Το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, το περίφημο QE, κρατά αυτή τη στιγμή την Ευρωζώνη ενωμένη και το προδιαγεγραμμένο τέλος του ίσως σηματοδοτήσει και την απαρχή της διάλυσης της, προειδοποιούν οι αναλυτές της BofA Merrill Lynch, υπό τον κ. Αθανάσιο Βαμβακίδη σε μία μακροσκελή έκθεση με την οποία επιχειρούν να διαγνώσουν τις συνέπειες αλλά και την επόμενη μέρα για τα εθνικά νομίσματα. Επισημαίνοντας ότι το θεσμικό πλαίσιο που υπάρχει σήμερα δεν μπορεί να εγγυηθεί τη βιωσιμότητα της Ευρωζώνης οι αναλυτές της επενδυτικής τονίζουν πως είναι απαραίτητες οι βαθιές μεταρρυθμίσεις ώστε να αποφευχθεί η διάλυση της νομισματικής ένωσης στα χρόνια που θα ακολουθήσουν το τέλος του QE, αναφέρει το ependisinews.
«Το πρόγραμμα ΟΜΤ ήταν αυτό που έβαλε τέλος στο sell-off των χωρών του Νότου που θα μπορούσε να κλιμακωθεί σε μια “ιστορική” κρίση χρέους το 2012 (…) Το τρέχον πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE) έχει διατηρήσει το κόστος δανεισμού της περιοχής σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα (…) Ωστόσο, η στήριξη της ΕΚΤ δεν μπορεί να διαρκέσει για μεγάλο χρονικό διάστημα», προειδοποιούν οι αναλυτές της BofA Merrill Lynch, επισημαίνοντας «καθώς ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη αυξάνεται, η ΕΚΤ θα πρέπει να σταματήσει την νομισματική χαλάρωση».
Μάλιστα τα στελέχη της επενδυτικής θεωρούν ότι η στροφή της νομισματική πολιτικής θα αρχίσει να συντελείται από την επόμενη χρονιά.
Θεωρούν ότι το πρόγραμμα OMT προσφέρει ένα δίχτυ ασφαλείας στη θεωρία, αλλά μόνο αφού επιδεινωθούν οι συνθήκες της αγοράς αρκετά ώστε να αναγκάσουν μια χώρα να ζητήσει επίσημη χρηματοδότηση.
Ήδη όμως μια σειρά από οικονομικούς δείκτες και οι πρόσφατες εξελίξεις έχουν αυξήσει τον “κόκκινο συναγερμό” στην περιφέρεια. Η Ιταλία, η Ισπανία, η Πορτογαλία και η Ελλάδα έχουν όλες υψηλότερα επίπεδα χρέους προς ΑΕΠ σήμερα από ό,τι το 2012, στην κορύφωση της κρίσης, όταν ο Ντράγκι επενέβη με το πρόγραμμα OMT για να σώσει την ευρωζώνη.
Επίσης, σύμφωνα με την BofA Merrill Lynch παρά το γεγονός ότι οι περιφερειακές χώρες βελτίωσαν την ανταγωνιστικότητά τους κατά τη διάρκεια της κρίσης, η πρόοδος αυτή έχει σταματήσει ή ακόμα και ανατραπεί, από το 2015, παρά το πιο αδύναμο ευρώ. Η ανταγωνιστικότητά τους είναι πιθανό να επιδεινωθεί εάν το ευρώ ενισχυθεί μετά το τέλος της ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ. Οι ανισορροπίες στο Target 2 της ΕΚΤ έχουν αυξηθεί πάνω από τα επίπεδα της κρίσης του 2012.
Όπως προειδοποιούν οι χώρες μπορούν να ζήσουν για χρόνια με μη βιώσιμη δυναμική χρέους. Ωστόσο, πολλοί από αυτούς τους δείκτες θα μπορούσαν να επιδεινωθούν εάν ένα νέο σοκ χτυπήσει την οικονομία της Ευρωζώνης, σπρώχνοντάς την και πάλι στην ύφεση.
Σύμφωνα με την έκθεση επίσης οι πολιτικοί κίνδυνοι είναι πιθανό να παραμείνουν σε υψηλά επίπεδα, με την Μαρίν Λε Πεν να έχει περισσότερες πιθανότητες να κερδίσει στο μέλλον στη Γαλλία, ακόμα κι αν χάσει φέτος, και το κίνημα των Πέντε Αστέρων στην Ιταλία έχει σημαντικές πιθανότητες να κερδίσει στις εκλογές τους επόμενου έτους, ακόμη και αν μπορεί να μην είναι σε θέση να σχηματίσει κυβέρνηση.
