Όσοι δεν θέλουν να φοράνε μάσκες και αμφισβητούν την ύπαρξη του κορωνοϊού, να αναλαμβάνουν το σύνολο των δαπανών νοσηλείας τους σε περίπτωση μόλυνσης τους.
Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Η δημοκρατία είναι ένα καθεστώς ανοχής. Γι’ αυτό φθάνει στο σημείο να ανέχεται και να προστατεύει ακόμα και αυτούς που θέλουν να τη δολοφονήσουν.
Έτσι στο δημοκρατικά εκλεγμένο ελληνικό Κοινοβούλιο – και όχι μόνον – έχουν φωνή και κόμματα που το καταστατικό τους προβλέπει κατάργηση της δημοκρατίας.
Κατά τα λοιπά, η δημοκρατία ανέχεται τους υβριστές της και επιτρέπει στον κάθε πολίτη (;) να λέει το κοντό και το μακρύ του.
Τα τελευταία χρόνια έτσι, τα δημοκρατικά καθεστώτα βάλλονται αδυσώπητα από τους εχθρούς τους οι οποίοι με τη βοήθεια του Διαδικτύου έχουν κυριολεκτικά ξεσαλώσει.
Και το ξεσάλωμα αυτό πήρε μεγάλες διαστάσεις με αφορμή την πολύ σοβαρή και οδυνηρή κρίση του κορωνοϊού. Οι παμπόνηροι Κινέζοι για να συγκαλύψουν σαν καλοί κομμουνιστές τα σοβαρά λάθη που έκανα στην πρώτη φάση της εκδήλωσης της ασθένειας, προσπάθησαν να συσκοτίσουν την όλη δραματική κατάσταση που είχε ήδη εξελιχθεί σε πανδημία.
Έριξαν έτσι στο διαδίκτυο γελοίες αντιεπιστημονικές θεωρίες συνωμοσίας, τις οποίες στην Ελλάδα για παράδειγμα άρχισαν να διακινούν εξίσου γελοίοι δημοσιογράφοι και άλλοι διαμορφωτές κοινής γνώμης.
Δημιουργήθηκε έτσι σε διεθνές επίπεδο ένα «κίνημα» αμφισβήτησης του κορωνοϊού, ο οποίος αν είχε αφεθεί να διαδίδεται θα θρηνούσαμε κάποιες δεκάδες εκατομμύρια νεκρών.
Ένα κύριο γνώρισμα του Covid-19, είναι η εκθετική του μολυσματικότητα, που σημαίνει ότι ένα μολυσμένο άτομο μπορεί να μολύνει άλλα δέκα η και παραπάνω…
Για παράδειγμα, ο νάρκισσος, λαϊκιστής και διψασμένος για εξουσία πρόεδρος των ΗΠΑ, σε μια τραγική επίδειξη ανευθυνότητας, μόλυνε με κορωνοϊό ολόκληρη την οικογένειά του και ένα μεγάλο μέρος του επιτελείου του. Απομένει να δούμε ποιος θα είναι ο τελικός απολογισμός αυτής της πρωτοφανούς για αρχηγό κράτους ανευθυνότητας.
Περιττόν να τονιστεί ότι θα πρέπει να διαπιστώσουμε και ποιος ο βαθμός ωριμότητας του αμερικανικού λαού, απέναντι στην νέα διεκδίκηση από τον Ντόναλντ Τράμπ, του προεδρικού αξιώματος. Έχει γίνει αντιληπτό πόσο επικίνδυνος είναι ο λαϊκισμός του;
Κατά τα λοιπά για να επανέλθουμε στην ελληνική πραγματικότητα, ενδιαφέρουσα είναι η άποψη που διατύπωσε ο κ. Γιάννης Μαρίνος, στο τελευταίο «Βήμα της Κυριακής», αναφορικά με τους συνομωσιολόγους και τους «παντογνώστες» της πανδημίας.
«…Οι αμφισβητίες της ύπαρξης του κορωνοϊού δεν αρκεί να αντιμετωπίζονται με φιλολογική αντίκρουση και αυστηρές συστάσεις.
Ούτε με τις συνήθεις ποινές, που είναι άλλωστε αλυσιτελείς, αφού η επιβαλλόμενη φυλάκιση αναστέλλεται σχεδόν πάντα και συνεπώς την επομένη της τυχόν καταδίκης οι παραβάτες αφήνονται ελεύθεροι για να συνεχίσουν παρανομούντες όπως πριν.
Επιβάλλεται να ενεργοποιηθεί το άρθρο 55 του Ποινικού Κώδικα περί παροχής κοινωφελούς εργασίας και οι διακηρύσσοντες ότι δεν υπάρχει κορωνοϊός να υποχρεώνονται σε παροχή βοηθητικών υπηρεσιών στα νοσοκομεία όπου νοσηλεύονται τα θύματα του κορωνοϊού.
Όχι μόνο θα αλλάζουν αμέσως γνώμη, αλλά θα μετατρέπονται σε πρωτοστάτες του πολέμου κατά της νόσου…», έγραψε ο αρθρογράφος.
Και στην πρόταση αυτή θα προσθέταμε ότι οι «παντογνώστες», θα έπρεπε σε περίπτωση νοσηλείας τους να καταβάλλουν και το πλήρες αντίτιμό της.
Όταν άσχετοι το παίζουν «πανεπιστήμονες», να γνωρίζουν ότι αυτό έχει και κάποιο κόστος.
Τέλος, ο Γ. Μαρίνος προσθέτει ότι «…η αμφισβήτηση του κορωνοϊού θα μπορούσε επίσης να ανακρουστεί με πρακτικότερους τρόπους από την καθημερινή παράθεση αριθμών και από τις συστάσεις των ειδικών ιατρών.
Η αποτελεσματικότητα των πολυάριθμων τρομοκρατικών ή παραπλανητικών ιστοσελίδων στο Διαδίκτυο υποδεικνύει και τον ρεαλιστικό αντίλογο.
Τον υποδεικνύει άλλωστε και η τηλεόραση, η οποία δεν διστάζει να μας δείχνει σχεδόν καθημερινά τα εκατοντάδες φέρετρα με τους νεκρούς του κορωνοϊού και τα απέραντα οικόπεδα όπου ανοίγονται οι αναγκαίοι γι’ αυτούς τάφοι στη Βραζιλία και σας ΗΠΑ.
Ενδείκνυται μια αντίστοιχη καθημερινή καταγραφή των νεκρών, της περιοχής που ζούσαν και τα νεκροταφεία όπου θάβονται. Γκραν γκινιόλ θέαμα ίσως, αλλά πιο αποτελεσματικό από τις σήμερα επικλήσεις του φιλότιμου και της υπευθυνότητας των Νεοελλήνων…».