Μετά το Eurogroup το οποίο δεν οδήγησε σε πολιτική συμφωνία και με την επιστροφή των θεσμών στην Αθήνα σε μία προσπάθεια να υπάρξει μία συμφωνία η οποία θα “ξεκλειδώσει” την δόση προς την Ελλάδα, η BNP Paribas στην τελευταία έκθεσή της, εντοπίζει τρεις πιθανές λύσεις για το επόμενο διάστημα.
1. Το ευρωπαϊκό πρόγραμμα θα συνεχιστεί χωρίς το ΔΝΤ, με βάση τις οικονομικές παραμέτρους των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων.
Υπάρχουν πολλά επιχειρήματα που υποστηρίζουν τη θέση αυτή.Το ΔΝΤ έχει ήδη δανείσει την Ελλάδα τεράστια ποσά και δεν “παρακαλάει” να αυξήσει τη συμμετοχή του.
Σε ότι αφορά τους Ευρωπαίους, το έλλειμμα χρηματοδότησης θα είναι κάτι μάλλον ανώδυνο αν λάβουμε υπόψη τα ποσά που διακυβεύονται, με τα ΜΜΕ να κάνουν αναφορές για 5 δισ. δολ. που στοχεύει να δώσει το ΔΝΤ ως μέρος του τρίτου πακέτου διάσωσης.
Λαμβάνοντας υπόψη τα “πυρομαχικά” του ESM και την εμπειρογνωμοσύνη της Κομισιόν και της ΕΚΤ, οι Ευρωπαίοι είναι σε θέση να διευθετήσουν το ελληνικό ζήτημα απολύτως αυτόνομα.
Αυτό σύμφωνα με την BNP Paribas θα αποτελούσε και το πιο ευνοϊκό αποτέλεσμα: Το ΔΝΤ να συνεχίσει να παρέχει τεχνική υποστήριξη στους Ευρωπαίους χωρίς να συμβάλλει οικονομικά στα προγράμματα διάσωσης. Η απόσυρσή του θα είναι διακριτική, διατηρώντας το status quo (το ελληνικό πρόγραμμα έχει προχωρήσει χωρίς το ΔΝΤ για τους τελευταίους 18 μήνες).
Ωστόσο, όπως σημειώνει η BNP Paribas, σε αυτή την πεποίθησή της φαίνεται πως είχε αγνοήσει τις αυστηρότερες θέσεις που λαμβάνονται από διάφορους Ευρωπαίους αξιωματούχους, και κυρίως τη Γερμανία, οι οποίοι διαβεβαιώνουν ότι τα κοινοβούλια τους δεν θα εγκρίνουν το σχέδιο διάσωσης χωρίς τη συμμετοχή του ΔΝΤ.
2. Το ΔΝΤ λυγίζει υπό την ευρωπαϊκή πίεση. Από το καλοκαίρι του 2015, ασκείται πολύ ισχυρή πίεση μέσω των ΜΜΕ, τα οποία υποστηρίζουν ότι το ΔΝΤ είναι αυτό που πάντα απαιτεί πάντα περισσότερη λιτότητα κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων και μέσω των ευρωπαϊκών της στελεχών στο εκτελεστικό συμβούλιο του Ταμείου. Η πρακτική αυτή έχει τα όριά της, όμως.
Ένα πρόσφατο δελτίο τύπου, έδειξε ότι η πλειοψηφία των μελών του διοικητικού συμβουλίου υποστηρίζουν τις θέσεις του προσωπικού του ΔΝΤ. Και αυτό πριν τις οποιεσδήποτε κινήσεις του Trump. Γενικότερα, οι ομάδες του ΔΝΤ έχουν αποδείξει ότι είναι πολύ ανθεκτικές. Αν το ΔΝΤ καταλήξει να συμμετάσχει στο πρόγραμμα, θα είναι μόνο αν έχει κερδίσει κάποιες σημαντικές παραχωρήσεις.
Για παράδειγμα, οι Ευρωπαίοι θα μπορούσαν να συμφωνήσουν να ποσοτικοποιηθούν οι μελλοντικές προσπάθειες μείωσης του χρέους, με την προϋπόθεση βέβαια ότι το πρόγραμμα θα ολοκληρωθεί με επιτυχία το 2018.
3. Η Ελλάδα θα προσπαθήσει να ικανοποιήσει τόσο την Κομισιόν όσο και το ΔΝΤ. Εάν τα πράγματα γίνουν οριακά, το ΔΝΤ θα μπορούσε να συμφωνήσει να συμμετάσχουν σε ένα σχέδιο στο οποίο η βιωσιμότητα του χρέους είναι εξασφαλισμένη κυρίως μέσω των πολύ υψηλών δημοσιονομικών πλεονασμάτων (3,5% του ΑΕΠ για πολλά χρόνια μετά το 2018), παρά μέσω της ουσιαστικής ελάφρυνσης του χρέους από τους Ευρωπαίους πιστωτές.
Σε αυτήν την περίπτωση, το ΔΝΤ θα μπορούσε να ζητήσει από τις ελληνικές αρχές να νομοθετήσουν αμέσως μέτρα σε συνταξιοδοτικό και φορολογική βάση, για τη διατήρηση του πρωτογενούς πλεονάσματος σε υψηλά επίπεδα.
Μέχρι στιγμής, ο Αλέξης Τσίπρας αρνούνταν την προ-νοθέτηση μέτρων. Ωστόσο από το Eurogroup της προηγούμενης εβδομάδας φαίνεται πως πλέον αυτή η επιλογή είναι για τα καλά στο τραπέζι. Και τα σχόλια της Λαγκάρντ μετά τη συνάντηση με τη Μέρκελ, δείχνουν επίσης προς αυτή την κατεύθυνση.
Σύμφωνα με την BNP Paribas είναι προς το συμφέρον όλων των μερών να μην δουν την κατάσταση να επιδεινώνεται κι άλλο, ή να υπάρξει επανάληψη των γεγονότων του καλοκαιριού του 2015. Στο τέλος, θα υπάρξει – πιθανώς – συμφωνία.
Εάν όλοι κάνουν παραχωρήσεις, η συμφωνία θα μπορούσε να είναι μια σύνθεση των τριών παραπάνω επιλογών. Όπως τονίζει η BNP Paribas, από αυτή την άποψη, ο Αλέξης Τσίπρας είναι αναμφίβολα, στην πιο αδύναμη θέση.
Ως προς το timing, ο πρόεδρος του Eurogroup επεσήμανε ότι παρόλο που οι τρέχουσες καθυστερήσεις βλάπτουν την οικονομική ανάκαμψη της χώρας διαβρώνοντας την εμπιστοσύνη (και υπάρχει ο κίνδυνος νέας μεγάλης συσσώρευσης των ληξιπρόθεσμων οφειλών της ελληνικής κυβέρνησης προς τον ιδιωτικό τομέα), η Ελλάδα δεν αντιμετωπίζει σημαντικές ημερομηνίες αποπληρωμής πριν από το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Ιουλίου, και εξακολουθεί να είναι μακριά από μια κρίση ρευστότητας.
Το πραγματικό “κατεπείγον” είναι πολύ πιο πολιτικό, καταλήγει η γαλλική τράπεζα.