίπεδο προσόντων του εργατικού δυναμικού, η σταθερότητα του νομικού περιβάλλοντος και η υποδομή μεταφορών, έντονη κριτική ασκείται σε σχέση με την ευλυγισία του εργατικού δικαίου και του συνεχώς αυξανόμενου εργατικού κόστους και κυρίως της φορολόγησης επιχειρήσεων.
Το αξιοπερίεργο είναι ότι καμιά άλλη ευρωπαϊκή χώρα δεν προσελκύσει τόσους επενδυτές όσο η Μ. Βρετανία. Ακόμη κι αν έχει μειωθεί σαφώς ο αριθμών των επενδύσεων, η χώρα παραμένει στην πρώτη θέση. Και το αξιοπρόσεκτο είναι το αμείωτο επενδυτικό ενδιαφέρον αμερικανικών επιχειρήσεων που καταγράφει μάλιστα και αύξηση κατά 3%. Παρά τις εξελίξεις με το Brexit, η Μ. Βρετανία παραμένει υπερατλαντική γέφυρα των ΗΠΑ με την γηραιά ήπειρο. Σε ό,τι αφορά τέλος τις γερμανικές επενδύσεις στο εξωτερικό, τίποτα δεν στεκεται εμπόδιο στη δραστηριότητά τους.
Πηγή: Deutsche Welle