Είναι θέμα χρόνου, κατά την άποψη της BofA, οι αγορές να αρχίσουν να αμφισβητούν τη βιωσιμότητα της Ευρωζώνης και πάλι.
Σε αυτό το πλαίσιο, η BofA «τρέχει» άσκηση που είχε «τρέξει» στο αποκορύφωμα της κρίσης της ευρωζώνης και υπολογίζει τις «σκιώδεις συναλλαγματικές ισοτιμίες» (δηλαδή τα νομίσματα που θα αντικαταστήσουν ομαλά το ευρώ)για συγκεκριμένες χώρες (με τη μεθοδολογία CGER του ΔΝΤ).
Τα αποτελέσματα είναι τα εξής:
H υποτίμηση της Γερμανίας είναι περίπου 15%. Πριν από την παγκόσμια κρίση, το «σκιώδες νόμισμα» της Γερμανίας ήταν υποτιμημένο κατά μόνο 3%.
Η Ελλάδα και η Ισπανία παραμένουν οι πιο υπερτιμημένες σε σχέση με τα υπόλοιπα νομίσματα της Ευρωζώνης, κατά 7,5%. Ωστόσο, η Ελλάδα, πριν την κρίση ήταν σημαντικά πιο υπερτιμημένη, κατά 30%.
Η ανταγωνιστικότητα βελτιώθηκε αισθητά στην Ιρλανδία και την Πορτογαλία, με το σκιώδες νόμισμα να είναι ελαφρώς υποτιμημένο στην πρώην και ελαφρώς υπερτιμημένο στην τελευταία, από μεγάλες υπερτιμήσεις πριν από την κρίση, ιδιαίτερα στην Πορτογαλία.
Το σκιώδες νόμισμα της Ιταλίας παραμένει υπερτιμημένο, αλλά με σχετικά μικρή απόκλιση, ενώ η υπερτίμηση της Γαλλίας είναι περίπου 5%.
Το συμπέρασμα είναι πως το μεγαλύτερο “πρόβλημα” εντοπίζεται στη Γερμανία. Παρά το γεγονός ότι οι περισσότερες από τις περιφερειακές χώρες παραμένουν υπερτιμημένες, έχουν βελτιώσει σημαντικά την ανταγωνιστικότητά τους από την κρίση και τώρα έχουν σχετικά μικρή απόκλιση. Στο θεωρητικό σενάριο της διάλυσης της Ευρωζώνης, η Γερμανία είναι αυτή που θα πρέπει να προσαρμοστεί το περισσότερο, με ένα νόμισμα το οποίο θα είναι σημαντικά ισχυρότερο, κατά περίπου 15% σε σύγκριση με το ευρώ είναι σήμερα.
Από μόνη της, μια τέτοια μεγάλη κίνηση στο νέο νόμισμα της Γερμανίας θα μπορούσε να βοηθήσει να φέρει τις συναλλαγματικές ισοτιμίες της περιφέρειας σε ισορροπία. Βέβαια, τα νέα νομίσματα στην Ελλάδα, την Πορτογαλία και, σε μικρότερο βαθμό, την Ιταλία, θα πρέπει επίσης να αποδυναμωθούν για να επιτευχθεί ισορροπία. Τα νέα νομίσματα της περιφέρειας είναι επίσης πιθανό να αποδυναμωθούν πολύ περισσότερο στο βραχυπρόθεσμο διάστημα.
Για να προσαρμοστεί η Γερμανία χωρίς διάλυση της Ευρωζώνης, θα πρέπει να επιτρέψει την ύπαρξη υψηλού εγχώριου πληθωρισμού. Αυτό χρειάζεται περισσότερη ποσοτική χαλάρωση από την ΕΚΤ, πιο χαλαρή δημοσιονομική πολιτική και περισσότερες επενδύσεις στη Γερμανία.
Οι πολιτικές αυτές είναι απίθανο να συμβούν ωστόσο, σύμφωνα με την BofA, πράγμα που σημαίνει ότι οι κίνδυνοι στην Ευρωζώνη στο μακροπρόθεσμο διάστημα είναι σημαντικοί.