Η κρίση συνεχίζει να σκορπά πόνο και φόβο στους δρόμους της Αθήνας. Με αυτόν τον τίτλο φιλοξενεί σήμερα πρωτοσέλιδο δημοσίευμα το αμερικανικό CNBC, με το ενδιαφέρον των διεθνών ΜΜΕ για την Ελλάδα να αναζωπυρώνεται εκ νέου καθώς η χώρα βρίσκεται εν μέσω προεκλογικής περιόδου.
Όπως αναφέρει το άρθρο, η οικονομική κρίση εξακολουθεί να πλήττει τις ελπίδες και τα όνειρα των ανθρώπων που ζουν σε αυτή τη μεσογειακή χώρα που βρίσκεται σε οικονομική αναταραχή το μεγαλύτερο μέρος της τελευταίας δεκαετίας. Η πολύχρονη οικονομική κακοδιαχείριση, παράλληλα με την κουλτούρα της πελατειακής πολιτικής, όπου τα αγαθά και οι υπηρεσίες ανταλλάσσονταν για πολιτική στήριξη, κατέληξαν σε μια μακροχρόνια ύφεση, αναφέρει το newmoney.
«Εξακολουθώ να πιστεύω ότι η κρίση υπάρχει. Είναι κάτι περισσότερο από μια οικονομική κρίση, είναι μια κρίση αξιών… Δεν νομίζω ότι είναι καλύτερα τώρα… είναι πραγματικά μια αγχωτική περίοδος για την Ελλάδα», δηλώνει ο Σταύρος Δημόπουλος, 23χρονος φοιτητής, στο CNBC.
Διαφορετικές κυβερνήσεις στην Ελλάδα δανείστηκαν πάνω από τις δυνάμεις της χώρας και το δημόσιο χρέος της έγινε τόσο υψηλό ώστε το 2010 οι επενδυτές δεν ήταν πλέον πρόθυμοι να συνεχίσουν να χρηματοδοτούν την ελληνική κυβέρνηση. Το τελικό αποτέλεσμα; Ο τότε πρωθυπουργός, Γιώργος Παπανδρέου, δεν είδε άλλη διέξοδο παρά να ζητήσει διάσωση – χωρίς καν να διαβουλεύεται με άλλους Ευρωπαίους ηγέτες.
Αυτό που ακολούθησε ήταν οι πολύχρονες δραματικές διαπραγματεύσεις με τους Ευρωπαίους εταίρους,ώστε να αποτραπεί η έξοδος της Ελλάδας από την Ευρωζώνη. Η διάσωση της Αθήνας ήταν κρίσιμη για την επιβίωση της ζώνης του ευρώ, αλλά και για την αποτροπή σοβαρών ρήξεων στις παγκόσμιες χρηματαγορές, συμπεριλαμβανομένης και της Wall Street.
Το πρώτο πρόγραμμα διάσωσης το 2010 ακολουθήθηκε από δύο ακόμη. Αυτό σήμαινε ότι από το 2010 μέχρι τον Αύγουστο του 2018, η χώρα βασίστηκε στους διεθνείς πιστωτές για να μπορέσει να μείνει η οικονομία της όρθια.
Από τον Αύγουστο, η ελληνική κυβέρνηση προσπάθησε να δείξει ότι η λιτότητα έχει τελειώσει, προσφέροντας πρόσθετες παροχές στις κατώτερες και τις μεσαίες τάξεις. Αλλά οι απλοί πολίτες είπαν στο CNBC ότι δεν έχουν δει τεράστια διαφορά στη ζωή τους.
«Αγαπάμε την πόλη μας, αγαπάμε το κλίμα μας, αγαπάμε τον ελληνικό λαό, αλλά φοβόμαστε, γιατί η κατάσταση δεν είναι τόσο καλή», αναφέρει ο 23χρονος φοιτητής για λογαριασμό και των φίλων του.
«Πρέπει να προσπαθήσουμε σκληρότερα για να βγάλουμε τα δικά μας χρήματα … Μερικές φορές μιλάμε για το εξωτερικό: Αν είναι καλύτερα να φύγουμε από την Ελλάδα ή αν είναι καλύτερα να μείνουμε στην Ελλάδα και να προσπαθήσουμε πιο πολύ».
Μία από τις πιο βαριές συνέπειες της κρίσης, αναφέρει το CNBC, είναι ο αριθμός των νέων που έχουν εγκαταλείψει τη χώρα. Το 2016, περίπου 20.000 άνθρωποι ηλικίας μεταξύ 25 και 29 εγκατέλειψαν την Ελλάδα. Περίπου 14.000 άτομα ηλικίας 20 έως 24 ετών έφυγαν επίσης από τη χώρα το ίδιο έτος, σύμφωνα με στοιχεία της εταιρείας Oxford Analytica. Οι αριθμοί αυτοί είναι περίπου διπλάσιοι από ό, τι πριν από το 2010.
«Ορισμένα παιδιά είναι μορφωμένα και δεν βρουν δουλειά, γι ‘αυτό φεύγουν για την (υπόλοιπη) Ευρώπη – απώλεια για την Ελλάδα. Αλλά ελπίζουμε να επιστρέψουν ξανά σε 20 χρόνια», δηλώνει ο 57χρονος Νικόλας, ένας πολίτης που περπατά στην πολυσύχναστη Ερμού.
Στη χειρότερη στιγμή του 2011, η ελληνική οικονομία υποχώρησε κατά 9,1%. Κατάφερε να ανακάμψει ελαφρώς μέχρι το 2014, αλλά επέστρεψε στην ύφεση το επόμενο έτος εν μέσω πολιτικής κρίσης και ανεπιτυχούς λήξης του δεύτερου προγράμματος διάσωσης.
Το 2019 αναμένεται να είναι το τρίτο συνεχόμενο έτος ανάπτυξης της χώρας, με ρυθμό περίπου 2,2%. Ωστόσο, αυτή η ανάπτυξη δεν φαίνεται να κάνει τους απλούς Έλληνες ευτυχείς για την οικονομία. Ο Νικόλας παραπονέθηκε ότι δεν υπήρξε σημαντική βελτίωση για τους ανθρώπους και ότι εξακολουθούν να υπάρχουν πάρα πολλοί φόροι.
«Μερικοί άνθρωποι έχουν καλές θέσεις εργασίας εάν είναι στη δημόσια διοίκηση, αλλά οι άλλοι υποφέρουν, πληρώνουν το 85% των εισοδημάτων τους σε φόρους. Κινδυνεύει να χάσει το σπίτι του άν δεν έχει αρκετά χρήματα για να πληρώσει τους φόρους», αναφέρει. «Το μέλλον διαγράφεται δύσκολο, αλλά πρέπει να χαμογελάσουμε, να προσποιούμαστε».